Γράφει ο Γεράσιμος Γαλανός
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Magazin Kefalonitis»
στις 8 -9- 2011. Στην παρούσα δημοσίευση αλλάζει απλά ο ρηματικός χρόνος.
Με την ανάπτυξη της τεχνολογικής εξέλιξης, ιδίως με τη χρησιμοποίηση των γεωργικών μηχανημάτων και μέσων μεταφοράς, βενζινοκίνητων και ηλεκτροκίνητων, παραμερίστηκαν πολλές παραδοσιακές εργασίες και ασχολίες, λόγω που αντικαταστάθηκαν τα χέρια με τα σύγχρονα εργαλεία, τα οποία όλο και βελτιώνονται, για την καλύτερη και ευκολότερη εξυπηρέτηση του ανθρώπου.
Ιδίως, χάθηκαν τα ζώα μεταφοράς και δουλειάς, τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τη θέση τους πήραν τα τρακτέρ, οι φρέζες και τα φορτηγά, αλλάζοντας έτσι τον τρόπο ζωή και εργασίας των γεωργών, των μεταφορέων και κτηνοτρόφων.
Μια παραδοσιακή εργασία που έχει χαθεί, ήταν και το επάγγελμα του σαγματοποιού, του σαμαρά, όπως το λέει ο απλός λαός. Κύριο έργο του σαγματοποιού ήταν να φτιάχνει σαμάρια, και ορισμένοι από αυτούς γνώριζαν και να πεταλώνουν τα ζώα. Οι σαγματοποιοί κατασκεύαζαν σαμάρια, σέλλες, χαλινάρια, καπίστρια, λαιμαριές, πισινέλες και άλλα εξαρτήματα για τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Επιδιόρθωναν τα σαμάρια αλλά και όλα τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν για τα ζώα. Το σαμάρι χρησίμευε ως κάθισμα του αναβάτη και για να μπορούν να στερεώνουν πάνω του διάφορά αντικείμενα
Παλιοί σαγματοποιοί στο προσεισμικό Ληξούρι αναφέρονται σύμφωνα με τους εκλογικούς καταλόγους οι : Βουτσινάς Καντηλιώρος Γεράσιμος του Παναγή, Βουτσινάς Καντηλιώρος Χαράλαμπος του Γερασίμου, Βουτσινάς Καντηλιώρος Κοσμάς, Σοφιανός Δημήτριος-Μαρίνος του Νικολάου που ήταν ένας από τους αδελφούς Σοφιανού, οι οποίοι είχαν και το πεταλωτήριο ζώων , και, στα 1910 αναφέρεται ο Ρόκης Σπυρίδων του Γεωργίου.
Από πριν το σεισμό αλλά και μετά στο μετασεισμικό Ληξούρι την τέχνη του σαγματοποιού συνέχισε, λόγω της οικογενειακής κληρονομιάς, για πολλές δεκαετίες ο Γεράσιμος Αγγέλου Βουτσινάς, έχοντας στη νότια πλευρά του Ποταμιού της πόλης, το εργαστήριό του.
Τώρα τελευταία, ο Γεράσιμος Βουτσινάς είχε εγκαταλείψει τη τέχνη να φτιάχνει σαμάρια, και όπως έλεγε ο ίδιο, σπάνια να του τύχει τέτοια περίπτωση εργασίας.
Θυμόταν την κάθε λεπτομέρεια αυτής της βιοποριστικής εργασίας, του σαγματοποιού και μιλούσε με καμάρι γι’ αυτήν. Πληθωρικός όπως ήταν μου εξιστόρησε το 2001 το κάθε βήμα της κατασκευής του σαμαριού.
Όπως μου είπε χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι κατάλληλο δέρμα και το βούτημα (το υλικό που με αυτό θα γιόμιζε το στρώμα). Επίσης κάποιο υλικό, όπως καπίστρια τα οποία τα αγόραζε από τον φάβρο (σιδερά).
Η διαδικασία που ακολουθούσαν ιδίως οι παλαιότεροι ήταν:
Το κόψιμο των ξύλων.
Κατάλληλα ήταν τα ξύλα από: πλατάνι, μουριά, συκιά. Όταν θα κόβονταν τα ξύλα έπρεπε το φεγγάρι να ήταν στη χάση του και εποχή, που δεν κυκλοφορούσαν πολλοί χυμοί στα δέντρα, δηλαδή Φθινόπωρο, γιατί αλλιώς τα ξύλα σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 40 εκατοστών για τα μπροστάρια ή μπροστάλια, και σε κομμάτια μήκους 60 εκατοστών. Για τα πιστάρια διάλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκατοστών και για τις δόγες ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και μήκους 70 εκατοστών. Αφού ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ επίπονη εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, που στη μία άκρη είχε μια μεγάλη μέγγενη. Στη μέγγενη στερέωναν το ξύλο όρθια για να το σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη. Ο καταρράκτης είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση τη λεπίδα με μεγάλα δόντια. Μπορούσαν να το δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί, ο ένας από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των μπροσταριών γιατί ήταν χοντρά. Χρειαζόταν πολλή δύναμη και τέχνη γιατί έπρεπε τα φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων για τις δόγες, γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό ήταν πιο λεπτό. Αφού είχε προηγηθεί αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το φτιάξιμο του σαμαριού.
Η κατασκευή του σαμαριού
Ο σαγματοποιός έπρεπε να πάρει μέτρα στο ζώο που του έφερναν για να φτιάξει το σαμάρι. Ανάλογα το μέγεθος του ζώου υπολόγιζε το σαμάρι. Δηλαδή, το άνοιγμα της κοιλιάς του σαμαριού ήταν ανάλογο με το σώμα του ζώου. Το σαμάρι αποτελείτο από έναν ξύλινο σκελετό, που σε πολλά μέρη τον λένε –αστράβη- και από δυο προσκέφαλα, τη λεγόμενη στρωματιά.
Ο νοικοκύρης πήγαινε προηγουμένως το ζώο του στον σαμαρά, που αυτός έπαιρνε τα μέτρα για να μπορέσει να φτιάξει το σαμάρι.
Ξεκινούσε με το φτιάξιμο του ξύλινου σκελετού από το μπροστάρι ή μπροστάλι. Τα απαραίτητα εργαλεία ήταν: το σκερπάνι που ήταν τριών ειδών (κουφοσκέρπανα, το στενό και το δράπανο), ξυλοφάι, τα σκαρπέλα, το ροκάνι και η ράσπα,. ο ξυλοφάγος, το χειροκίνητο τρυπάνι (ματικάπι), ο κόπανος (ξύλινο σφυρί-ματσόλα), οι τανάλιες, η λίμα, η χοντρή βελόνα, η σακοράφα, η λεπτή βέργα (ο σαμαροπήχης) με την οποία έπαιρνε τα μέτρα του ζώου.
Έπρεπε να φτιάξει το μπροστάρι και για κάθε μέγεθος χρησιμοποιούσε ένα πατρόν ή ένα δείγμα ξύλινο, το οποίο γινόταν οδηγός κατασκευής. Το μπροστάρι το έφτιαχνε με δυο φύλλα , τα οποία τα συνέδεε με ξύλινους πύρους. Χρησιμοποιούσε τσέρκια για τη συνδεσμολογία όπου χρειαζόταν και έπειτα ακολουθούσε η κατασκευή του πισταριού, σε ανάλογο μέγεθος με το μπροστάρι.
Η κατασκευή του πισταριού ήταν ποιο δύσκολη, λόγω που έπρεπε τα δυο φύλλα να τα συνδέσει θηλυκωτά. Με το χειροπρίονο χάρασσαν από τις δύο μεριές των φύλλων σε βάθος 1,5 εκατοστό και μετά με το σκεπάρνι αφαιρούσαν ότι είχε χαράξει το πριόνι και μετά γινόταν η σύνδεση με πολλή προσοχή.
Δόγες χρησιμοποιούσαν δύο ζευγάρια ίσιες και ένα ζευγάρι με ελαφριά καμπύλη. Για να πάρει αυτό το σχήμα ζέσταιναν τη δόγα στη φωτιά και τοποθετούσαν στη μέγγενη το ένα άκρο και το άλλο άκρο με σχοινί το λύγιζαν για να πάρει το κατάλληλο σχήμα. Υπήρχε όμως και ένα ειδικό ξύλινο εργαλείο, η μπίγκα, που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο. Μετά άνοιγαν από τρεις επιμήκεις τρύπες σε κάθε φύλλο του μπροσταριού και του πισταριού για να τοποθετηθούν οι δόγες.
Αφού στερεώνονταν άρχιζε το τρίψιμο με το ξυλοφάι, ύστερα με το γυαλί και τέλος με ψιλό γυαλόχαρτο. Τις δόγες πολλές φορές τις είχαν πλανίσει για να είναι έτοιμες.
Το φτιάξιμο της στρωματιάς
Για να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του σαμαριού (η στρωματιά) για να μην πληγώνονται τα ζώα.
Η στρωματιά πήγαινε στο κάτω μέρος του ξύλινου σκελετού και αγκάλιαζε το ζώο δεξιά και αριστερά στη ράχη του για να μη το πληγώνει.
Έκαναν πρώτα το πανί σαν σάκο με σαμαροσκούτι και το γιόμιζε με ψαθί ή και στην ανάγκη με άχυρο, το έραβε με τη σαμαροβελόνα για να μη μετατοπίζεται και στη συνέχεια το στρώμα αυτό το προσάρμοζε στα σανίδια του ξύλινου σκελετού. Πολλές φορές έντυναν με λινάτσα ή δέρμα εξωτερικά τη στρωματιά για να αντέχει στις καιρικές συνθήκες.
Φυσικά το σαμάρι δεν τελειώνει εδώ, ο σαγματοποιός έφτιαχνε τα καπίστρια και τις πισινέλες, τα γκέμια, με τις πολύχρωμες χάντρες και τα πολλά κουδουνάκια, τις χοντρές ραφές και τα γυαλιστερά κουμπιά από μπρούτζο, ήταν αληθινά έργα τέχνης. Έφτιαχνε τα λουριά που στερέωναν το σαμάρι για να μην κάνει μπρος και πίσω πάνω στη ράχη του ζώου, όταν αυτό κινείτο και μη πληγώνει το ζώο.
Ο Γεράσιμος Αγγέλου Βουτσινάς γύρω στα 1985, που χάθηκε από τον τόπο μας η τέχνη του σαγματοποιού, ανέπτυξε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες που είχε από παιδί για να μπορέσει να σταθεί βιοποριστικά, αλλά και να εκφράσει πάνω από όλα όσο είχε μέσα του.
Αυτοδίδακτος ζωγράφος, αποτύπωνε τοπία ελληνικά και του τόπου μας πάνω στον καμβά, επιλέγοντας ιδίως το θαλασσί χρώμα σε συνδυασμό με παρόμοιες αποχρώσεις για να αποδώσει αυτό που ήθελε. Σπίτια παλιά και νέα, προσεισμικά και μετασεισμικά παίρνουν στο καμβά του τις δικές του εικόνες και μνήμες, προσέχοντας τη γεωμετρία στην εικόνα.
Όστρακα θαλασσινά, ξύλα ακρογιαλιάς, βότσαλα και πέτρες όμορφες, τις ζωγράφιζε ανάλογα με το σχέδιο που ταιριάζει να τοποθετηθεί επάνω τους.
Επίσης, πέρα από τα θαλασσινά και παραλιακά τοπία, ανοίχτηκε στην τέχνη των χρωμάτων και του φωτός, ζωγραφίζοντας λουλούδια, βάζα και άνθη, εκδηλώνοντας έτσι πιο καθάρια το ρομαντισμό του.
Αγαπημένη του ασχολία ήταν τα ξυλόγλυπτα πουλιά, ιδίως γλάροι και μικρά πουλιά στις φωλιές τους, προσέχοντας τη λεπτομέρεια για να δώσει, όσο γινόταν πιστά την εικόνα αυτών των πετούμενων.
Για χρόνια σμίλευε το ξύλο με υπομονή έως και τα τελευταία χρόνια για να φτιάχνει τα τόσο πετυχημένα του πλεούμενα, βαρκούλες, καΐκια και γρι-γρι.
Πάνε χρόνια που είχε πραγματοποίησε μεγάλη έκθεση στο παλιό Δημαρχείο Ληξουρίου και εντυπωσίασε με την όμορφη και προσεγμένη δουλειά του.
Είχε μετατρέψει το παλιό σαγματοποιείο στο Ποτάμι του Ληξουρίου, σε καλλιτεχνικό εργαστήρι, προκαλώντας τους ντόπιους, τους περαστικούς και τους τουρίστες να σταματήσουν και να θαυμάσουν τα δημιουργήματά του. Δεν ξεχνούσε να φτιάχνει μικρά διακοσμητικά ομοιώματα σαμαριών, πράγμα που όταν μιλούσε γι’ αυτά, μια λάμψη τον περιτριγύριζε στα μάτια του και με νοσταλγική διάθεση μιλούσε για την παλιά τέχνη που χάθηκε.
Πέρασαν τα χρόνια μα ο Γεράσιμος Βουτσινάς, όλο και μεγάλωνε… Ήρθαν στη ζωή του άσχημα και λυπητερά πονέματα, που μαζί με τη σύζυγό του, τους πλήγωσαν πολύ.
Με τη φυγή του χάθηκε οριστικά από το νησί μας μια τέχνη, του Σαγματοποιού, ιδιαιτέρως όπως αυτός τόσο καλά τη γνώριζε, την κατείχε. Όταν συναντιόμασταν μου έλεγε … «Μακάρι να μου τύχει να φτιάξω ένα σαμάρι, ίσως τα χρόνια που θα έλθουν να γυρίσουν τα παλιά επαγγέλματα, και αυτό θα το κάμει η ανάγκη… !»