«Θέλω ν’ αφήσω τον κόσμο ετούτονε»
Ένα υπέροχο τραγούδι του Ληξουρίου που έγινε πανελλήνιο
Η ιστορία των Ληξουριώτικων τραγουδιών, μέρος 3ο , 3-1-2019
(Μου ζητήθηκε να το ξανακυλήσω..)
Ένα από τα ωραιότερα Ληξουριώτικα άσματα που έγιναν γνωστά σ’ όλη την Επτάνησο είναι και το άσμα «Θέλω ν’ αφήσω τον κόσμο ετούτονε». Έγινε τόσο γνωστό, που, κάθε τόπος που το τραγουδά, να το θεωρεί πως είναι δικό του δημιούργημα. Ιδιαίτερα οι Ζακυνθινοί που έχουν «ζακυνθινοποιήσει» πολλά κεφαλληνιακά άσματα, να το θεωρούν δικό τους και να το εντάσσουν στα δικά τους παραδοσιακά.
Η παρούσα ανακοίνωση θέλει να φανερώσει και να «τοποθετήσει» το άσμα αυτό, όπως είναι μέσα στην ιστορική του πορεία, καθώς και να τιμήσει στην αρχή του νέου έτους, τον Τζώρτζη Δελλαπόρτα, όπου φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από το θάνατό του.
Πρόκειται για ποίημα αγνώστου δημιουργού που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην «Πανελλήνιον Ανθολογία ήτοι απάνθισμα των εκλεκτότερων ελληνικών ποιημάτων, του Δημητρίου Κ. Κοκκινάκη, -Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου Α. Ζ. Διαλησμά 1899, σσ. 246-7», και εκφράζει την ερωτική απογοήτευση ενός ερωτευμένου, που δυστυχώς έχασε την αγάπη του και θρηνεί γι αυτήν απαρηγόρητα.
«Ν’ αφήσω θέλω τον κόσμο τούτον
Να πα’ να ζήσω σ’ ένα βουνό,
Με τα χορτάρια της γης να τρέφωμαι,
Με τα λιοντάρια να πολεμώ.
Αυτό το δένδρον που κολακεύω
Κι’ όπου λατρεύω τόσον καιρόν,
Δεν θεν’ αφήσω εγώ ποτέ μου
Να δοκιμάση άλλον καρπόν.
Μίαν φλόγα έχω μέσα στό στήθος
Ήτις με καίει τόσον δεινώς,
Και της καρδίας μου δεν έφησ’ ίχνος,
Με κατέκαυσεν ολοτελώς.
Κλαίω ο άθλιος κι’ αναστενάζω
Κι απαρηγόρητα θρηνωδώ,
Εις μάτην όμως έλεος κράζω.
Αχ, ο καϋμένος , τι θα γενώ!»
Είναι γνωστό πως στο τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου ζούσε στο Ληξούρι ο σπουδαίος τροβαδούρος Τζώρτζης Δελλαπόρτας (1867-1919) και ο οποίος πέρα από το μουσικό έργο που μας άφησε, δημιούργησε μια θαυμαστή χορωδία, αφήνοντας με τη δράση της σπουδαία παρακαταθήκη στα παραδοσιακά αριετταδόρικα και κανταδόρικα άσματα της Επτανήσου. Πάνω σ’ αυτή τη χορωδία, του Τζώρτζη Δελλαπόρτα, θα στηριχτεί και ο μετέπειτα αξιόλογος χοράρχης, Σπύρος Ποταμιάνος (Αμακαδόρος), που θα αφήσει στο Αργοστόλι μια χορωδιακή- κανταδόρικη πορεία, άξια λόγου. (Βλ. για περισσότερα στο δίτομο έργο «Λόγια Κεφαλληνιακή Μούσα» έργα Κεφαλλήνων συνθετών 19ου και 20ου αιώνα, των: Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού και Λαμπογιάννη Πεφάνη. Έκδοση από το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ιονίων, (ΤΕΙ Ιονίων Νήσων), 2015-2016 αντίστοιχα.
Ο Τζώρτζης Δελλαπόρτας έγραφε ποιήματα, ήταν δε συνεργάτης και φίλος του Γεωργίου Μολφέτα και αναζητούσε επιπλέον στίχους για να εκφράσει τον ερωτικό καημό για την μετέπειτα σύζυγό του Ελένη Ιακωβάτου. Σύμφωνα με τα διασωθέντα κατάλοιπά του, που είναι αρκετά χειρόγραφα με τις ποιητικές του δημιουργίες, τις οποίες και μελοποίησε, στηρίχτηκε ακόμη και σε ποιητικές ανθολογίες της εποχής του για την εύρεση στίχων, τους οποίους και «έντυνε» με μελωδίες που ήταν επηρεασμένες από τα παλιά ληξουριώτικα άσματα, κυρίως από τις αριέττες. Πήρε το προαναφερόμενο άσμα, επέλεξε το αρχικό κομμάτι και τροποποιώντας το στιχουργικά, το εμπλούτισε με δικούς του στίχους και το εισήγαγε στη χορωδία του.
Θέλω ν’ αφήσω τον κόσμο ετούτονε,
να πάω να ζήσω σ’ ένα βουνό,
με τα χορτάρια της γης να τρέφομαι,
με τα λιοντάρια να πολεμώ.
Να’ χω για σύντροφο το φεγγαράκι,
τ’ άστρα, τα σύννεφα, τον ουρανό,
που φεύγω έρημος απ’ την καρδιά σου
να βασανίζομαι εν’ όσο ζω.
Το άσμα διατηρήθηκε στα στόματα όλων των παλαιοτέρων του Ληξουρίου, μεταφερόμενο από τους μαθητές του Δελλαπόρτα, κι από τους μετέπειτα κανταδόρους και αριετταδόρους, έως που το κατέγραψε μουσικά πρώτα ο Ληξουριώτης μαέστρος Νικόλαος Τσιλίφης και έπειτα φωνητικά και μουσικά, ο λαμπρός μουσικοσυνθέτης Κεφαλονίτης Αργύρης Κουνάδης και το εξέδωσε σε δίσκο βινυλίου με τον τίτλο «Κεφαλονίτικες αριέττες». Ο Αργύρης Κουνάδης δεν «πείραξε» μουσικά το άσμα, κράτησε όμως μόνο το πρώτο στιχουργικό μέρος του.
Βέβαια, υπάρχουν και μουσικές καταγραφές πριν από του Αργύρη Κουνάδη, πάνω σ’ αυτό το άσμα από τον σπουδαίο μαέστρο, Φώτη Αλέπορο, που έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. « Στέκονται» πιο κοντά στο αρχικό ύφος των παλιών Ληξουριωτών αριετταδόρων.
Το άσμα δημοσιεύτηκε φωνητικά σε αυθεντική ηχογράφηση σε ταβέρνα του Ληξουρίου, τραγουδισμένο το 1962 από την αριετταδόρικη παρέα του Αθανασίου Σταθάτου από τον Γεράσιμο Σωτ. Γαλανό, σε δίσκο ακτίνας που είχε τον τίτλο «Ληξουριώτικες καντάδες και αριέττες» έκδοση ΔΕΚΠΑ Δήμου Παλικής, 2001.
Επίσης, το άσμα αυτό αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες του ελλαδικού χώρου, που το ενέταξαν και στις δισκογραφικές τους εκδόσεις, (υπάρχουν στο διαδίχτυο), ως παραδοσιακό των Επτανήσων, όπως:
– Δίσκος «Νάνα Μούσχουρη και φίλοι» 2011 τραγούδια από τα Ελληνικά Νησιά (Παραδοσιακό των Επτανήσων).
– Αλίκη Καγιαλόγλου –Άλμπουμ «Αέρας φυσάει τα τραγούδια»
-Λουκιανός Κηλαηδόνης, 104 Μεγάλες επιτυχίες
– «Θέλω Ν’ Αφήσω Τον κόσμο Ετούτονε» Orchestra/ Discography
https://www.discogs.com/…/445262 Explore releases and tracks from “Θέλω Ν’ Αφήσω Τον ΚόσμοΕτούτονε” Orchestra at Discogs. Shop for Vinyl, CDs and more from “Θέλω Ν’ Αφήσω
Επιπλέον, σε πολλές παρεΐστικες καντοδόρικες και αριετταδόρικες συναντήσεις των παλιών Ληξουριωτών, τραγουδιόταν και άλλοι στίχοι, που ήταν παρμένοι επίσης από άλλο τραγούδι και που ταίριαζαν σε ερωτικού καημού τον πόνο. Έτσι, από το άσμα του Βαλαωρίτης «Ο Αποχαιρετισμός» (βλ. Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη), που το μελοποίησε ο Κεφαλονίτης συνθέτης Γεώργιος Λαμπίρης, οι Ληξουριώτες είχαν πάρει κάποιες ποιητικές στροφές και τις είχαν «κολλήσει» με την ίδια μουσική στο «Θέλω ν’ αφήσω τον κόσμο ετούτονε». Ίσως ήθελαν να συμπληρώσουν και να εκφράσουν πιο πολύ την ποιητική δύναμη του άσματος, λόγω που οι καιροί που τραγουδήθηκε με τα επιπρόσθετα ποιητικά μέρη, ήταν φορτωμένοι με πολέμους και πολιτικές αναταραχές, και οι αποχαιρετισμοί ήταν σύνηθες πράγμα.
Τα τρία τετράστιχα που είχαν «δανειστεί» από την ποιητική σύνθεση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο Αποχαιρετισμός» είναι τα κάτωθι:
«Φροσύνη μ’ έστειλαν να πάω στα ξένα
Να πάω στον πόλεμο μεσ’ τη φωτιά
Βγάλε απ’ τα χείλη σου τα’αγαπημένα
Δός μου για σύντροφο χίλια φιλιά
Ποιος ξέρει αγάπη μου μη τα φιλιά σου
Ψυχή μού δώσουνε κι’ αναστηθώ,
Κ’ έλθω σαν όνειρο στην αγκαλιά σου
Φροσύνη ο δύστυχος να κοιμηθώ.
Φροσύνη μ’ έστειλαν να πάω στα ξένα
Να πάω στον πόλεμο μέσ’ τη φωτιά,
Ποιος ξέρει η μοίρα μου τι έχει γραμμένα
Ψυχή μου, Φρόσω μου σ’ αφήνω γεια.»
Εν κατακλείδι, το Ληξουριώτικο άσμα «Θέλω ν’ αφήσω τον κόσμο ετούτονε» πάνω σε μουσικό μοτίβο ληξουριώτικης αριέττας, έγινε πλατύτερο άσμα, γνωστό πανελληνίως, με τις πρόσθετες ποιητικές στροφές του Τζώρτζη Δελλαπόρτα, που υπήρξε και ο «δημιουργός του άσματος» και τις «δανεισμένες» στροφές από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο Αποχαιρετισμός». Πέρασε στα μουσικά πεντάγραμμα σε όλη την ελληνική επικράτεια και αποτελεί μια όμορφη απλή μελωδία, που ντύνει το ποιητικό κείμενο «πονετικά και ρομαντικά» σε ρυθμούς ματζόρε.