Δεν είναι σε πολλούς γνωστό ότι προσωπικός ζωγράφος του Μεγάλου Ναπολέοντα υπήρξε ένας Κεφαλονίτης, ο Γεράσιμος Πιτσαμάνος. Την εποχή της παντοκρατορίας του Ναπολέοντα στην αυτοκρατορική του Αυλή, μεταξύ των ευνοουμένων καλλιτεχνών, που ζούσαν σχεδόν μέσα στα ανάκτορα και είχαν τη δυνατότητα ν’ απολαμβάνουν όλες τις εξαιρετικές περιποιήσεις που επιδαψιλευονταν προς τους φιλοξενουμένους του αυτοκράτορα, ήταν και ο γιος ενός πάμφτωχου Κεφαλονίτη παπά.
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι στις 6 Μαρτίου 1787. Μαθήτευσε κοντά στον Ζακυνθινό Νικόλαο Καντούνη.
Το 1802 κατατάσσεται στον στρατό και το 1807 φτάνει στον βαθμό του λοχαγού μηχανικού της ”Επτανήσου Πολιτείας”. Τον Μάρτιο του 1809 στέλνεται από τους Γάλλους, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα νησιά, για μετεκπαίδευση στην Γαλλική Σχολή Καλών Τεχνών στην Ρώμη.
Η λαμπρή πορεία του προκαλεί το γενικό ενδιαφέρον. Συνδέεται με τον Αδαμάντιο Κοραή στο Παρίσι, ο οποίος όμως δεν καταφέρνει να τον πείσει να διδάξει στην Χίο καλές τέχνες.
Η αλλαγή κατοχικής εξουσίας εν τω μεταξύ στα Επτάνησα,φέρνει τους άγγλους,οι οποίοι τον διορίζουν καθηγητή στην Ιόνια Ακαδημία.
Βέβαια ο Γεράσιμος Πιτσαμάνος δεν ήταν ευνοούμενος χωρίς λόγο και αιτία. Δεν τον θεωρούσε ο Ναπολέων μεγάλο ζωγράφο χωρίς να έχει ταλέντο. Ούτε και τον κρατούσε δίπλα του, μέσα στην ίδια την αυτοκρατορική Αυλή, χωρίς να έχει εκτιμήσει το έργο του. Ο Γεράσιμος Πιτσαμάνος ήταν μια ιδιοφυΐα, ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ένας ζωγράφος με ταλέντο που με τον χρωστήρα του δημιουργούσε αριστουργήματα.
Αυτός ήταν και ο λόγος που μια μέρα ο Μέγας Nαπόλεων τον παρασημοφόρησε και τον διόρισε καθηγητή στη σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ακριβώς γιατί δεν ήθελε να τον χάσει. Επιθυμούσε ο Γάλλος αυτοκράτορας να μπορεί να έχει τις καλλιτεχνικές του ιδέες και για πολλά άλλα πράγματα, θεωρώντας τον πάντοτε ως ένα των σημαντικότερων συμβούλων του σε θέματα Τέχνης .
Όπως μας ενημερώνει το eptanisos.blog, Κάποτε ο Πιτσαμάνος έφυγε απ’ την Κέρκυρα πικραμένος από το φθόνο μερικών ζηλότυπων. Αυτοί δεν λείπουν ποτέ από πουθενά. Όλες οι εποχές έχουν αυτά τα φίδια τα φαρμακερά που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα. Ο Πιτσαμάνος, αυτός που τόσα πρόσφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, πήρε μια μέρα το δρόμο για περιοδεία στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές επαρχίες.
Επισκέφτηκε Αθήνα, Πάτρα, Θήβα, νησιά του Αιγαίου και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) βρισκόταν τότε στη Ρωσία κι’ άγνωστο πώς επικοινώνησε με τον Γεράσιμο Πιτσαμάνο, τον οποίο και κάλεσε το 1820 να πάει στη Ρωσία. Ο μεγάλος καλλιτέχνης δεν έχασε την ευκαιρία. Έσπευσε ν’ ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Καποδίστρια και πολύ σύντομα βρέθηκε κοντά του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Τσάρος, ύστερα από εισήγηση του Καποδίστρια, προσκάλεσε τον Πιτσαμάνο στ’ ανάκτορα. Ο αυτοκράτορας είχε ενημερωθεί για τον Έλληνα αρχιτέκτονα και ζωγράφο και ήθελε να τον χρησιμοποιήσει για να χτίσει κάποια νέα κτίρια. Ο Τσάρος του ζήτησε να κάνει τα σχέδια της Μητρόπολης του Κίσναβου, να του προτείνει πώς πρέπει να χτιστεί ένα Μέγαρο για τους Απομάχους κι ακόμα να σκεφτεί για την κατασκευή κάποιων άλλων κτιρίων, τα οποία ήταν απαραίτητα να γίνουν στην πρωτεύουσα του Ρωσικού κράτους.
Ο Γεράσιμος Πιτσαμάνος ενθουσιάστηκε, θεώρησε κατ’ αρχήν πολύ τιμητική την πρόσκληση που του έγινε και τον ικανοποίησε το γεγονός ότι ένας ολόκληρος Τσάρος, πανίσχυρος εκείνα τα χρόνια και θεωρούμενος μια απ’ τις πιο μεγάλες ηγετικές φυσιογνωμίες της εποχής, του εμπιστευόταν τα σχέδια τόσων σπουδαίων κτιρίων. Αφού ευχαρίστησε λοιπόν τον Ρώσο αυτοκράτορα του δήλωσε ότι αρχίζει απ’ την επομένη τη μελέτη των σχεδίων για τα κτίρια και τη Μητρόπολη. Πράγματι δεν άργησε να τα υποβάλλει στα ανάκτορα όπου κλήθηκαν άλλοι Ρώσοι αρχιτέκτονες και τεχνικοί για να τα δούνε και να διατυπώσουν τη γνώμη τους.
Tα αρχιτεκτονικά σχέδια του Κεφαλονίτη Πιτσαμάνου ήταν τόσο καλά μελετημένα, είχαν τόση αρτιότητα κι ήταν τόσο προσαρμοσμένα στο πνεύμα και στις επιθυμίες του Τσάρου και των συμβουλών του, που όχι μόνο κανείς δεν βρήκε να κάνει μια παρατήρηση, αλλ’ όλοι μ’ ένα στόμα εκφράσανε το θαυμασμό τους για τον Έλληνα αρχιτέκτονα.
Σαν σήμερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1825, πέθανε στην Κέρκυρα,αφού είχε προσβληθεί νωρίτερα από ανίατο ασθένεια.