

Ευάγγελος Μαζαράκης: Πολιτισμολόγος- MSc Θεολογίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εορτή των Χριστουγέννων συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων εορτών της χριστιανικής Εκκλησίας και κατέχει κεντρική θέση τόσο στη θεολογία όσο και στη λατρευτική και κοινωνική ζωή του χριστιανικού κόσμου. Παρά τη βαθιά της εδραίωση στη συνείδηση των πιστών, η ιστορική της διαμόρφωση δεν υπήρξε αυτονόητη ούτε άμεση. Αντιθέτως, η καθιέρωσή της ως αυτοτελούς εορτής υπήρξε αποτέλεσμα μακράς ιστορικής διεργασίας, θεολογικών αναζητήσεων και διαλόγου της Εκκλησίας με τον πολιτισμικό περίγυρο.
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην ιστορική διερεύνηση της εορτής των Χριστουγέννων, από την Αποστολική εποχή έως τους νεότερους χρόνους. Εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους η πρώτη Εκκλησία δεν εόρταζε τη Γέννηση του Χριστού, οι ευαγγελικές μαρτυρίες και η απουσία συγκεκριμένης χρονολόγησης, καθώς και οι παράγοντες που οδήγησαν τελικά στην καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου.
Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο θεολογικό περιεχόμενο της εορτής, στη σύνδεσή της με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως και στη λειτουργική και υμνογραφική της ανάπτυξη, ιδίως στο πλαίσιο του Βυζαντίου. Παράλληλα, εξετάζεται η εξέλιξη των λαϊκών εθίμων, η δυτική μεσαιωνική παράδοση και η σταδιακή εκκοσμίκευση της εορτής στη σύγχρονη εποχή.
Σκοπός δεν είναι μόνο η παράθεση ιστορικών δεδομένων, αλλά και η ανάδειξη του διαχρονικού νοήματος των Χριστουγέννων ως γεγονότος που υπερβαίνει τον χρόνο και συνεχίζει να θέτει ουσιαστικά υπαρξιακά και κοινωνικά ερωτήματα στον σύγχρονο άνθρωπο.
ΜΕΡΟΣ Α΄
Ἡ ἔννοια τῆς ἑορτῆς καὶ τοῦ χρόνου στὸν ἀρχαῖο κόσμο
Η εορτή, ως θεσμός συλλογικός και επαναλαμβανόμενος, κατέχει κεντρική θέση σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Δεν αποτελεί απλώς ανάπαυση από τον μόχθο της καθημερινότητας, αλλά τρόπο νοηματοδότησης του χρόνου και της ιστορίας. Ο άνθρωπος της αρχαιότητας δεν βιώνει τον χρόνο γραμμικά, όπως ο σύγχρονος, αλλά κυκλικά· οι εορτές επαναφέρουν συμβολικά τα κοσμικά ή θεϊκά γεγονότα, καθιστώντας τα παρόντα στο «σήμερα» της κοινότητας¹.
Στον ελληνικό κόσμο, οι θρησκευτικές εορτές συνδέονται στενά με τον κύκλο της φύσης και με την πόλη–κράτος. Τα Παναθήναια, τα Ελευσίνια Μυστήρια ή οι εορτές προς τιμήν του Διονύσου φανερώνουν ότι η λατρεία και ο χρόνος αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα². Αντίστοιχα, στον ρωμαϊκό κόσμο, οι Saturnalia και αργότερα η λατρεία του Sol Invictus (Αήττητου Ήλιου) εκφράζουν την αγωνία και την ελπίδα του ανθρώπου μπροστά στο σκοτάδι του χειμώνα και την προσδοκία της αναγέννησης του φωτός³.
Αυτό το πολιτισμικό και θρησκευτικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για να κατανοηθεί η εμφάνιση και η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία δεν γεννήθηκε σε ιστορικό κενό· ανέπτυξε τη θεολογία και τη λατρευτική της ζωή μέσα σε έναν κόσμο ήδη κορεσμένο από συμβολισμούς φωτός, χρόνου και σωτηρίας.
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὶς εὐαγγελικὲς πηγές
Εντυπωσιακό γεγονός αποτελεί το ότι τα Ευαγγέλια δεν παρέχουν συγκεκριμένη ημερομηνία για τη Γέννηση του Ιησού Χριστού. Μόνο τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά περιλαμβάνουν αφηγήσεις περί της Γεννήσεως, ενώ ο Μάρκος και ο Ιωάννης αρχίζουν τη διήγησή τους από τη δημόσια δράση του Ιησού⁴.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς τοποθετεί τη Γέννηση στο πλαίσιο της ρωμαϊκής απογραφής επί Καίσαρος Αυγούστου και ηγεμονίας Κυρηνίου στη Συρία (Λκ. 2,1–2). Η έμφαση όμως δεν δίδεται στον ακριβή χρόνο, αλλά στο θεολογικό νόημα: ο Υιός του Θεού γεννάται «ἐν πόλει Δαυίδ», μέσα σε συνθήκες ταπείνωσης, ως Σωτήρας ολόκληρης της ανθρωπότητας⁵.
Ο Ματθαίος, από την άλλη, συνδέει τη Γέννηση με την παρουσία των Μάγων και με την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Και εδώ, η χρονολογία παραμένει δευτερεύουσα· προέχει η αναγνώριση του Ιησού ως Μεσσία και Βασιλέα⁶.
Η απουσία συγκεκριμένης ημερομηνίας εξηγεί και το γεγονός ότι η πρώτη Εκκλησία δεν έδειξε αρχικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εορτασμό της Γεννήσεως. Το κέντρο της χριστιανικής ζωής υπήρξε εξαρχής το Πάσχα, δηλαδή η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού, γεγονότα άμεσα συνδεδεμένα με τη σωτηρία του ανθρώπου⁷.
Ἡ στάση τῆς πρώιμης Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὶς γενέθλιες ἑορτές
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες παρατηρείται μια επιφύλαξη απέναντι στον εορτασμό γενεθλίων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ότι τέτοιου είδους εορτές συνδέονται περισσότερο με την ειδωλολατρική νοοτροπία και με την προβολή του ατόμου, παρά με τη χριστιανική ταπείνωση⁸. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αγία Γραφή μνημονεύονται γενέθλια κυρίως ειδωλολατρών ηγεμόνων, όπως του Φαραώ ή του Ηρώδη, και μάλιστα σε συνάφεια με αρνητικά γεγονότα (Γεν. 40,20· Ματθ. 14,6).
Η Εκκλησία τιμά κυρίως την «ημέρα μαρτυρίου» των Αγίων, δηλαδή τη μετάβασή τους στην αιώνια ζωή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απουσία εορτής για τη Γέννηση του Χριστού στους δύο πρώτους αιώνες δεν αποτελεί παράλειψη, αλλά συνειδητή θεολογική στάση⁹.
Ωστόσο, ήδη από τον 3ο αιώνα εμφανίζονται προσπάθειες υπολογισμού της ημερομηνίας της Γεννήσεως. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας αναφέρει διάφορες απόψεις που κυκλοφορούσαν στην εποχή του, γεγονός που δείχνει ότι το ενδιαφέρον για το θέμα είχε αρχίσει να αναπτύσσεται¹⁰.
Πρὸς τὴν καθιέρωση τῆς ἑορτῆς
Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξε η σταδιακή ειρήνευση της Εκκλησίας και η έξοδός της από τις κατακόμβες. Μετά τον 4ο αιώνα, και ιδίως μετά το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), ο χριστιανισμός αποκτά δημόσιο χαρακτήρα και οργανώνει συστηματικότερα το εορτολόγιό του¹¹.
Η ανάγκη για θεολογική διακήρυξη της ενανθρώπησης του Υιού του Θεού, ιδιαίτερα απέναντι σε αιρέσεις που αμφισβητούσαν την πραγματική ανθρώπινη φύση του Χριστού, συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση ξεχωριστής εορτής για τη Γέννησή Του¹².
Εδώ ακριβώς αρχίζει να διαμορφώνεται η ιστορία των Χριστουγέννων ως αυτοτελούς εορτής, θέμα που θα εξεταστεί διεξοδικά στο επόμενο μέρος.
———————————————–
1. Mircea Eliade, Το ιερό και το βέβηλο, μτφρ. Α. Καραστάθης, Αθήνα 1997.
2. Walter Burkert, Η αρχαία ελληνική θρησκεία, Αθήνα 2003.
3. Franz Cumont, Οι ανατολικές λατρείες στον ρωμαϊκό παγανισμό, Αθήνα 1995.
4. Raymond E. Brown, The Birth of the Messiah, New York 1993.
5. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ.
6. Ulrich Luz, Matthew 1–7, Minneapolis 2007.
7. Oscar Cullmann, Χριστός και χρόνος, Αθήνα 1981.
8. Τερτυλλιανός, De Idololatria.
9. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εισαγωγή στη λειτουργική θεολογία, Αθήνα 1991. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματεῖς, Α΄. (Λατινικά: Clemens Alexandrinus, Stromata, Book I)
10. Eusebius of Caesarea, Vita Constantini.
11. Aloys Grillmeier, Christ in Christian Tradition, London 1975.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ἡ 25η Δεκεμβρίου καὶ ὁ ρωμαϊκὸς κόσμος
Η επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού της Γεννήσεως του Χριστού αποτελεί ένα από τα πλέον συζητημένα ζητήματα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Στον ρωμαϊκό κόσμο του 3ου και 4ου αιώνα, η ημερομηνία αυτή συνδέεται άμεσα με το χειμερινό ηλιοστάσιο και με τη λατρεία του λεγόμενου SolInvictus, του «Αήττητου Ήλιου»¹³.
Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, η ημέρα αρχίζει βαθμιαία να μεγαλώνει· το φως νικά το σκοτάδι. Το φυσικό αυτό φαινόμενο προσέλαβε έντονο συμβολικό χαρακτήρα, ιδίως σε εποχές ανασφάλειας και πολιτικής αστάθειας. Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, το 274 μ.Χ., καθιέρωσε επίσημα τη λατρεία του Sol Invictus και όρισε την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτής του¹⁴.
Η Εκκλησία, ερχόμενη αντιμέτωπη με μια βαθιά ριζωμένη λατρευτική παράδοση, δεν επέλεξε την απλή κατάργησή της. Αντιθέτως, προχώρησε σε έναν θεολογικό «αναπροσδιορισμό» του χρόνου. Ο Χριστός ανακηρύσσεται το «ἀληθινὸ φῶς» (Ἰω. 1,9), εκείνος που δεν φωτίζει μόνο τον φυσικό κόσμο, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη¹⁵.
Έτσι, η 25η Δεκεμβρίου προσλαμβάνει νέο περιεχόμενο: δεν εορτάζεται πλέον η γέννηση του αισθητού ήλιου, αλλά η είσοδος στην ιστορία του Ήλιου της Δικαιοσύνης, κατά την προφητεία του Μαλαχία (Μαλ. 4,2).
Ἡ μαρτυρία τῶν πηγῶν γιὰ τὸν ἐορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων
Η αρχαιότερη σαφής μαρτυρία για τον εορτασμό της Γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου προέρχεται από τη Ρώμη, στα μέσα του 4ου αιώνα. Το λεγόμενο Chronographus του 354 μ.Χ. αναφέρει ρητά τη natus Christus in Betleem Iudaeae στις 25 Δεκεμβρίου¹⁶.
Από τη Ρώμη, ο εορτασμός εξαπλώνεται σταδιακά και σε άλλες περιοχές της Δύσης. Στην Ανατολή, ωστόσο, επικρατεί για αρκετό διάστημα διαφορετική παράδοση. Εκεί, η Γέννηση και η Βάπτιση του Χριστού συνεορτάζονται στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα γνωστή ως Θεοφάνεια ή Επιφάνεια¹⁷.
Η διαφοροποίηση αυτή δεν αποτελεί ένδειξη θεολογικής σύγκρουσης, αλλά μαρτυρεί την ποικιλία των τοπικών εκκλησιαστικών παραδόσεων. Κατά τον 4ο αιώνα, και ιδίως μετά το 380 μ.Χ., η εορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου γίνεται δεκτή και στην Ανατολή, αρχής γενομένης από την Κωνσταντινούπολη¹⁸.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ομιλίες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου «Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος», στις οποίες υπερασπίζεται τον νέο εορτασμό, τονίζοντας ότι δεν πρόκειται για καινοτομία, αλλά για παράδοση αρχαία και αξιόπιστη¹⁹.
Θεολογικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς
Η καθιέρωση των Χριστουγέννων δεν εξυπηρετεί μόνο ποιμαντικές ή πολιτισμικές ανάγκες, αλλά φέρει βαθύ θεολογικό περιεχόμενο. Στο κέντρο της εορτής βρίσκεται το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως: ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, χωρίς να παύει να είναι Θεός²⁰.
Σε αντιπαράθεση με δοξασίες που υποβίβαζαν είτε τη θεότητα είτε την ανθρωπότητα του Χριστού, η Εκκλησία προβάλλει τη Γέννηση ως αληθινό ιστορικό γεγονός. Ο Χριστός γεννάται «ἐκ Παρθένου», σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου²¹.
Ο Μέγας Αθανάσιος συνοψίζει το νόημα αυτό με τη γνωστή φράση: «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Η εορτή των Χριστουγέννων, επομένως, δεν είναι απλώς ανάμνηση ενός παρελθόντος γεγονότος, αλλά πρόσκληση σε υπαρξιακή μεταμόρφωση²².
Ἡ λειτουργικὴ διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς
Παράλληλα με τη θεολογική εμβάθυνση, αναπτύσσεται και η λειτουργική μορφή της εορτής. Η καθιέρωση προεορτίων και μεθεορτίων ημερών, η νηστεία των Χριστουγέννων και η σύνθεση ιδιαίτερων ύμνων μαρτυρούν την αυξανόμενη σημασία της εορτής στη ζωή της Εκκλησίας²³.
Οι ύμνοι της περιόδου αυτής, ιδίως στο Βυζάντιο, χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιητικότητα και θεολογικό βάθος. Το κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει» του Ρωμανού του Μελωδού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύνδεσης δογματικής αλήθειας και λυρικής έκφρασης²⁴.
——————————————
13. Steven Hijmans, Sol: The Sun in the Art and Religions of Rome, Groningen 2009.
14. Mary Beard – John North – Simon Price, Religions of Rome, Cambridge 1998.
15. Ωριγένης, Κατὰ Κέλσου.
16. Chronographus Anni 354.
17. Jean Daniélou, Bible and Liturgy, Notre Dame 1956.
18. Gregory Nazianzen, Oratio 38.
19. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων.
20. Σύμβολον Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως.
21. Λέων Α΄, Sermones.
22. Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Περὶ Ἐνανθρωπήσεως.
23. Robert Taft, The Liturgy of the Hours in East and West, Collegeville 1986.
24. Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, Κοντάκια.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων στὸ Βυζάντιο
Στο Βυζάντιο, η εορτή των Χριστουγέννων κατέλαβε εξέχουσα θέση τόσο στη λατρευτική όσο και στη δημόσια ζωή. Η στενή σχέση Εκκλησίας και αυτοκρατορικής εξουσίας προσέδωσε στην εορτή χαρακτήρα όχι μόνο πνευματικό, αλλά και πολιτειακό. Ο αυτοκράτορας εμφανίζεται ως προστάτης της Εκκλησίας, ενώ η Γέννηση του Χριστού προβάλλεται ως θεμέλιο της χριστιανικής οικουμένης²⁵.
Οι επίσημες τελετές στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως στη Μεγάλη Εκκλησία της Αγίας Σοφίας, συνοδεύονται από λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Παρά ταύτα, το θεολογικό περιεχόμενο της εορτής δεν επισκιάζεται από το τελετουργικό. Οι πατέρες της Εκκλησίας επιμένουν στη σημασία της ταπεινώσεως του Θεού, ο οποίος γεννάται «ἐν σπηλαίῳ» και όχι σε βασιλικά ανάκτορα²⁶.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στην υμνογραφία. Εκτός από τον Ρωμανό τον Μελωδό, σημαντικοί υμνογράφοι, όπως ο Ανδρέας Κρήτης και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός πλούσιου ποιητικού corpus, μέσα από το οποίο η θεολογία της Ενανθρωπήσεως καθίσταται προσιτή στο σύνολο του λαού²⁷.
Λαϊκὴ εὐσέβεια καὶ ἔθιμα
Παράλληλα με τη λόγια θεολογία και τη λειτουργική ζωή, αναπτύσσεται σταδιακά και η λαϊκή ευσέβεια. Τα Χριστούγεννα συνδέονται με έθιμα που αντλούν στοιχεία τόσο από τη χριστιανική πίστη όσο και από προχριστιανικές αντιλήψεις. Η ευλογία της οικίας, η προσφορά τροφής στους φτωχούς και η έμφαση στη φιλοξενία αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της εορτής²⁸.
Στον ελληνορθόδοξο χώρο, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα κάλαντα, τα οποία, αν και απλά στη μορφή τους, λειτουργούν ως μέσο μετάδοσης θεολογικών νοημάτων. Μέσα από τον λαϊκό λόγο προβάλλεται το μήνυμα της χαράς για τη Γέννηση του Χριστού και της ανατροπής της συνήθους τάξης των πραγμάτων: ο Θεός γίνεται άνθρωπος για χάρη του ανθρώπου²⁹.
Τα έθιμα αυτά, αν και διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή, μαρτυρούν την ανάγκη του ανθρώπου να ενσωματώσει το θείο γεγονός στην καθημερινότητά του. Η εορτή δεν περιορίζεται στον ναό, αλλά επεκτείνεται στον οίκο και στην κοινότητα.
Μεσαιωνικὴ καὶ δυτικὴ παράδοση
Στη Δυτική Ευρώπη, κατά τον Μεσαίωνα, τα Χριστούγεννα αποκτούν έντονο δραματικό και εικαστικό χαρακτήρα. Οι αναπαραστάσεις της Φάτνης, οι λειτουργικές παραστάσεις και τα μυστήρια συντελούν στη βιωματική πρόσληψη του γεγονότος της Γεννήσεως³⁰.
Η έμφαση στη βρεφική μορφή του Χριστού ενισχύει το στοιχείο της συγκίνησης και της συναισθηματικής ταύτισης. Ιδιαίτερα με τη συμβολή του Φραγκίσκου της Ασίζης, η Φάτνη καθιερώνεται ως κεντρικό σύμβολο των Χριστουγέννων στη Δύση³¹.
Παρά τις διαφορές στην έκφραση, Ανατολή και Δύση μοιράζονται κοινό θεολογικό πυρήνα: τη χαρά για τη σωτηρία του κόσμου μέσω της Ενανθρωπήσεως.
Νεότεροι χρόνοι καὶ ἐκκοσμίκευση
Κατά τους νεότερους χρόνους, η εορτή των Χριστουγέννων υφίσταται σταδιακά μια διαδικασία εκκοσμίκευσης. Τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, ιδίως μετά τη βιομηχανική επανάσταση, μεταβάλλουν τον χαρακτήρα της εορτής³².
Η ανταλλαγή δώρων, η διακόσμηση και η εμπορική διάσταση, αν και δεν στερούνται συμβολισμού, συχνά απομακρύνουν το κέντρο βάρους από το θεολογικό περιεχόμενο. Παρά ταύτα, η εορτή εξακολουθεί να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την οικογένεια και την κοινωνική συνοχή.
Η Εκκλησία, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, καλείται να επαναπροτείνει το ουσιαστικό νόημα των Χριστουγέννων, όχι μέσα από άρνηση των εθίμων, αλλά μέσω ερμηνείας και παιδείας³³.
—————————————————
25. Gilbert Dagron, Emperor and Priest, Cambridge 2003.
26. Γρηγόριος Νύσσης, Λόγος εἰς τὰ Χριστούγεννα.
27. Ιωάννης Δαμασκηνός, Ὕμνοι Χριστουγέννων.
28. Δημήτριος Χατζής, Λαϊκή θρησκευτικότητα, Αθήνα 1987.
29. Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις, Αθήνα 1904.
30. Eamon Duffy, The Stripping of the Altars, Yale 1992.
31. Thomas of Celano, Vita Prima Sancti Francisci.
32. Callum Brown, Religion and Society in Modern Europe, London 2000.
33. Χρήστος Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, Αθήνα 1996.
ΜΕΡΟΣ Δ΄ (ΤΕΛΙΚΟ)
Συνολικὴ ἱστορικὴ ἀποτίμηση τῆς ἑορτῆς
Η ιστορική πορεία της εορτής των Χριστουγέννων φανερώνει ότι πρόκειται για θεσμό ο οποίος δεν διαμορφώθηκε αιφνιδίως, αλλά μέσα από μακρά διαδικασία θεολογικής ωρίμανσης και πολιτισμικής αφομοίωσης. Η αρχική απουσία εορτασμού της Γεννήσεως στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δεν υποδηλώνει αδιαφορία, αλλά σαφή ιεράρχηση των σωτηριολογικών γεγονότων, με το Πάσχα στο επίκεντρο³⁴.
Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου δεν πρέπει να ερμηνεύεται απλοϊκά ως «εκχριστιανισμός» ειδωλολατρικών εορτών. Αντιθέτως, πρόκειται για συνειδητή θεολογική πράξη, μέσω της οποίας η Εκκλησία επανανοηματοδότησε τον χρόνο και τα σύμβολά του. Ο φυσικός ήλιος υποχωρεί μπροστά στο άκτιστο φως της θεότητος, και ο κυκλικός χρόνος της φύσεως μετασχηματίζεται σε ιστορικό χρόνο σωτηρίας³⁵.
Τὸ διαχρονικὸ θεολογικὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων
Στον πυρήνα της εορτής των Χριστουγέννων βρίσκεται η αποκάλυψη ενός Θεού που δεν παραμένει απρόσιτος, αλλά εισέρχεται στην ανθρώπινη ιστορία. Η Γέννηση του Χριστού καταλύει την απόσταση μεταξύ θείου και ανθρώπινου και εγκαινιάζει έναν νέο τρόπο υπάρξεως³⁶.
Η θεολογία της Ενανθρωπήσεως δεν περιορίζεται σε αφηρημένες δογματικές διατυπώσεις. Έχει άμεσες ανθρωπολογικές και κοινωνικές συνέπειες. Η αξία του ανθρώπινου προσώπου, η σημασία της ταπείνωσης, η προτεραιότητα της αγάπης έναντι της ισχύος αντλούν το θεμέλιό τους από το γεγονός ότι ο Θεός γεννάται ως βρέφος, αδύναμος και εξαρτημένος³⁷.
Υπό το πρίσμα αυτό, τα Χριστούγεννα λειτουργούν ως κριτήριο αυτογνωσίας για κάθε εποχή. Κάθε κοινωνία καλείται να απαντήσει στο ερώτημα αν επιλέγει τη λογική της Βηθλεέμ ή εκείνη της εξουσίας και της αυτάρκειας.
Χριστούγεννα καὶ σύγχρονος κόσμος
Στη σύγχρονη εποχή, η εορτή των Χριστουγέννων συχνά αποσπάται από το θεολογικό της περιεχόμενο και μετατρέπεται σε πολιτισμικό ή καταναλωτικό γεγονός. Η παγκοσμιοποίηση και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ενισχύουν μια ομογενοποιημένη εικόνα της εορτής, όπου κυριαρχούν η εξωτερική ευφορία και η πρόσκαιρη συγκίνηση³⁸.
Ωστόσο, ακόμη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα Χριστούγεννα διατηρούν μια δυναμική υπαρξιακή πρόκληση. Η εορτή συνεχίζει να θέτει ερωτήματα για το νόημα της ζωής, της κοινότητας και της ελπίδας. Η Εκκλησία, αλλά και η ευρύτερη κοινωνία, καλούνται να διασώσουν τον ουσιώδη χαρακτήρα της εορτής, όχι μέσω ηθικολογίας, αλλά μέσω βιωμένηςμαρτυρίας³⁹.
Συμπέρασμα
Η ιστορία της εορτής των Χριστουγέννων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η χριστιανική πίστη συνομιλεί με την ιστορία και τον πολιτισμό. Από την απουσία εορτασμού στους πρώτους αιώνες, στην καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου, από τη βυζαντινή θεολογία έως τη σύγχρονη εκκοσμίκευση, τα Χριστούγεννα παραμένουν ζωντανός θεσμός.
Πέρα από τις ιστορικές μεταβολές, το ουσιώδες μήνυμα παραμένει αμετάβλητο: «Ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν». Η εορτή δεν αναφέρεται απλώς σε ένα παρελθόν γεγονός, αλλά σε μια διαρκή πρόσκληση προς τον άνθρωπο να μεταμορφώσει τον κόσμο του μέσα από την αγάπη, την ταπείνωση και την ελπίδα.
——————————————————
• Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Περὶ Ἐνανθρωπήσεως.
• Brown, Raymond E., The Birth of the Messiah, New York 1993.
• Daniélou, Jean, Bible and Liturgy, Notre Dame 1956.
• Eliade, Mircea, Το ιερό και το βέβηλο, Αθήνα 1997.
• Grillmeier, Aloys, Christ in Christian Tradition, London 1975.
• Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγοι εἰς τὰ Χριστούγεννα.
• Schmemann, Alexander, Εισαγωγή στη λειτουργική θεολογία, Αθήνα 1991.
• Taft, Robert, The Liturgy of the Hours in East and West, Collegeville 1986.
• Γιανναράς, Χρήστος, Η ελευθερία του ήθους, Αθήνα 1996.
Ευάγγελος Μαζαράκης
Θεολόγος-Πολυτισμολόγος
