Με τη σκιά της πανδημίας να βαραίνει, επί σχεδόν δύο χρόνια, την κοινωνική ζωή μας, είναι λογικό τα ζητήματα που αφορούν στην αντιμετώπισή της, να προκαλούν προβληματισμό, συζητήσεις, ακόμη και αντιπαραθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, φαινόμενα όπως η παραπληροφόρηση, η συνωμοσιολογία, η διατύπωση αντιεπιστημονικών απόψεων από τους επί παντός επιστητού επαΐοντες, είναι μάλλον αναμενόμενα. Και αυτό, γιατί η υπερπληροφόρηση αλλά και η απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, την οποία μας παρέχει το διαδίκτυο και, ιδίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδεύεται, δυστυχώς, από τέτοιου είδους φαινόμενα.
Μολονότι τέτοια φαινόμενα αντιμετωπίζονται πλέον ως τετριμμένα, εντούτοις, τα πρόσφατα γεγονότα αναδεικνύουν ένα διαφορετικό και άκρως σοβαρό ζήτημα. Η δημιουργία οργανωμένων ομάδων, με συγκεκριμένο, όπως φαίνεται, ιδεολογικό υπόβαθρο, και η ανάπτυξη από αυτές δράσεων, όπως το κάψιμο βιβλίων, η εισβολή σε νοσοκομεία και σχολεία, ο προπηλακισμός γιατρών και δασκάλων και, εσχάτως, η βιαιοπραγία, δε συνιστά μία ακόμη συνηθισμένη μορφή διαμαρτυρίας ή αντίδρασης αλλά κάτι πολύ σοβαρότερο.
Είναι προφανές ότι κάποιοι επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την παρούσα συγκυρία, προκειμένου να αποκομίσουν οφέλη. Ποιοι είναι αυτοί οι «κάποιοι»; Οι θεματοφύλακες του φασισμού. Και ποια τα «οφέλη» στα οποία αποβλέπουν; Να αναδυθούν στον αφρό. Θεωρούν ότι μπορούν να αποκτήσουν κάποιο έρεισμα στην κοινωνία και, μέσω αυτού, επιζητούν βήμα στον δημόσιο διάλογο για να διατυπώνουν τη ρητορική του μίσους και του διαχωρισμού. Το θέμα είναι αν υπάρχουν ευήκοα ώτα. Φοβάμαι πως ναι. Όχι γιατί μέσα στην κοινωνία υπάρχει ένα ενεργό και οργανωμένο φασιστικό κίνημα. Αλλά γιατί, δυστυχώς, υπάρχουν συμπολίτες μας, οι οποίοι, υπό το βάρος κάποιων κοινωνικών περιστάσεων, είναι πιο επιρρεπείς στο να παρασυρθούν από μία τέτοια ρητορική, η οποία, τις περισσότερες φορές είναι κεκαλυμμένη.
Πριν λίγα χρόνια, το πολιτικό σύστημα πανηγύριζε για το κατόρθωμά του να αποβάλει από τους κόλπους του τη Χρυσή Αυγή. Ωστόσο, θύλακες φασισμού συνεχίζουν να επιβιώνουν στην κοινωνία μας. Και αυτό γιατί ο φασισμός διαθέτει προσαρμοστικότητα. Δεν είναι απαραίτητο να εκδηλώνεται διαρκώς με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, μέσω «ταγμάτων εφόδου». Μπορεί να ενυπάρχει στο πλαίσιο της κοινωνική δράσης και να εκτρέφεται από ατομικές ή και συλλογικές πρακτικές, συμπεριφορές, νοοτροπίες. Η πολιτεία οφείλει να βρίσκεται σε επαγρύπνηση και να θωρακίζει τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας. Σχετική υποχρέωση φέρει και ο κάθε πολίτης ξεχωριστά, ο οποίος, όχι μόνο δεν πρέπει να ανέχεται τέτοια φαινόμενα αλλά οφείλει να τα καταγγέλλει. Καθοριστικής σημασίας, όσον αφορά αυτό το ζήτημα, είναι ο βαθμός κοινωνικής ευαισθησίας. Κατά πόσον, δηλαδή, ο καθένας μας χωριστά αλλά και όλοι μαζί ως κοινωνία αντιδρούμε απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα. Εξάλλου, η κοινωνική μας δράση αντανακλά τον βαθμό της δημοκρατικής μας ευαισθησίας και τι είδους θεματοφύλακας είναι ο καθένας από εμάς.
Γιάννης Μπονάνος
Δικηγόρος
Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής