Επιμέλεια Ελένη Βαλλιανάτου*
Tο 1943 η Γερμανία διέπραττε ένα ακόμη ασύλληπτο έγκλημα μαζικής δολοφονίας. Σε ένα ελληνικό νησί του Ιονίου,την Κεφαλονιά γερμανικές δυνάμεις δολοφόνων εκτελούν 9600 (!!!) Ιταλούς στρατιώτες!
Μετά την ανακωχή της Ιταλίας με τους Συμμάχους τον Σεπτέμβριο του 1943, στις 11 Σεπτεμβρίου, η ιταλική ηγεσία έστειλε δύο σαφείς οδηγίες στον Ιταλό στρατηγό Gandin, σύμφωνα με τις οποίες «τα γερμανικά στρατεύματα πρέπει να θεωρηθούν ως εχθρικά» και ότι «στις προσπάθειες αφοπλισμού από τις γερμανικές δυνάμεις, πρέπει να αντισταθούμε με όπλα».
Στις 13 Σεπτεμβρίου, μια γερμανική νηοπομπή πέντε πλοίων προσέγγισε την πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι.
Οι ιταλοί αξιωματικοί πυροβολικού με δική τους πρωτοβουλία, διέταξαν το πυροβολικό να ανοίξει πυρ, βυθίζοντας έτσι δύο γερμανικά αποβατικά σκάφη και σκοτώνοντας πέντε Γερμανούς
Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα τα οποία διεπράχθησαν από την γερμανική Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου είναι αναμφισβήτητα η σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Aqui η οποία έδρευε στα Εφτάνησα.
Με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας την 7η Σεπτεμβρίου του ’43 ο στρατάρχης Μπαντόλιο, από κάποιο ασυγχώρητο λάθος, δεν κηρύσσει τον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένο τον ιταλικό στρατό σε οποιοδήποτε μέτωπο κι αν βρισκόταν.
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1943 φτάνει στην Κεφαλονιά η γερμανική μεραρχία «Εντελβάϊς». Ένα σώμα 4.000 επιλέκτων δολοφόνων με διοικητή τον στρατηγό Χούμπερτ Λαντς και αποβιβάζονται στο νησί για να διαπραγματευτούν την παράδοση των Ιταλών.
Τότε, μέλη της ΕΠΟΝ σκόρπισαν στους δρόμους του Αργοστολίου φυλλάδια που απευθύνονταν στους Ιταλούς στρατιώτες και έγραφαν: «Μην παραδώσετε τα όπλα σας στους Γερμανούς που θέλουν να συνεχίσουν τη σφαγή της ανθρωπότητας. Αντισταθείτε στους ανωτέρους σας αν σας ζητήσουν να τα παραδώσετε».
Όπως σημείωσε ο χρονογράφος Τζουζέπε Μοσκαρντέλι, «η διανομή των φυλλαδίων αυτών σήμανε την αρχή της ρήξης μεταξύ του στρατηγού Γκαντίν και των στρατιωτών του».
Οι Γερμανοί, κατόπιν διαταγής του Χίτλερ, αναλαμβάνουν την διενέργεια διαπραγματεύσεων για την παράδοση της Μεραρχία Aqui στα Εφτάνησα.
Ο 52χρονος στρατηγός Αντόνιο Γκαντίν, εξέτασε όλα τα ενδεχόμενα και αποφάσισε ότι «δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από την ειρηνική παράδοση των όπλων προκειμένου να αποφευχθεί η ανώφελη αιματοχυσία». Κι’ ενώ ο στρατηγός Gantin έχει αποφασίσει την παράδοση ο στρατός εναντιώνεται.
Στις εξελίξεις σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο λοχαγός Άμος Παμπαλόνι, ο άνθρωπος ο οποίος αποτέλεσε την έμπνευση για τη δημιουργία του λογοτεχνικού ήρωα του Λούι Μπερνιέρ, λοχαγού Κορέλι.
Ο 32χρονος αντιφασίστας διοικούσε την 1η Πυροβολαρχία του 33ου Συντάγματος Πυροβολικού που απετελείτο από 150 άνδρες και είχε στρατοπεδεύσει στο λιμάνι του Αργοστολίου. Ο Ιταλός λοχαγός είχε καλλιεργήσει από νωρίς επαφές με ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ.
Η πυροβολαρχία του Παμπαλόνι είναι αυτή που θα βυθίσει το ένα από τα δύο αποβατικά που από το Ληξούρι κατευθύνονται προς το Αργοστόλι.
Ο ίδιος ο Παμπαλόνι σε ηλικία 95 ετών, τον Ιανουάριο του 2005, διηγήθηκε στον συγγραφέα του βιβλίου: «Μετά τις σκληρές μάχες στο ελληνο-αλβανικό Μέτωπο, εμείς οι αξιωματικοί περνούσαμε ξεκούραστα στα νησιά.
Το καθημερινό μας πρόγραμμα ήταν καθισιό και ιππασία. Μετά τις 25 Ιουλίου ήμασταν πλέον όλοι εναντίον του Μουσολίνι. Το μόνο που θέλαμε ήταν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Τα βράδια, όταν ίππευα προς το Αργοστόλι για να πάρω εκεί το απεριτίφ μου, συναντιόμουν στα καφενεία με τους ντόπιους Έλληνες.
Μετά τις 9 Σεπτεμβρίου διεπίστωσα ξαφνικά ότι όλοι τους ήταν με κάποιον τρόπο αναμεμειγμένοι στην Αντίσταση. Συναδελφωθήκαμε. Κυριαρχούσε ομόνοια και απερίγραπτη χαρά, επειδή το τέλος του πολέμου έμοιαζε να είναι κοντά. Ούτε οι ΄Ελληνες φίλοι μου, ούτε εγώ, ούτε οι σύντροφοί μου στο στράτευμα θέλαμε να πατήσουν οι Γερμανοί στο νησί».
Οι πρώτες συγκρούσεις
Το απόγευμα της 12ης Σεπτεμβρίου ο Παμπαλόνι και άλλοι αξιωματικοί συναντήθηκαν με τον Γκαντίν και τον ενημέρωσαν ότι δεν δέχονται να παραδώσουν τα όπλα τους στους Γερμανούς. Οι στασιαστές Ιταλοί αξιωματικοί μάλιστα άνοιξαν τις αποθήκες και μοίρασαν όπλα και πυρομαχικά στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Όταν έγινε γνωστό ότι ο αφοπλισμός των Ιταλών στην Κέρκυρα απέτυχε, οι συμπατριώτες τους στην Κεφαλονιά αναθάρρησαν και άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ γερμανικών και ιταλικών δυνάμεων στο Αργοστόλι.
Όλη πλέον η μεραρχία Άκουι αποφασίζει να αντισταθεί.
Στις 12 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί αρχίζουν πλέον τις συστηματικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών.
Το Αργοστόλι, πρωτεύουσα του νησιού όπου εκεί βρίσκεται και ο μεγαλύτερος όγκος των ιταλικών στρατευμάτων, βομβαρδίζεται από τη γερμανική αεροπορία σε καθημερινή βάση από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Ιδιαίτερα η 16η του μηνός για το Αργοστόλι σημαίνει βιβλική καταστροφή. Η πόλη όλη σχεδόν έχει ισοπεδωθεί ενώ η φωτιά καίει τα πάντα. Οι κάτοικοί της μαρτυρικής πόλης θα βρουν τη σωτηρία στην Κρανιά και στους Λάσιους.
Όπως έγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας Λουκάτος, βρήκαν καταφύγιο σε σπηλιές, σε απομακρυσμένα χωριά, ακόμα και μέσα στους μυκηναϊκούς τάφους στα Μαζαρακάτα. Όποιος δεν κατάφερε να εγκαταλείψει την πόλη «βίωσε στις 16 Σεπτεμβρίου ώρες βιβλικής καταστροφής».
Η πρώτη μεγάλη μάχη μεταξύ Ιταλών και Γερμανών θα δοθεί κοντά στο χωριό Αγκώνας. Χαρακτηριστικά ο Γερμανός διοικητής του 11ου λόχου Άλφρεντ Ρίχτερ γράφει στα απομνημονεύματά του : « Στα νησιά της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας οι Ιταλοί αντιστάθηκαν και πίστεψαν μέσα στην παράλογη τύφλωσή τους και στην τόσο χαρακτηριστική τους αλαζονεία των ηλιθίων, ότι επρόκειτο να αλλαξουν τον ρου της Ιστορίας.
Όσα αναγκάστηκαν να υποφέρουν οι συμπολεμιστές μας πέρα στην Αφρική και τη Σικελία εξαιτίας της προδοσίας τους μας έκαιγαν τα σωθικά. Και τους χτυπήσαμε, τους χτυπήσαμε έτσι όπως δεν χτυπήσαμε ποτέ κανέναν άλλον σε αυτόν τον πόλεμο».
Όμως πολύ σύντομα οι Γερμανοί θα γίνουν κύριοι του νησιού και η αντίστροφη μέτρηση για τους άνδρες της Μεραρχίας Aqui θα αρχίσει.
Το απόγευμα της 18ης Σεπτεμβρίου ο 15χρονος Παναγής Παπαδάτος επέστρεφε στο ορεινό χωριό του Κουρουκλάτα, όταν όπως διηγείται «είδα κοντά σε ένα εικονοστάσι πολλά σακίδια. Στη συνέχεια άκουσα πυροβολισμούς.
Μόλις έστριψα, αντίκρυσα 5 ή 6 Γερμανούς να παίρνουν δύο άνδρες από μια ομάδα Ιταλών που ήταν ζαρωμένοι στο χώμα. Μόλις που μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Τους έσυραν μέχρι την άκρη του δρόμου, μπροστά στους θάμνους και τους πυροβόλησαν. Κατρακύλησαν στην απότομη πλαγιά. Εκεί βρισκόταν ήδη ένας σωρός από πτώματα».
Η 1η Πυροβολαρχία του 33ου ιταλικού Συντάγματος υπό τη διοίκηση του λοχαγού Άμος Παμπαλόνι μετακινήθηκε στο χωριό Διλινάτα τη νύχτα προς την 21η Σεπτεμβρίου και εκεί αιχμαλωτίστηκαν από Γερμανούς.
Ο Παμπαλόνι έλαβε διαταγή να παρατάξει τους άνδρες του σε φάλαγγα για να ξεκινήσουν πορεία. Αφηγήθηκε στον συγγραφέα: «Προχωρούσα δίπλα στον Γερμανό αξιωματικό, στην κεφαλή της μονάδας μου. Ξαφνικά ο υπολοχαγός Τονιάτο άρχισε να απαγγέλλει βροντόφωνα τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ήθελα να τον επιπλήξω, γιατί πίστευα ότι αποκαρδίωνε τους άνδρες. Δεν πρόλαβα όμως, γιατί τη στιγμή εκείνη ο Γερμανός αξιωματικός με πυροβόλησε στον σβέρκο. Έπεσα με το κεφάλι στο έδαφος. Δεν έχασα τις αισθήσεις μου και δεν ένιωθα πόνο
Τα πόδια μου ήταν πάνω στο κεφάλι του δύσμοιρου Τονιάτο. Αυτός είχε πεθάνει ακαριαία. Άκουσα ριπές από πολυβόλα, τις κραυγές των στρατιωτών μου και μεμονωμένους πυροβολισμούς, μάλλον για να αποτελειώσουν τους τραυματίες».
Η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό του, χωρίς να χτυπήσει κάποιο ζωτικό σημείο. ΄Ελληνες αντάρτες βρήκαν τον Παμπαλόνι γύρω στο μεσημέρι.
Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, «εκτελέστηκαν περίπου 80 άνδρες». Τον φρόντισαν στο σπίτι του ιερέα στα Φαρακλάτα και αργότερα φυγαδεύτηκε από το νησί. Κοντά στο Αγρίνιο εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
Ο Γερμανός διερμηνέας Βάλερτ θυμόταν πως είχε δει μια ομάδα Ιταλών αξιωματικών που είχαν παραδοθεί στις 20 Σεπτεμβρίου και φρουρούνταν στον σταθμό διοίκησης της ομάδας μάχης.
Αφού τους αφαίρεσαν τα όπλα τους, τους προειδοποίησαν ότι θα τους εκτελούσαν «εάν έβρισκαν επάνω τους και άλλα όπλα». Όταν «το βράδυ ανακαλύφθηκε σε κάποιον από τους αξιωματικούς μια σφαίρα», έγραψε ο Βάλερτ, «οι αξιωματικοί εκτελέστηκαν, παρά τις διαμαρτυρίες τους, και παρά τις εκκλήσεις όσων κατάγονταν από το Νότιο Τιρόλο ότι ήταν και αυτοί Γερμανοί».
Στις 21 Σεπτεμβρίου, αφού η μονάδα του μπήκε στα Φραγκάτα, ο Γερμανός αξιωματικός Άλφρεντ Ρίχτερ σημείωσε στο ημερολόγιό του:
«Δύο λόχοι αλπινιστών παραδίδονται χωρίς να ρίξουν έστω και μία σφαίρα. Είναι όλοι ήρεμοι και χαλαροί γιατί πιστεύουν ότι έσωσαν τη ζωή τους επειδή παραδόθηκαν οικειοθελώς. Μπαίνουμε στα Φραγκάτα και παραδίδουμε τους αιχμαλώτους μας. Εδώ έρχονται αντιμέτωποι με την τραγική τους μοίρα.
Σε διμοιρίες, σύρονται στα κοντινά λατομεία και στα γύρω περιβόλια και θερίζονται από τα πολυβόλα του 98. Μένουμε στο χωριό δύο ώρες και όλο αυτό το διάστημα τα αυτόματα και τα πολυβόλα δεν σταματούν να σφυροκοπούν.
Οι κραυγές φτάνουν μέχρι και μέσα στα σπίτια των Ελλήνων.
Χωρίς να ληφθεί υπόψη η υπηρεσία του κάθε στρατιώτη εκτελούνται όλοι, μέχρι και τραυματιοφορείς και ιερείς.
Κωμικοτραγική φιγούρα ήταν ένας αιχμάλωτος που προσπάθησε να σώσει τη ζωή του ανεβαίνοντας σ΄ ένα βάθρο και τραγουδώντας άριες όπερας με ωραία φωνή, παίρνοντας μια πραγματικά ιταλική πόζα».
Όμως η μεγάλη σφαγή θα γίνει στα Τρωϊαννάτα όπου εκεί έχει συγκεντρωθεί ο μεγαλύτερος όγκος των ιταλικών στρατευμάτων.
470 Γερμανοί της ομάδας μάχης Φάουτ που κρατούνταν αιχμάλωτοι από τους Ιταλούς εξεγείρονται και τους αιχμαλωτίζουν.
Τα μικρά ξαδέλφια, Σπύρος Γεωργακάτος και Διονύσης Λουρεντζάτος από σύμπτωση γίνονται αυτόπτες μάρτυρες του μεγάλου μακελειού που έγινε στο χωριό τους Όπως οι ίδιοι διηγούνται, η 22α Σεπτεμβρίου που ξημέρωνε φαινότανε μιά συνηθισμένη μέρα.
Μόνο που το χωριό τους, τα Τρωϊαννάτα τώρα το είχαν οι Γερμανοί οι οποίοι είχαν αιχμαλωτίσει τους Ιταλούς και τους κρατούσαν κάτω από τις ελιές σημαδεύοντάς τους με τα αυτόματα.
Λίγο πιό πέρα στα Φραγκάτα, γίνονταν μεγάλες μάχες η έκβαση των οποίων θα σημάδευε ίσως και την τύχη της περιοχής.
Ξαφνικά κατά το μεσημέρι ακούστηκε βόμβος από φορτηγά αυτοκίνητα και σε λίγο ξεπρόβαλε από την στροφή του δρόμου μιά μεγάλη φάλαγγα από φορτηγά γεμάτα με πάνοπλους Ιταλούς που επροωθούντο για ενισχύσεις στα Φραγκάτα.
Κοντά να πλησιάσουν τα πρώτα σπίτια του χωριού βλέπουν μπροστά τους τους άλλους Ιταλούς που είχαν ήδη αιχμαλωτίσει οι Γερμανοί.
Στο σημείο αυτό το ρόλο της ιστορίας θα αναλάβει η ειρωνία της τύχης.
Στη στροφή, που ο δρόμος έρχεται από τα Φραγκάτα κάνει την εμφάνισή της η φάλαγγα των Γερμανών, που γύριζαν νικητές από τη μάχη σ΄αυτό το χωριό. Οι Ιταλοί σαν τους είδαν σταματούν και δείχνουν πως δεν έχουν σκοπό να προβάλουν καμμιάν αντίσταση.
Βλέπουν πως γι’ αυτούς έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Σταματούν και μοιάζουν να περιμένουν τη μοίρα τους. Οι Γερμανοί τους κυκλώνουν και τους υποχρεώνουν να κατέβουν από τα αυτοκίνητα.
Κι’ αυτοί κατεβαίνουν με τάξη και ησυχία και παραδίδουν τον οπλισμό τους. Στη συνέχεια τους βάζουν στη γραμμή και τους οδηγούν στο σχολείο του χωριού. Τους κλείνουν μέσα και απ’ έξω τοποθετούνται φρουροί με τα αυτόματα στο χέρι.
Μέσα στο σχολείο, οι Ιταλοί, αφού συνέλθουν από την πρώτη έκπληξη αρχίζουν τα τραγούδια και τις χαρές, σίγουροι, πως σαν αιχμάλωτοι πολέμου,
Και σύμφωνα με το πολεμικό Δίκαιο, οι Γερμανοί δεν θα τους πείραζαν και θα τους έστελναν στα σπίτια τους.
Μέχρι τα χαράματα οι χαρές και τα τραγούδια ακούγονταν έξω.”Μama, sono tanto felice perche ritorno da te” (Μητέρα, είμαι ευτυχισμένος, γιατί επιστρέφω κοντά σου). Ήταν αδύνατο να φανταστούν τι τους περίμενε.
Με τη βοήθεια κάποιου Ιταλού που γνώριζε γερμανικά τους διέταξαν να αφήσουν κάτω από τις εληές τα σακκίδιά τους και ό,τι άλλο ατομικό είχαν και τους οδήγησαν στο απέναντι χωράφι, που είχε μιά λιθιά αφού το από πάνω μέρος ήταν ψηλότερo. Εκεί τους αράδιασαν και τους μέτρησαν. Ήσαν 30 αξιωματικοί και 602 οπλίτες.
Όση ώρα κρατούσε η διαδικασία της καταμέτρησης ένας Γερμανός αξιωματικός μιλούσε στο ασύρματο τηλέφωνο ενώ οι μορφασμοί του προσώπου του έδειχναν πως δεν του άρεσαν οι διαταγές που έπαιρνε και προσπαθούσε να τις αποφύγει. Μάταια όμως.
Κάποια στιγμή η συνομιλία τελείωσε. Έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να αλλάξει η έκφραση του προσώπου του. Μια νεκρική ησυχία επικρατούσε γύρω. Αμέσως, στο πάνω χωράφι, πίσω από τις πλάτες των Ιταλών άρχισαν να στήνονται τα πολυβόλα. Οι Ιταλοί είχαν απομείνει να κοιτάζουν προς τις ελιές όπου είχαν αφήσει τα πράγματά τους.
Ξαφνικά την νεκρική ησυχία του φθινοπωριάτικου πρωινού τάραξαν οι κρότοι των πολυβόλων που άρχισαν να δουλεύουν ακατάπαυστα. Ακολουθεί η σφαγή τους».
«Από τα σώματά τους ξεπηδούσαν ρυάκια αίματος», αφηγείται ο στρατιωτικός ιερέας Φορμάτο.
«Έτρεχαν στην πλαγιά και ενώνονταν σε έναν κατακόκκινο χείμαρρο. Κραυγές γέμιζαν τους αιθέρες. Και μετά ακουγόταν μόνο ένας ρόγχος, έως ότου ο σωρός των 900 μαρτυρικών σωμάτων σώπασε.
Οι Γερμανοί σκαρφάλωσαν στους σωρούς των πτωμάτων και άρχισαν να πυροβολούν με τα αυτόματα όπλα τους προς τα κάτω. Αλλά ούτε με τον τρόπο αυτόν βρήκαν όλοι τον θάνατο. Οι σφαίρες δεν έφτασαν σε όσους είχαν σκεπαστεί από τα πολλά πτώματα.
Ακούγονταν ακόμα ρόγχοι και βογκητά. Οι Γερμανοί σκαρφίστηκαν ένα άσπλαχνο τέχνασμα. Φώναξαν: «Ήρθαν τραυματιοφορείς. Όποιος ζει ακόμα να φανερωθεί. Θα του χαριστεί η ζωή και θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο». Έπειτα από λίγο, περίπου 20 άνθρωποι σύρθηκαν έξω με μεγάλη δυσκολία, αιμόφυρτοι, τραυματισμένοι, τρομοκρατημένοι. Οι δολοφόνοι έσκασαν στα γέλια και τους σκότωσαν με μια τελευταία ριπή του πολυβόλου».
Κείνη τη στιγμή ο χρόνος είχε σταματήσει πάνω στα άψυχα κουφάρια 900 νέων παιδιών που έπεφταν θύματα ενός παρανοϊκού ηγέτη που είχε παρασύρει όλον τον κόσμο στη δίνη ενός αιματηρού πολέμου.
Κείνο το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου του 1943 ένα μεγάλο πολεμικό έγκλημα είχε διαπραχτεί έξω από το χωριό Τραωϊαννάτα της Κεφαλονιάς.
Ένα έγκλημα που έμελλε να μείνει ατιμώρητο μέχρι σήμερα όπως και άλλα πολλά.
Με αποσπάσματα απο το κείμενο της εφημερίδας “the pressroom”