Για άλλο έψαχνα και άλλο βρήκα!
Και αυτό που βρήκα ξεχασμένο σε ένα συρτάρι ήταν ένα ανεκτίμητο κειμήλιο από τα χρόνια που υπηρέτησα την πατρίδα. Ήταν αυτό το ανεκτίμητο κειμήλιο που άνοιξε το σεντούκι των αναμνήσεων μου από το πέρασμά μου από το Πολεμικό Ναυτικό.
Ήταν τέτοιες μέρες του μακρινού 1969 όταν πήρα απολυτήριο από το Ναυτικό Στρατολογικό Γραφείο Πειραιά (ΝΣΓΠ), στη Φρεαττύδα, έχοντας δώσει στην πατρίδα δύο χρόνια, δύο μήνες και κάτι μέρες από τη ζωή μου.
Είχα καταταγεί στο Ναυτικό τον Οκτώβριο του 1967, μια περίοδο που… «μεσουρανούσε» η χούντα των συνταγματαρχών.
Μετά τις σαράντα μέρες της βασικής εκπαίδευσης στο Στρατόπεδο Παλάσκα βρέθηκα στο ΝΣΓΠ όπου είχαμε κοινό προαύλιο με το Ναυτοδικείο, το Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς και την Ανώτατη Υγειονομική Υπηρεσία Ναυτικού.
Τί να πρωτοαναφέρω από την πλημμυρίδα των αναμνήσεων που ξεχύθηκε από το σεντούκι.
Σαν ναύτης διαχειριστής (αυτή ήταν η ειδικότητά μου) υπηρέτησα στο ίδιο τμήμα με τον πολύ γνωστό Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ναι αυτόν που χρόνια μετά παντρεύτηκε τη Γιάννα.
Ήμασταν όλοι ναύτες που υπηρετούσαμε σε γραφείο και πολύ σπάνια κάναμε νυκτερινές βάρδιες. Στις δυόμιση το μεσημέρι σχολούσαμε και πηγαίναμε σπίτι μας.
Δεν θα ξεχάσω, όμως, ποτέ μια από αυτές τις βάρδιες που έκανα στην κεντρική πύλη από τα μεσάνυκτα μέχρι τις 4 το πρωί, έχοντας ανά χείρας ένα ημιαυτόματο Τόμσον.
Ήταν Δεκέμβρης του 1967. Το αντιπραξικόπημα του τότε βασιλιά Κωσταντίνου, που είχε στο πλευρό του το Πολεμικό Ναυτικό, κατέρρεε.
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα άκουσα ένα θόρυβο από τη μεριά του Μικρολίμανου που συνεχώς γινόταν πιο έντονος. Πέντε λεπτά αργότερα απέναντι από την Κεντρική Πύλη στάθμευε ένα τανκ ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ 48, από τα πλέον βαριά της εποχής, και έστρεψε το κανόνι προς το μέρος μου.
Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας, ένας γιατρός με το βαθμό του υποπλοίαρχου, μου είχε δώσει την εντολή που και ο ίδιος είχε πάρει: «ΜΟΝΟ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΝΑΥΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ».
Βρισκόμουν, λοιπόν, εγώ, οπλισμένος με ένα ημιαυτόματο, απέναντι σε ένα τανκ!
Επικοινώνησα αστραπιαία με τον Αξιωματικό Υπηρεσίας, που κοιμόταν στο κτήριο του Νοσοκομείου. Σήκωσε το τηλέφωνο αμέσως, εμφανώς αγουροξυπνημένος και με έντονο τόνο ανησυχίας στη φωνή του μου λέει:
– Τί συμβαίνει;
Με αρκετή δόση χιούμορ, που δεν με είχε εγκαταλείψει παρά την κρισιμότητα της στιγμής, του είπα:
– Κύριε υποπλοίαρχε, να τού ρίξω;
– Να ρίξεις σε ποιόν, ρε Μεσσάρη;
– Στο τανκ που θρονιάστηκε έξω από την πύλη…
Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε. Χωρίς να το καταλάβω το Αξιωματικός Υπηρεσίας ήταν δίπλα μου με τις πιτζάμες!
Βέβαια δεν έπεσε ούτε ένα σμπάρο. Το τανκ έμεινε στη θέση του μέχρι το πρωί όπου και μαθεύτηκε ότι το βασιλικό αντιπραξικόπημα είχε άδοξο τέλος. Η Ελλάδα επέστρεφε στην ανώμαλη… «ομαλότητα»!
Το χείμαρρο των αναμνήσεων που προκάλεσε το κειμήλιο που μετά από πολλά χρόνια είδε και πάλι το φως, θα συνεχίσω μια άλλη φορά.
Το κειμήλιο είναι από την προτελευταία μου μέρα στο Ναυτικό. Ένας συνάδελφος και αγαπημένος φίλος, ο Μιχάλης Σκιαδόπουλος, καταξιωμένος καλλιτέχνης, ζωγράφισε, μέσα σε δύο λεπτά, πάνω στη ναυτική φανέλα που φορούσα αυτά που βλέπετε.
Σήμερα, δημοσιεύω τη φωτογραφία αυτής της φανέλας στη μνήμη ενός ταλαντούχου ζωγράφου, ενός υπέροχου ανθρώπου, του αξέχαστου φίλου Μιχάλη που έφυγε πολύ νωρίς.
Σε ευχαριστώ για τις όμορφες αναμνήσεις, Μιχάλη.
Γιώργος Μεσσάρης