“Η Ελεγεία των Εκβατάνων” του Κώστα Ευαγγελάτου
Πολιτισμός
23/04/2018 | 21:32

Μια χαρούμενη θλίψη πλημμύρισε το είναι μου σ’ αυτή την αρμονία στίχων και σχεδίων, αποθέωση μιας λυρικής φαντασίας που δεν έπαψε να δημιουργεί.

Εκείνο που εντυπωσιάζει από τους πρώτους στίχους είναι η αυτογνωσία του ποιητή και η συνειδητοποίηση της εσωτερικής ερημίας, της μοναξιάς: “Αχλύ της μοναξιάς/ πανσέληνος φόβου/ …ν’ αρμόσεις τα σπαράγματα/ με τη δροσιά του πρωινού/ να ράνεις τους λεκέδες/”. Όπως βλέπουμε η πίστη της κάθαρσης, της αισιοδοξίας συνυπάρχει με το μουντό κόσμο του σήμερα. Ακόμη πιο έντονα αξιοποιείται η ερημία κι η μοναξιά για την καθαρότητα του… πρωινού.

Αντιμέτωπος με την πρόσκαιρη επιτυχία των πολλών που μόνο την “αβεβαιότητα ψυχών” θέλει να κρύψει: “χειροκροτήματα ψευδή κι άγονες φόρμες/ αβεβαιότητα ψυχών/ με στίγματα μολύβδου”/, ο ποιητής οργίζεται και καταγγέλλει. Βέβαια αυτή η καταγγελία με τον ηρωισμό που την χαρακτηρίζει έχει το τίμημά της: “παίζοντας ζάρια με τους ποντικούς της γης./ –Αρχή του πένθους/ –Είσοδος του πόνου”. Το προσωπικό δράμα μετουσιώνεται σε σαρκασμό της πρόσκαιρης χαράς των παιγνίων. Μη φανταστείτε μ’ αυτό ότι ο Κώστας Ευαγγελάτος ομφαλοσκοπεί θρηνώντας τα προσωπικά του πάθια, όχι, αντιδρά με μια βαθειά τομή στη σύγχρονη πραγματικότητα: “Μετράς και τα μετράς κι ισολογίζεις/ τα άγρια συρίγματα των λύκων/ τη μολυσμένη θαλπωρή της στάχτης/ τα άροτρα της ρημαγμένης γης/ τα πέδιλα των νεαρών προσφύγων/ τα αμφιπρόσωπα είδωλα της σκέψης “. Συμβουλάτορα λοιπόν του εαυτού του μα και όλων των άλλων που τον συναντούν είτε στην εικαστική του έκφραση είτε στην ποιητική: “Σέρνεσαι και γλιστράς/ Δεν κράτησες τα λάβαρα…/ Σκόρπισες και τα λύτρα…/”. Συνδέεται με αυτό του το λόγο με τις βαθύτατες ρίζες του ελληνικού ουμανισμού.

Η προσωπική του δραματική εμπειρία στη ζωή τον εξόπλισε μ’ ένα αλάνθαστο ένστικτο αυτοέκθεσης στους συνανθρώπους του: “φωτιές και πίδακες της νιότης/ πατημασιές δειλές και κάμψεις/ της ανεπίδοτης οργής”. Της οργής δηλαδή που παραμένει πύρινος κεραυνός στα εσώψυχά του.

Αυτή του η πορεία προς τα συμβολικά Εκβάτανα, τον τόπο της αυτοεξορίας και της αυτοτιμωρίας. Πόσο θυμίζει τα Σούσα του Καβάφη, μ’ επίγνωση της αυτοδιάλυσης που περιγράφει σπαρακτικά: “μετράς με στύσεις τους ρυθμούς της οικουμένης/ βάζεις φωτιά στο τρίχωμα του φόβου/ χύνεις δροσιά που τρέφει/ το θηρίο της ειμαρμένης/. Και σ’ ένα άψογο δεκαπεντασύλλαβο αλλού επιβεβαιώνει αυτή του τη τραγωδία: “κάθε σου σκέψη ανάφλεξη/ στη κάννη που αστοχεί”. Αυτή του η αναγκαία συνύπαρξη με την τύρβη: “τρέχεις και ξύνεις φθείρες ενοχής” δεν τον απελπίζει αλλά: “ωκεανός εισβάλλει στη χαράδρα/ της μετρημένης άμμου της ζωής.”, παρά τη διαπίστωση πως “τριγμός του εαυτού σου/ που τρέμει τους ανθρώπους”. Ένα πρώτιστο στοιχείο της ποίησης του Ευαγγελάτου είναι ο λυρισμός του που αχαλίνωτος, κάποιες φορές, παραμένει σε εικαστικά γνώριμα μεγέθη: “Δακρύζεις στην εξέδρα της φυγής/ δύο ουράνια τόξα στη μαυρίλα/ στα βράχια με τα πεύκα και τα σκίνα/ χειμώνας της καρδιάς και της βροχής”. Αυτή η έμμετρη κωδωνοκρουσία που αγγίζει τη λυρική παράδοση μας αφήνει το ροδόσταμο ιαματικά στη ψυχή μας, μ’ όλο που ο ποιητής ομολογεί πως: “κοιμάσαι ακίνητος/ στις θυμωνιές της τέφρας”. Η ματαιότητα της απόδρασης δε βγάζει όμως πουθενά αφού: “μετακομίζεις στης απελπισίας το γκέτο/ …γίνεσαι άγαλμα στο κέντρο της πλατείας/ σήμα εκτόνωσης παιδιών κι αναρχικών/ δέχεσαι γλειφιτζούρια από μολότωφ./” Πόση σκληρότητα της ατομικής καταστροφής που απολιθώνεται στην αυταπάτη της άναρχης δράσης. Οι ιχνογραφήσεις της εφήμερης ικανοποίησης: “στροφές τριφασικές της συνουσίας/ σαθρό ψωμί των κβάντων της λαγνείας/ μελάνι πένθους σε σφραγίδες ενοχής”, καταλήγουν στην αποκάλυψη με μοναδική ειλικρίνεια των σπαραγμάτων της ζωής του και της ζωής μας.

Ο Κ. Ευαγγελάτος δε θέλει να κρύψει τίποτε, δεν έχει κρατούμενα μ’ ένα συνεχή συμβολισμό εκθέτει κι εκτίθεται μ’ απώτερο σκοπό μια λυρική εξέγερση. Μένει ο έρωτας που συχνά καταλήγει σ’ ενοχή, όμως αποτελεί για τον ποιητή τη μόνη ατομική απελευθέρωση, όμως σ’ αυτή την απελευθερωτική λειτουργία, δημιουργία θα έλεγα δεν πρέπει να έχουν θέση η ενοχή και η τύψη: “Η λογική σου άχρηστη/ στο γραφείο της ελπίδας./ Γερνάς και γέρνεις/ στο κενό του τεχνικού αιώνα/ με δόλια γραμμάτια/ σε στοιχειωμένες πόρτες/ με ηλεκτροφόρα μουσική/ επιθανάτιου ρόγχου/. Νοιώθεις πως ο ποιητής συνθλίβεται από τη γνώση μιας πραγματικότητας που δε θέλει μα που σ’ αυτήν υπάρχει και δημιουργεί. Δεν υπάρχει λύπη επομένως, αλλά θρίαμβος ζωής που ανεπαισθήτως η ποίηση εκθέτει χωρίς συχνά να το γνωρίζει και μένει σ’ εμάς να ξεκουκκίσουμε το σκληρό καρπό για να βρούμε την ψίχα επιδόρπιο της ψυχής μας. Δηλαδή δε θα πρέπει όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής να “φιμώνεις πόθους/ με σεμνά εφύμνια”. Σ’ αυτό βρίσκεται η ουσία της αγωνίας του Κ. Ευαγγελάτου που γνωρίζει και περιγράφει την τραγικότητα της προσωπικής μας κοινωνικής συμβατικότητας, ενώ η ελευθερία καρτερεί τη διαύγεια της αποδοχής μιας αλήθειας που οδηγεί στη λύτρωση και στην έμβια ευτυχία: “στους φθαρτούς αρχαγγέλους της σκέψης/ στο πνεύμα της αφής και της αγάπης/ τους ζήτησες τη διδαχή-εμφύτευμα ζωής./” Δε θα συμφωνήσουμε στην άποψη ότι: “στα κόκκινα οστέινα καλούπια/ άφατο σώμα σχηματίζει το μηδέν”, αφού στη φύση δεν πάει τίποτα χαμένο, η έμβια σκόνη αποτελεί λίπασμα για τα μελλοντικά επινίκεια φύτρα. Ο ίδιος εν τέλει εκεί θα καταλήξει: “Αλληγορία πτώσης/ σιτοβολώνας νιότης/ με ορτανσίες χαράς/ αύλιος έρωτας θωπεύει/ τα προλετάρια σώματα/ το σμήνος των καλύκων/ τα κάνιστρα της μάχης/ τα σκήπτρα της λαγνείας/ πλέγμα δυναμικό της ελεγείας/ που εκπορθεί το πένθος/.”

Τελικά σ’ αυτό το επώδυνο οδοιπορικό στο λυρικό και εικαστικό κόσμο του Κώστα Ευαγγελάτου αυτό που μας μένει σαν πικρόγλυκια γεύση είναι η αγωνία του να ξεφύγει από το σκοτεινό δάσος του πεπρωμένου με μια: “Αντιστασιακή ωδή στο θάνατο/ η γλώσσα της σκέψης προϋπάρχει”. Κρατάμε λοιπόν το φυλακτό της πνευματικότητας του ανθρώπου που ξεπερνάει συλλογικά τα πιο δύσκολα οδοφράγματα και αναδείχνεται μ’ αυτό νικητής της τέφρας και της φθοράς.

Γιάννης Παπαοικονόμου,

Δρ. Αρχαιολογίας και Ιστορίας της τέχνης, Ποιητής, Συγγραφέας

eKefalonia
eKefalonia
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ