Η πρόσφατη πολιτική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και η συνακόλουθη ψήφιση του τρίτου Μνημονίου από την ελληνική Βουλή φέρνει και πάλι στο προσκήνιο την παλαιά συζήτηση για τη «συντηρητική στροφή των εργατικών κομμάτων» ή πιο «προβοκατόρικα» την «πασοκοποίηση»/κρατικοποίηση του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Κατά την άποψή μας η επανάληψη της συντηρητικής στροφής του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και σε μικρό χρονικό διάστημα, συνιστά μια μεγάλη μετατόπιση για το ελληνικό κομματικό σύστημα και μια καθοριστική δημοκρατική υποχώρηση, που οργανώνει τη μετάβαση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε ένα άλλο πολιτικό παράδειγμα.
Το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα στην Ελλάδα λειτούργησε με βάση κάποια χαρακτηριστικά που προσεγγίζουν το πρότυπο του κόμματος μαζών:
α) την οικοδόμηση μιας συνεκτικής και πολυπληθούς μαζικής οργάνωσης.
β) Την προσπάθεια περιορισμού της ισχύος της κοινοβουλευτικής ομάδας μέσω του ελέγχου της από τον παράγοντα «κόμμα» και τις συλλογικές του διαδικασίες.
γ) Την προσπάθεια για νομιμοποίηση της ισχύος του ηγέτη στην κομματική δομή.
δ) Την ανάδειξη του κομματικού θεσμού ως βασικού διαύλου πολιτικής συμμετοχής και κινητοποίησης.
Το κόμμα-υπόδειγμα της συγκεκριμένης πολιτικής μορφής ήταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αναδείχτηκε σε ηγεμονικό κόμμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Το πάλαι ποτέ κραταιό Κίνημα κατόρθωσε να συνδυάσει τον δυναμισμό της κομματικής ανάπτυξης με την εκλογική δυναμική, επιτυγχάνοντας έτσι την παραμονή του στην κυβέρνηση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ταυτόχρονα αποτέλεσε και πρότυπο πολιτικής, οργανωτικής και κυβερνητικής πρακτικής, το οποίο υιοθέτησε και η Ν.Δ. κατά τη δεκαετία του 1980.
Ετσι, ενώ κατά τη δεκαετία του 1980 το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Α. Παπανδρέου κατέστη ο βασικός πολιτικός εκπρόσωπος της «Αλλαγής», κατά την ίδια αντιστοιχία τη δεκαετία του 1990, υπό την ηγεσία του Κ. Σημίτη, κατέστη ο βασικός πολιτικός εκπρόσωπος του εγχειρήματος του εξευρωπαϊσμού.
Ο συνδυασμός των συγκεκριμένων προταγμάτων με τον παράγοντα «οργανωμένο κόμμα» κατάφεραν να διασφαλίσουν και να αναδείξουν το ΠΑΣΟΚ ως ηγεμονικό κόμμα μέσω της διασφάλισης της αποτελεσματικής νομιμοποίησης και της εδραίωσης αυτών των σύνθετων διαδικασιών.
Επίσης ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας για να εξηγηθεί η ίδρυση, η ανάπτυξη, η εξέλιξη και τελικά η πτώση του ΠΑΣΟΚ είναι να συσχετιστεί η σχέση του κόμματος με το κράτος ή καλύτερα με τη στρατηγική του κράτους.
Ετσι η υλοποίηση της στρατηγικής του κράτους, η οποία κάθε φορά συνίσταται στην αναπαραγωγή των δεδομένων σχέσεων εξουσίας σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, περνούσε μέσα από την αξιοποίηση των ίδιων στοιχείων που καλλιέργησε το ΠΑΣΟΚ.
Το «κίνημα» που γεννήθηκε μέσα στην κοινωνία κατέληξε κόμμα του κράτους, κατέστη δηλαδή ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός μηχανισμός νομιμοποίησης των κρατικών προταγμάτων που επέδειξε έως το 2012 αξιοσημείωτη πολιτική και εκλογική ανθεκτικότητα.
Ολα αυτά τα στοιχεία κατοχυρώνουν τον ηγεμονικό χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ στη Μεταπολίτευση και εξηγούν ώς ένα βαθμό και την πρόσφατη παρακμή του.
Ετσι όταν το 2009 το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται στην κυβέρνηση, έρχεται αντιμέτωπο από τη μία πλευρά με τις προεκλογικές υποσχέσεις του που αναφέρονταν σε μια λογική ήπιας αναδιανομής και από την άλλη πλευρά με την άσχημη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε στις ΗΠΑ το 2007 και επεκτάθηκε σε διεθνές επίπεδο.
Η επιλογή για την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου, με το οποίο εισάγεται ένα πρόγραμμα σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, καταδεικνύει το ότι η πολιτική ατζέντα καθορίζεται αποφασιστικά πλέον από τις κρατικές αναγκαιότητες -και από την ελλειμματικής δημοκρατικής νομιμοποίησης τρόικα- ενώ το οργανωμένο κόμμα παρακάμπτεται, ώστε να μην υπάρξουν εσωκομματικές αντιδράσεις που θα υπονόμευαν τη συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή.
Οι κυβερνητικές υποθέσεις πλέον αυτονομούνται πλήρως όχι μόνο από το κόμμα, αλλά και από το Κοινοβούλιο του οποίου η νομοθετική λειτουργία αποδυναμώνεται με την εκχώρηση στον υπουργό Οικονομικών του δικαιώματος να υπογράφει τις αναθεωρήσεις του Μνημονίου χωρίς κοινοβουλευτική επικύρωση.
Οι επιλογές αυτές σε συνδυασμό με τη κυβερνητική συμμαχία με Ν.Δ. και ΛΑΟΣ στερεί το ΠΑΣΟΚ από κρίσιμα κοινωνικά ερείσματα και το οδηγεί σε μια πρωτοφανή εκλογική ήττα τον Μάιο του 2012.
Είναι πλέον η εποχή όπου στην ελληνική κοινωνία κυριαρχεί η νέα διαιρετική τομή «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» που φαίνεται ότι αντικαθιστά την «παραδοσιακή» δεξιά-αντιδεξιά διαιρετική τομή της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Επιπλέον, στον βαθμό που μετεκλογικά επιλέγεται η λειτουργία του κόμματος αποκλειστικά διαμέσου της Κ.Ο., οργανώνεται το οριστικό τέλος του ΠΑΣΟΚ ως εκλογικά κυρίαρχου και πολιτικά ηγεμονικού κόμματος στο ελληνικό κομματικό σύστημα.
Μια παρόμοια πολιτικο-οργανωτική τροχιά φαίνεται να ακολουθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση η εν λόγω μετάλλαξη αφορά ένα κόμμα το οποίο κατέλαβε τον πολιτικό χώρο που έλεγχε το ΠΑΣΟΚ και φιλοδόξησε να λειτουργήσει ως πολιτική άρνηση της συγκεκριμένης πορείας «συντηρητικοποίησης».
Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική του κυριαρχία στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, τις οποίες και κέρδισε στη βάση ενός προγράμματος που προέβλεπε ακύρωση των μνημονιακών νόμων και απόκρουση των πολιτικών λιτότητας, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εκ βάθρων αντιστροφή προσανατολισμού.
Είναι προφανές ότι η υπερψήφιση του τρίτου Μνημονίου, η νέα αφήγηση που προτάσσει η ηγετική ομάδα του κόμματος, αλλά και η συνολική ενδοκομματική μεθόδευση για τη νομιμοποίηση θυμίζουν σε υπερβολικό βαθμό το 2010 και τις αντίστοιχες κινήσεις του Γ. Παπανδρέου για την προώθηση του πρώτου Μνημονίου.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
•την αντίληψη του Μνημονίου ως «μονόδρομου» και ως μόνης λύσης για τη «σωτηρία της χώρας»·
•τη νομιμοποίηση της νέας συμφωνίας αποκλειστικά στο Κοινοβούλιο·
•τον πλήρη αποκλεισμό της συλλογικότητας του κόμματος από τη λήψη των αποφάσεων·
•την εργαλειακή αντίληψη των θεσμών η οποία επιτείνει την προϊούσα κρίση νομιμότητας·
•την απόλυτη διάσταση προεκλογικών εξαγγελιών και κυβερνητικής πρακτικής·
• τη «δαιμονοποίηση» της άποψης που αμφισβητεί τη λογική του μονόδρομου.
Ολα αυτά βέβαια στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αποκτούν και ένα άλλο περιεχόμενο αν λάβουμε υπ’ όψιν και το δραματικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, κατά το οποίο ο ελληνικός λαός ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία «ΟΧΙ» στη λιτότητα και στα Μνημόνια, με capital controls και με πίεση από ξένους παράγοντες, ιδιωτικά ΜΜΕ και επιχειρηματικά συμφέροντα.
Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για ακόμα μια υποταγή του παράγοντα «κόμμα» στις κρατικές αναγκαιότητες και στον ευρωπαϊκό πολιτικό συσχετισμό που παράγει αδήριτους περιορισμούς για την άσκηση αυτόνομης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο.
Η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί το τέλος του πολιτικού υποκειμένου «ΣΥΡΙΖΑ», έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε στην ουσία την τελευταία πενταετία και βασίστηκε στην αλληλοδιείσδυση κόμματος και κοινωνικών κινημάτων, στη συγκρότηση του αντιμνημονιακού μετώπου, στην εκπροσώπηση των «χαμένων» των μνημονίων, στην ανάγκη επανάκαμψης της κοινωνίας στην πολιτική και στην ενδυνάμωση της δημοκρατίας.
Σηματοδοτεί επίσης και το τέλος της Μεταπολίτευσης, τουλάχιστον εκείνου του θετικού κεκτημένου που ο ΣΥΡΙΖΑ επεχείρησε να υπερασπιστεί, όπως και των κομματικών οργανώσεων ως οργανωμένων συλλογικοτήτων που λειτουργούσαν ως τόπος νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών.
Το δε «πολιτικό κεφάλαιο» του Αλ. Τσίπρα, που υπερβαίνει την επιρροή της συλλογικότητας «ΣΥΡΙΖΑ», επιβεβαιώνει τη γενικότερη τάση για «προεδροποίηση» του ελληνικού κομματικού συστήματος και μας υπενθυμίζει την ανάλυση του σπουδαίου πολιτικού επιστήμονα Πίτερ Μέιρ για μια «δημοκρατία δίχως κόμματα».
Μιας δημοκρατίας δηλαδή πολιτικών στελεχών και παραγόντων που διαχειρίζονται τον ίδιο πολιτικό μονόδρομο και επιτυγχάνουν τη συναίνεση ανάμεσα στις διαφορετικές κομματικές γραμμές.
Στο πλαίσιο αυτό η εύκολη και ταχεία «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία τόσο ξόρκιζαν τα στελέχη του τελευταίου πριν από το 2015, καταλήγει μια συνθήκη όχι απλώς ήττας, αλλά ολοκληρωτικής υποχώρησης, που υπενθυμίζει σε όλους μας ότι μια Αριστερά χωρίς θεωρία για το κράτος είναι μια Αριστερά που έχει ήδη ηττηθεί προτού καν αναλάβει την κυβέρνηση.
* Ο Κώστας Ελευθερίου είναι υπ. διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
**Ο Χρύσανθος Δ. Τάσσης διδάσκει Πολιτική Κοινωνιολογία στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Είναι συγγραφείς του βιβλίου «ΠΑΣΟΚ: Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος», εκδόσεις Σαββάλας.