Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Ήταν ένας τύπος του Ληξουρίου από εκείνους που δε συναντάς πλέον σήμερα. Έδρασε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, «κινούμενος» εργασιακά και πνευματικά τόσο στην Κεφαλονιά, όσο και στην Ζάκυνθο. Η μορφή του έμεινε στη μνήμη των παλαιοτέρων για πολλά χρόνια, αλλά και σε όσων ακόμη ζουν σε μεγάλη ηλικία και οι οποίοι μιλούν με θαυμασμό γι’ αυτόν. Ήταν άνθρωπος για όλες τις δουλειές και άξιος στο λόγο και στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Για ένα μεγάλο διάστημα προς το τέλος της ζωής του εργάστηκε ως νεκροθάφτης στο κοιμητήριο του Ληξουρίου.
Το σημαντικότερο όμως που του είχε συμβεί, ήταν να βρίσκεται κοντά στον αξιόλογο ποιητή Μικέλη Άβλιχο, και να τον βοηθάει στις δουλειές του, όπως και να τον συνοδεύει κατά τις εξόδους του και περιπάτους του. ‘Έτσι του έμεινε το όνομα , ο Μικέλης του Μικελάκη. Χρωστάμε σ’ αυτόν ένα μεγάλο μέρος από τα ποιήματα του Άβλιχου, μια και ο ποιητής κατά το τέλος της ζωής του, έδωσε τα χειρόγραφά του στον υπηρέτη του Μικέλη, να τα πετάξει στα σκουπίδια. Αυτός απεναντίας τα διέσωσε και με τη σειρά του τα παρέδωσε στον δάσκαλο Αριστείδη Ρουχωτά. Ο τελευταίος εξέδωσε βάσει αυτών των χειρογράφων, τα Άπαντα του Άβλιχου.
Μέσα στις πολλές ασχολίες του ο Μικέλης του Μικελάκη, οργάνωνε (Τελετάρχης ) κάποια από τα πανηγύρια της περιοχής του Ληξουρίου. Ιδιαίτερα το πανηγύρι του Αγίου Ιωάννη των Τσαγκαράδωνε. Φαίνεται πως με πολύ μεράκι φρόντιζε για όλα τα απαραίτητα που ήταν αναγκαία, ώστε το πανηγύρι να γίνει καλό.
Ο κατεστραμμένος από πολύ παλιά ναός του Αποστόλου Ιωάννη των Τζαγκαράδων εόρταζε στις 8 Μαΐου, όπου η εκκλησία μας την ημερομηνία αυτή τη συνδέει με την ανάδυση θαυματουργικής κόνεως (σκόνης) από τον τάφο του Ευαγγελιστού, μέσω της θαυματουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «επίγειο μάνα».
Πολλές φορές ο Μικέλης Τζανάτος πραγματοποιούσε μιαν άλλη ημερομηνία (κοντινής της εορτής) το πανηγύρι της Συντεχνίας των Τσαγκαράσων του Ληξουρίου, λόγω που δεν ήταν εύκολη η διοργάνωση, όπως αυτός την ήθελε.
Ο Μικέλης του Μικελάκη αρκετές φορές επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο, όπου και διατηρούσε φιλίες και επαφές με τους Ζακυνθινούς.
Το 1928, (Βλ. «Εληά» Α.Φ. 342, 3/11/1928), ο Μικέλης του Μικελάκη ζητά μέσω του τύπου να ενημερώσει τους ανθρώπους που του είχαν αναθέσει να τους κάμει κάποιες εργασίες, ότι κτύπησε στην προσπάθεια να ανέβει στη στέγη της οικίας του για να διορθώσει τα κεραμίδια, και ότι ευρίσκεται στο κρεβάτι ανήμπορος.
Μετά την ειδοποίηση που ζήτησε ο Μικέλης Τζανάτος για να πληροφορήσει τους ανθρώπους που τον περίμενα να τους κάνει τις δουλειές τους, ακολουθεί ένα ποίημα που σχολιάζει το ατύχημα του Μικέλη.
Ώστε το λοιπόν Μικέλη
γλύστρησες ωσάν το χέλι
πάνου αφ’ τα κεραμίδια !
Μα δεν ξέρεις , Μικελάκη,
πως δεν είσαι πια παιδάκι
κι’ είναι άσχημα παιγνίδια;
Ή εάν εκείθ’ απάνου
σκέφτηκες ν’ αποφασίσης,
να αφήσης τέτοια σφαίρα
που τη βρίζεις νύχτα -μέρα
τι σκληρόν…. ν’ αυτοκτονήσης!
Ο Μικέλης του Μικελάκη κληρονόμησε και κάποια πράγματα μετά το θάνατο του ποιητή που υπηρέτησε. Ο Μικέλης άνθρωπος φιλοσοφημένος, έξυπνος, κατάλαβε το νόημα της ζωής και σε ανάλογες περιπτώσεις και καταστάσεις μιμήθηκε τον τρόπο ζωής και την εμφάνιση του Άβλιχου. Κάθε που ήταν αποκριές, έπαιρνε τη βελάδα του Άβλιχου και με ένα βιβλίο στο χέρι παρουσιαζόταν σε διάφορες εκδηλώσεις. Σίγουρο ήταν πως ο Μικέλης του Μικελάκη το ζούσε και την ευχαριστιόταν αυτή την αμφίεση και την επίδειξη.
Το 1922, όπως γράφει ο τοπικός τύπος (Βλ. «Εληά». Μάρτιος 1922) «..-Και από την γείτονα πόλιν Ληξούριον μας γράφουν ότι την Καθαρά Δευτέρα ο κόσμος διασκέδασε αρκετά. Όλοι οι κάτοικοι της γείτονος, μηδέ των γραιών εξαιρουμένων, εξέδραμον εις την έξωθι της πόλεως θέσιν «Κεχριώνας» για να γιορτάσουν τα Κούλουμα. Γλέντια χαρές έγιναν εκεί. -Ο εις το άνθος της ηλικίας του ευρισκόμενος (είναι ζήτημα αν δεν έχη παήση τα …60 του χρόνια) Μικέλης του Μικελάκη εθριάμβευσεν. Περιβεβλημένος όχι εσθήτα, αλλά τη βελάδα την ….μεταξωτή και το ημύψηλο (Ψίστην) του μακαρίτη του Μικελάκη και με το απαραίτητο βιβλίο στο χέρι (άνθρωπος των γραμμάτων –βλέπετε-) προύκαλεσε την προσοχήν του κόσμου.
-Είχε και τους ακολούθους του. Τον Κωσταντίνον Μαυροΐδή και Σπυρογιάννην Μπατιστάτον, Σωματοφύλακα δε το αραπάκι Γεράσιμον Στεφανάτον.
Αί ! Μικέλη , αί Μικέλη, του φτωχού του Μικελάκη που του φόριες τη βελάδα και το σέκο το ψηλό! Έκαμες για να γελάση το μικρό το Ληξουράκι, κι’ όταν τα ξαναφορέσεις γράψε μου, παρακαλώ!»
Το Λορνιόν
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του Μικέλη Τζανάτου, όχι απλά για την ιστορία της πόλης, ποιος ήταν ο άνθρωπός που για χρόνια ήταν «διορισμένος» στο κοιμητήριο, αλλά για το τύπο του, με τον οποίο έδρασε σε μια κοινωνία που αποτελείτο από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και αυτός με τα έργα του τις γεφύρωνε με επιτυχία. Είχε τη δική του φιλοσοφία για τη ζωή, πράγμα που του κόστισε αρκετά, με αποτέλεσμα να ζει μόνος του και απόμακρος από τους ανθρώπους μερικές φορές. Φαίνεται πως ο τρόπος ζωής του ποιητή Μικελάκη Άβλιχου τον επηρέασε για το υπόλοιπο της ζωής του και ταυτίστηκε με τη ζωή και τα πιστεύω του ποιητή, που έζησε κοντά του. (Βλ. «Εληά» Α.Φ. 203, 13/2/26).
Ακολουθεί η γνωστοποίησις του Μικέλη Τζανάτου για τη θέση του στο Νεκροταφείο και τη ζωή του.
Γνωστοποίησις
«Επειδή κάθε μέρα με ρωτούν οι άνθρωποι εάν είμαι διωρισμένος στο Νεκροταφείο, θέλω να γνωστοποιήσω ότι πολλές φορές μου προσφέρανε δημόσια θέσι, αλλά ποτέ δε ηθέλησα να γίνω συμπέθερος του Ταμείου. Αυτό το ψωμί δεν το επιδέχεται ο οργανισμός μου, και, κατά το φίλο μου το Μικελάκη, θέλω νάχω το ποσταντικό μου γης και κλήματα δικά μου.
Ευχαριστώ τον Κύριον Χαρ. Ευθυμιάτον για την εκτίμηση που μου έκαμε και με επρότεινε στο Συμβούλιο για Επόπτη του Νεκροταφείου, καθώς ευχαριστώ και το Συμβούλιο που εψήφισε την πρότασί μου αυτή. Επειδή δε προ χρόνων το Νεκροταφείον είναι σε κακή κατάστασι και οι διάδρομοί του τελείως κατεστραμμένοι και το σχέδιο του χαλασμένο, επειδή δε εγώ συχνάζω εκεί και κάνω συντροφιά στους πεθαμένους, αφού εβαρέθηκα τους ζωντανούς, δηλώνω ότι είμαι πρόθυμος να διευκολύνω και να βοηθήσω κάθε ενδιαφερόμενο εις ό,τι μπορώ σχετικώς με το Νεκροταφείο, εννοείται χωρίς κανένα συμφέρο, όπως πάντα σε όλη μου τη ζωή κάνω, που για τούτο τα πράμματά μου ήρθανε κακά και ψυχρά.
Ληξούρι Μηκέλης Τζανάτος
Σ Λ – Μικέλη, πού οργανισμό
έχεις πολύ λεπτόνε,
και δεν θέλεις να τρώς ψωμί,
που πολλοί άλλοι τρώνε!
Και πήρες τα συστήματα
και συ του Μικελάκη,
κ’ έτσι συχνάζεις πάντα εκεί
πούν των νεκρών οι λάκοι!
Κι’ αφού στη γνωστοποίησι,
που κάνεις ανωτέρω,
θέλεις να πγαίνης στους νεκρούς,
αλλά χωρίς συμφέρο!
Κι’ αφού εμάς τους ζωντανούς,
βαρέθηκες, Μικέλη,
κι’ επιθυμείς να ζής μ’ αυτούς,
π’ άλλος κανείς δεν θέλει.
Πγαίνε όσο ‘σαι ζωντανός
για να τούς συντροφεύης
και θα το βρής ογλήγορα
εκείνο που γυρεύεις !
(Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία ως έχει)