Ήταν Γενάρης του 1970. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και όσο το ημερολόγιο μαδούσε τόσο ένιωθα τον ψυχολογικό μου κόσμο να στροβιλίζεται ανεξέλεγκτα.
Πλησίαζε η μέρα που θα εγκατέλειπα ότι είχα αγαπήσει για να αρχίσω το μεγάλο μου ταξίδι προς το νότο, την Αυστραλία. Εκεί που θα κυνηγούσα τα όνειρά μου.
Ήταν ένας όμορφος ηλιόλουστος Γενάρης.
Από μέρες είχα αρχίσει να αποχαιρετώ συγγενείς, συμμαθητές και φίλους.
Κάθε μέρα έκανα ατελείωτες βόλτες σε κάθε γωνιά της πατρώας γης, σε κάθε σημείο της πόλης που είδα το φως της ζωής, το Αργοστόλι, λες και ήθελα να αποτυπώσω όσο πιο έντονα γίνεται το κάθε τι, για να το κουβαλήσω μαζί μου και να μου δίνει κουράγιο στις δύσκολες στιγμές που θα αντιμετώπιζα.
Ένιωθα χαρά και λύπη μαζί. Χαρά γιατί θα άνοιγα τα φτερά μου για το ταξίδι που θα με πήγαινε σε μια χώρα φιλόξενη και ευημερούσα, λύπη γιατί θα άφηνα πίσω ένα κομμάτι μου. Την οικογένειά μου, τους φίλους, τον τόπο μου.
Η τελευταία μου νύκτα πριν το ταξίδι για την Αθήνα, απ’ όπου θα έπαιρνα το αεροσκάφος της QANTAS, ήταν η πιο δύσκολη. Οι γονείς μου με ψεύτικα χαμόγελα προσπαθούσαν να κρύψουν τη θλίψη τους. Τα μικρότερα αδέλφια μου έβλεπαν τη βαλίτσα μου έτοιμη και με ρωτούσαν πότε θα γυρίσω. Σύντομα, τους έλεγα. «Δηλαδή την άλλη εβδομάδα» με ρώτησε κάποια στιγμή ο μικρός μου αδελφός. «Ίσως λίγο παραπάνω» του είχα αποκριθεί.
Αυτό το «λίγο παραπάνω» αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι ήταν κάμποσα χρόνια!
Ήταν μια νύκτα ατέλειωτη. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου δεν είχε κλείσει μάτι.
Όλα φαίνονταν μαύρα και άραχνα. Ακόμα και ο καιρός είχε αλλάξει διαθέσεις. Έβρεχε και έκανε τσουχτερό κρύο.
Πρωί πρωί πήραμε ταξί για το σταθμό λεωφορείων του ΚΤΕΛ που τότε ήταν στην κεντρική αγορά. Όσα μέλη της οικογένειας δε χωρούσαν ήρθαν με τα πόδια. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη. Είχε έρθει για να με αποχαιρετήσει ο παιδικός μου φίλος Γεράσιμος Φωκάς, ο μετέπειτα παπάς των φτωχών και μακαριστός Επίσκοπος Κεφαλλονιάς.
«Δεν μπορούσα να μην έρθω, αφέντη μου. Ήθελα να σε κατευοδώσω… Να’ χεις καλή τύχη. Θα προσεύχομαι για σένα» μου είχε πει με εκείνο το πλατύ, καλοσυνάτο χαμόγελο του. Τη σκηνή αυτή κουβάλησα μαζί μου στην μακρινή Αυστραλία μαζί με τις ευχές του αξέχαστου φίλου. Κάθε φορά που υψωνόταν ένα εμπόδιο μπροστά μου τη σκηνή αυτή έφερνα στο νου και έπαιρνα δύναμη.
Μετά τους δύσκολους και φορτισμένους συναισθηματικά αποχαιρετισμούς μπήκα στο λεωφορείο που σε λίγα λεπτά άρχισε το ταξίδι για την Αθήνα.
Όσο το λεωφορείο απομακρυνόταν από το Αργοστόλι με προορισμό τη Σάμη, τόσο με κυρίευαν συγκρουόμενα συναισθήματα. Η θλίψη για αυτά που άφηνα πίσω και η αδημονία για τις προκλήσεις που θα αντιμετώπιζα στους μακρινούς Αντίποδες.
Όταν φθάσαμε στην απέναντι άκρη της μεγάλης πέτρινης γέφυρας που συνδέει τις δύο πλευρές του μεγάλου κόλπου της πρωτεύουσας της Κεφαλλονιάς, έριξα μια τελευταία ματιά στην πόλη που έκανα τα πρώτα μου βήματα και έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου να γυρίσω και να ξαναζήσω στον τόπο μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήταν μια υπόσχεση που η ζωή δεν μου επέτρεψε να τηρήσω σε ότι αφορά τον χρονικό της προσδιορισμό, το «γρήγορα». Επέστρεψα μετά από σαράντα και πλέον χρόνια!
Ο δρόμος για τη Σάμη από όπου το οχηματαγωγό θα μας μετέφερε στην Πάτρα ήταν γεμάτος εμπόδια! Στη διάρκεια της νύκτας είχε χιονίσει στα βουνά και το οδόστρωμα ήταν ολισθηρός. Ένα ταξίδι 45 λεπτών χρειάστηκε κοντά δύο ώρες λες και τα συναισθήματά μου πατούσαν το φρένο του λεωφορείου…
- Η συνέχεια την άλλη εβδομάδα.
Γιώργος Μεσσάρης
ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Το Αργοστόλι με τη Γέφυρα Δεβοσέτου (Ντε Μποσέτ). Mε μήκος 689,9 μέτρα, είναι η μεγαλύτερη πέτρινη γέφυρα πάνω από τη θάλασσα στον κόσμο. Διασχίζοντάς την άρχιζε το ταξίδι μου προς τους Αντίποδες, πριν πενήντα ολόκληρα χρόνια.