Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μεγάλο δάσος ζούσε ο μικρός John.
Ο John ήταν ένας μικρός αρκούδος.
Ο John είδε το πρώτο φως του ήλιου μια πολύ περίεργη άνοιξη.
Ήταν μια άνοιξη που όλα τα ζώα του δάσους ήταν αναστατωμένα από έναν κινέζικο δράκο που τρομοκρατούσε το δάσος από τον προηγούμενο χειμώνα.
Τον έλεγαν Κορω- Ναι-Γιο.
Ο δράκος αυτός ήταν πολύ άγριος και επιθετικός. Γύριζε μέσα στο δάσος και με το πύρινο βλέμμα και την ανάσα του μαγνήτιζε και έκαιγε τα ζώα που συναντούσε.
Όλα τα ζώα ήταν φοβισμένα.
Ακόμη και το ατρόμητο λιοντάρι έτρεμε.
Όταν άκουγαν το μουγκρητό του έτρεχαν να κρυφτούν.
Σε αυτό το περίεργο περιβάλλον έκανε τις πρώτες του βόλτες στο δάσος ο μικρός John.
Όσο όμως ο καιρός ζέσταινε και ερχόταν το καλοκαίρι ο καυτός ήλιος έδειχνε να εξασθενεί την ορμή του δράκου.
Έτσι ο Κορω-Ναι-Γιο κρύφτηκε πίσω από ένα ψηλό βουνό στην άκρη του δάσους ,αλλά ακουγοταν καπου καπου το μουγκρητό του.
Τα ζώα του δάσους σιγά σιγά ξεθάρρεψαν και η ζωή τους άρχισε να παίρνει πιο κανονικούς ρυθμούς.
Ο John άρχισε να παίζει και να τρέχει αμέριμνος, έτρωγε αγριοφράουλες και έμαθε να ψαρεύει στο ποτάμι μαζί με τον πατέρα του τον Donald.
Το καλοκαίρι πέρασε,και τα πρώτα σύννεφα του φθινοπώρου φάνηκαν στον ουρανό.
Το ψηλό βουνό απέναντι σκεπάστηκε από μαύρα σύννεφα και πιο δυνατά μουγκρητά ακούγονταν πίσω από το βουνό.
Η κουκουβάγια πετούσε ανήσυχη από δέντρο σε δέντρο και φώναζε στα υπόλοιπα ζώα να μαζευτούν στις φωλιές τους γιατί με το κρύο θα ζωντάνευε ξανά ο αγριος δράκος.
Ευτυχώς για το μικρό John και τον Donald ήταν η εποχή του χειμέριου ύπνου τους. Τρύπωσαν στη μικρή σπηλιά όπως έκαναν κάθε χρόνο περιμένοντας να περάσει ένας ακόμη βαρύς χειμώνας.
Μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Οι μέρες περνούσαν , οι αρκούδοι άκουγαν μέσα στον ύπνο τους συχνά φασαρία και μουγκρητά απ έξω.
Ετσι μέρα με τη μέρα πέρασε κι αυτός ο χειμώνας.
Μόλις ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει ξανά ο John με τον πατέρα του ξύπνησαν και βγήκαν απ την σπηλιά.
Στο δάσος τα πουλάκια κελαηδούσαν, οι θάμνοι είχαν ανθίσει πάλι , οι αγριοφράουλες ήταν ξανα στη θέση τους.
Οι αρκουδοι καθώς περπατούσαν στο δάσος κατάλαβαν ότι κάποιοι φίλοι του Donald δεν ήταν πια στο δάσος. Ο γερο λύκος , ο μπαρμπα λαγός έλειπαν.
Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, είπαν στον Donald και τον John ότι ο δράκος είχε αγριέψει πολύ και έκανε συνέχεια επιθέσεις. Είχε σπείρει τον πανικό.
Μέχρι που μια μέρα κάτι αεροπλάνα πέταξαν πάνω από το δάσος και ράντισαν τα πάντα με ένα παράξενο υγρό. Μόλις ο δράκος μύριζε αυτό το υγρό απομακρυνόταν και καθώς το καλοκαίρι ολο και ερχόταν χάθηκε πάλι πίσω από το ψηλό βουνό.
Αυτή τη φορά όμως δεν ακουγοταν το μουγκρητό του πια.
Η ζωή στο δάσος ξαναπήρε τους ρυθμούς της με την ελπίδα όλων να μην αλλάξει ποτέ ξανά. Ο Donald και ο John κατέβηκαν στο ποτάμι που συνέχισε να κυλά οπως πάντα. Ένιωθαν τυχεροί και χαρούμενοι που είχαν γλυτώσει από το δράκο.
Φώτης Αυγουστατος
Μαιευτηρας Γυναικολογος