Γράφει η Βάνια Σαμόλη
Από εκεί που ένιωθα προστατευμένος, σε εκείνους τους γνώριμους χώρους, με εκείνους τους γνώριμους ανθρώπους, βρέθηκα ξαφνικά σε ένα περιβάλλον καινούργιο, διαφορετικό και απρόβλεπτο. Από την μία ενθουσιάστηκα. Είναι τόσοι πολλοί, οι μικροί σαν εμένα. Κάποιοι γίνανε φίλοι μου, μιλάμε παίζουμε, περνάμε όμορφα, με καταλαβαίνουν. Από την άλλη φοβάμαι όσα δεν ξέρω, εκείνους που δεν μου μιλούν, που δεν είναι φίλοι μου, εκείνους που είναι μεγαλύτεροι από μένα, εκείνους που γελούν, με λόγια ή πράξεις που με ενοχλούν και με στενοχωρούν.
Η κυρία μας είναι καλή και ο κύριος της γυμναστικής το ίδιο. Καμία φορά γίνονται αυστηροί και μας μαλώνουν, κυρίως όταν είμαστε κουρασμένοι και δεν συγκεντρωνόμαστε ή όταν θέλουμε να παίξουμε και δεν παρακολουθούμε αυτά που μας λένε. Όμως γενικά μας φέρονται όμορφα, φαίνεται ότι ενδιαφέρονται για εμάς. Προσπαθούν να μας δείξουν αυτά που γνωρίζουν καλά οι μεγάλοι, που μαθαίνοντάς τα, μεγαλώνουμε σιγά σιγά και εμείς. Πολλά μου φαίνονται εύκολα μα άλλα με παιδεύουν αρκετά. Μοιάζουν με τα κορακίστικα που μίλαγε ένα κορίτσι στην γειτονιά, όταν ήθελε να πει κάτι χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι .
Καμία φορά αυτά τα «κορακίστικα», όταν τα επαναλαμβάνω συχνά, μου εκμυστηρεύονται λίγο λίγο, λέξη λέξη, σχεδόν μαγικά, τα κρυμμένα μυστικά τους .Οι φράσεις αποκτούν χρώμα, σχήμα και νόημα. Όμως δεν είναι λίγες οι φορές, που ότι και αν κάνω, τα νοήματα παραμένουν θολά, ανάκατα, να σαν την μεγάλη, φορτωμένη τσάντα της μαμάς, μέσα στην οποία δεν μπορεί ποτέ να βρει αυτό που ψάχνει.
Οι δάσκαλοι, μας εξηγούν ότι το μυαλό μας περιέχει μικρά κουτάκια. Πάρα μα πάρα πολλά μικρά κουτάκια. Δεν τα βλέπουμε αλλά υπάρχουν. Κάθε μέρα που πηγαίνουμε σχολείο, προσθέτουμε από κάτι μέσα σ΄ αυτά, γεμίζοντας τα σταδιακά. Έτσι όσο περνά ο καιρός όλα τα μυστηριώδη, άμορφα και ατακτοποίητα, αποκτούν δομή και σειρά, όπως κι εμείς που από το απόλυτο χάος, με στοιχιζόμαστε με τάξη στο προαύλιο για την πρωινή προσευχή μας. Μου φαίνεται παράξενο αλλά τους πιστεύω.
Άλλωστε τώρα, ξέρω να γράφω κάποια από αυτά που κάποτε ήξερα μόνο να λέω. Θυμάμαι κιόλας ότι ακόμη πιο παλιά, μόνο άκουγα. Οι γονείς μου, επαναλάμβαναν αδιάκοπα συλλαβές, που αγωνιούσα να τις ξεστομίσω. Μέρα με την μέρα οι ήχοι αναγνωρίζονταν. Τοποθετούταν στα αντικείμενα, στα συναισθήματα και τις ανάγκες μου. Και μετά μπήκαν στο στόμα μου, γαργάλισαν την σκέψη μου και έντυσαν την φωνή μου με φράσεις και προτάσεις που σήμαιναν κάτι. Κάπως έτσι πρέπει να έγινε, αλλιώς πως έμαθα να μιλάω;
Αυτό που με προβληματίζει πιο πολύ είναι ότι πολλές φορές δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω το σωστό και το λάθος. Είναι που και οι μεγάλοι εξηγούν κάπως παράξενα κάποια πράγματα.
Η μαμά μου έχει πει ότι όλα τα παιδάκια είμαστε μία παρέα, πρέπει να παίζουμε μαζί και να μην κοροϊδεύουμε το ένα το άλλο. Όμως όταν εγώ είχα αγκαλιάσει εκείνο τα μαυριδερό κοριτσάκι με τις πλεξούδες, τα παράξενα ρούχα, εκείνο που μένει στο σπίτι-αμάξι με την καρότσα και τα καρπούζια, η μαμά μου θύμωσε. Δεν είπε γιατί. Μα εγώ το κατάλαβα θύμωσε. Με πήρε γρήγορα γρήγορα και με έβαλε στο μπάνιο. Με έπλυνε καλά, πολύ καλά πιο καλά από κάθε άλλη φορά. Μετά μου είπε πως δεν χρειάζεται να αγκαλιάζομαι με τα παιδάκια, μόνο να παίζω. Της είπα ότι παίζαμε τα αδελφάκια. Εκείνο το κοριτσάκι είχε πολλά και εγώ κανένα. Ήθελα να παίξουμε αυτό το παιχνίδι, να νιώσω πως είναι να έχεις αδελφάκια. Πως θα γινόταν να το παίξω χωρίς αγκαλιά; Πως θα του έδειχνα ότι το αγαπάω; έτσι δεν κάνουν τα αδελφάκια; Την λατρεύω την μανούλα μου, μα τότε νομίζω πως άθελά μου την στενοχώρησα αρκετά. Είδα ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό της και πήγε γρήγορα, γρήγορα στο μπάνιο να το σκουπίσει. Μού είπε ότι είχε ένα σκουπιδάκι στο μάτι της. Ξέρω ότι η μανούλα μου δεν μου λέει ψέματα. Αλλά εκείνη την φορά δεν την πίστεψα.
Οι δάσκαλοι και οι γονείς μου λένε ότι αν μου συμβεί κάτι άσχημο στο σχολείο να τους το πω αμέσως. Τις προάλλες ένα παιδί της Πέμπτης με φώναξε βαρέλι και με πέταξε κάτω. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Το είπα στην κυρία. Την επόμενη μέρα στο σχολείο δεν ήθελε κανείς να κάνει παρέα μαζί μου. Όταν τους ρώτησα γιατί, είπαν ότι είμαι ένα καρφί και να φύγω. Το παιδί που μαρτύρησα με είπε προδότη, πολύ θυμωμένα μου έδωσε μια κλοτσιά και με απείλησε ότι θα μου «δείξει» όταν δεν το περιμένω. Από τότε τον φοβάμαι πολύ και όταν τον βλέπω κρύβομαι. Τα άλλα παιδιά ξέχασαν το θέμα και με δέχτηκαν ξανά στην παρέα τους. Όμως από τότε, όσες φορές και να με κορόιδεψαν, όσες φορές και να με κλώτσησαν ή να με έσπρωξαν, κανω υπομονή, φοβάμαι μα δεν λέω τίποτα.
Κλαίω αρκετά μετά παίζω και μου περνάει.
Ξέρω ότι δεν μου αρέσει να φοβάμαι, ούτε θέλω να αισθάνομαι μόνος. Δεν ξέρω ακριβώς το σωστό και το λάθος. Με μπερδεύουν οι γονείς, οι δάσκαλοι και τα άλλα παιδιά. Στενοχωριέμαι όταν δεν με θέλουν τα άλλα παιδιά. Τι να κάνω; ίσως φταίει που είμαι μικρός, ίσως φταίει που είμαι καινούργιος, ίσως φταίει που είμαι απλά ένα πρωτάκι.
Όταν μεγαλώσω όλα θα αλλάξουν έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι;
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΑΜΟΛΗ