Του Γεράσιμου Γαλανού
Το καρναβάλι ή καλύτερα η περίοδος της αποκριάς είναι «τοποθετημένη» μέσα στον εθιμικό κύκλο, πριν από τη μεγάλη Σαρακοστή της εαρινής περιόδου, η οποία θα κορυφώσει την νηστιακή λειτουργία μας, με την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού μας.
Οι αποκριές, με την πληθώρα που έχουν, από ηδονιστικές και χαρούμενες εκδηλώσεις, μας προετοιμάζουν σε βιώματα που πρέπει να περάσουμε, που πρέπει να τα ζήσουμε, πρέπει να μάς δοκιμάσουν, για να εισέλθουμε, αν θέλουμε συνειδητοποιημένα, σ’ έναν μυστηριακό τελετουργικό κόσμο τον οποίον απλόχερα, μάς τον παρέχει η Θρησκεία μας. Αν αυτόν το μυστηριακό κόσμο μπορούμε να τον ζήσουμε με βαθιά εσωτερικότητα, καθώς και με ψυχική και σωματική εναρμόνιση, τότε υψώνουμε τη σκέψη μας και τον τρόπο ζωής μας, προς το ανώτερο που μας δίνει η εικόνα του Θείου.
Αν η «τελετουργία των αποκριών» βιωθεί με τρόπους ζωηρούς, σαρκαστικούς, σκωπτικούς δημοκρατικά, μιμητικά, προκλητικά σεξουαλικά, κι όλα αυτά με αληθινή έκφραση της ψυχής μας, χωρίς την προσωπική προσβολή προς τον άλλον, τότε αλλάζει το είναι μας προς την καλύτερη διάθεση, προς την αγάπη και προς την αλληλοκατανόηση και αλληλεγγύη των όλων δυνάμεων.
Μιλώντας για τις αποκριές ή καλύτερα όπως έχουν ονομαστεί τα καρναβάλια, πολλοί τα περιφρονούν, τα κατακρίνουν, ακόμη και τα αφορίζουν πως είναι έργα διαβολικά, μην ξέροντας πως αυτά είναι η ζωή. Για να έχεις Θεό μέσα σου, πρέπει να τολμάς να εκφράζεις, αυτό που φοβάσαι πως είναι ενοχλητικό προς τους άλλους. Αυτό δε, που θα σχολιάσουν οι άλλοι ως κατάκριση, είναι το δικό τους πρόβλημα, είναι αυτό που δεν μπορούν να λύσουν, να «συμβιβαστούν», να το σκεφτούν και να δουν το διαφορετικό ψυχαγωγικό βίωμα, που τούς δίνει η ζωή και τούς κάνει χαρούμενους. Αυτοί που δεν μπορούν να βιώσουν τη χαρά της ψυχαγωγικής δημιουργίας, το μόνο που κάνουν είναι, να μεταφέρουν σχολαστικά προς την πηγή της καρναβαλικής και σατιρικής έκφρασης, μια εικόνα σχολαστική και ενοχλητική, μην ξέροντας ότι απλά εκφράζουν τους δικούς τους φόβους και ανασφάλειες. Έτσι συχνά ακούγεται μέσα στην περίοδο του Καρναβαλιού, από πολλούς η φράση – Είμαστε ή είσαστε μόνο για τα καρναβάλια!- . Θεωρώ πως, όποιος τη φράση αυτή την ξεστομίζει σε κάποιον που συμμετέχει στο πανηγύρι της χαράς και του γέλιου, τού προδίδει άθελά του απερίσκεπτα έναν έπαινο, ένα αξίωμα ψυχής.
Αυτός που συμμετέχει στο καρναβάλι, αυτός που θα εκθέσει με θάρρος το είναι του, με σατιρική σκωπτική διάθεση, ακόμη και σεξουαλική αθυροστομία, χωρίς να κρύβεται στη μάσκα, γίνεται ο διάφανος καθρέπτης για τους άλλους, που η μόνη τους ελπίδα, αν μπορούν να την έχουν, είναι να δουν πώς έχει η πραγματικότητα μέσα τους.
Αυτός που συμμετέχει ενεργά στο καρναβάλι, αυτός που θα «τσαλακώσει» την εικόνα του, γίνεται βουκέντρα στο μυαλό όλων εκείνων που δεν έχουν τη τόλμη να εκφράσουν την αλήθεια και να δουν εσωτερικά το σκοπό της ζωής.
Αυτός που θα εκθέσει την αθυροστομία του, το σκώμμα, το σχολαστικό πείραγμα αυθόρμητα και μέσα στο πνεύμα μιας γνωστής κοινωνικοποίησης, γίνεται όπως λέει και ο Ληξουριώτης ποιητής, Μικέλης Άβλιχος , «η κουτάλα που όλο ανακατεύει τον κοινωνικό χυλό για να μην πήξει, και πετρώσει ή κολλήσει και χαθεί».
Το σατιρικό πείραγμα, το σκώμμα είναι αναγκαίο, προσθέτει βλέψη κι ανοικτοσύνη στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και «τοποθετεί» με τον προβληματισμό του τις ατασθαλίες των κακών κειμένων μιας κοινωνίας.
Είναι αναγκαίο όμως να καταλάβουμε πρώτα πως έχουν τα πράγματα και οι έννοιες, πριν τις εκφράσουμε μέσα στην αποκριά. Η Αποκριά δεν ζητά από το υποκείμενο που θα εκπέμψει τη σάτιρα χαρούμενη, σχολαστική «επίθεση», δηλαδή να είναι μια στιγμή προσωπικής επίθεσης προς μια διαφορά μεταξύ δυο υποκειμένων. Αυτό είναι έξω από την αποκριάτικη τελετουργία.
Δεν έχει θέση η προσωπική επίθεση σε κάποιον που απέναντι σε άλλον έχει μια και μόνο δική του προσωπική διαφορά. Αυτό δεν αφορά τις αποκριές, αλλά μόνο τα δυο εμπλεκόμενα μέρη, τα οποία πρέπει να βρουν τη λύση μεταξύ τους. Με άλλα λόγια οι σατιρικές διαθέσεις που εκφράζονται λεκτικά και εικονικά -παραστατικά την περίοδο της αποκριάς, δεν ανήκουν στον παραπάνω δυαδικό τύπο επικοινωνίας, δηλαδή μεταξύ δυο μορφών, αλλά στο ευρύ ποικιλόμορφο κοινό.
Ωστόσο, η συμμετοχή στο καρναβάλι, όχι απλά να είμαστε θεατές, είναι ο άμεσος τρόπος δημιουργίας τέχνης, στην όποια μορφή της κι αν είναι, γίνεται δε ο άμεσος τρόπος θεοποίησης του ανθρώπου. Το να αυτοθεοποιείσαι, δε σημαίνει απαραίτητα πως είναι και ο αυτοσκοπός σου, για να αγγίξεις το θείο. Αν η θεοποίηση είναι ο αυτοσκοπός σου, τότε έχεις χάσει από μπροστά σου αυτό που πράγματι θέλει η ψυχή σου.
Αν την ώρα της καρναβαλικής δημιουργίας δεν στέκεσαι κριτικά απέναντι στο κοινό, στον κόσμο, αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό ταυτόχρονα, έχει αλλοιωθεί ο εσωτερικός σου κόσμος και η αλλοίωση αυτή συμβαδίζει με έναν επίσης αλλοιωμένο εξώκοσμο. Παρομοιάζει η όλη εικόνα όπως τα σημάδια της σύφιλης που ανδρώθηκε παράλληλα με τον πολιτισμό.
Μια και μιλάμε για τον «καλλιτέχνη του καρναβαλιού», που αφορά το εσώτερο πρωτίστως χώρο της ψυχής, δεν υπάρχει πιο οδυνηρό από έναν καλλιτέχνη αλλοιωμένον. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει ένας καλλιτέχνης σατιριστής, ένας καλλιτέχνης καρναβαλιστής, που συμπεριφέρεται, που δημιουργεί, σύμφωνα με την αισθητική των πολλών. Πρέπει να σπάσει τη σύφιλη του υποκριτικά πολιτισμένου κοινού, του πολιτισμένου κόσμου, που υποκρίνεται δήθεν με καθαρότητα, ενώ απεναντίας ζει μέσα σε μια θολότητα ύπαρξης και αμφιβολίας.
Στον πολιτισμό αυτόν στέκεται «ως μέγας πολέμιος» το ίδιο το κομμάτι του, η αποκριά και η χρονική περίοδό της, με όλες τις «αρετές και τα κρίματά της» έννοιες που τις παρουσιάζει και τις καθορίζει ο συφιλιασμένος δήθεν πολιτισμός.
Η αποκριά σου προσφέρει το ασυμβίβαστο πνεύμα, ιδίως τώρα που είναι εποχή μεγάλων διεργασιών και ζυμώσεων, που πολλοί ενστερνίζονται πως μια νέα εποχή προβάλει για τον άνθρωπο.
Η αποκριά σε κάνει να εκφράσεις μια αλήθεια, μια ηθική ελευθεριότητα, κόντρα στην υποκρισία που κρύβουμε όλοι μέσα μας, και την παρουσιάζουμε «καλυμμένη» με ωραία μορφή. Η σκληρότητα της έκφρασης στην αποκριά, αν είναι στηριζόμενη στη βάση της εσωτερικής πηγή της αλήθειας, τότε είναι απλά μια ενέργεια που ο πολιτισμός δεν την αλλοίωσε ακόμη και που είναι αρετή και όχι ένα ιδιότροπο βίτσιο.
Η αποκριά μας αποπλανεί με επιδεξιότητα. Στην πραγματικότητα μας αφηγείται τον εσωτερικό κόσμο μας, τα βάθη της ψυχής μας και μας ξεγυμνώνει ενώπιον του κάθε θεατή , πρωτίστως όμως σε εμάς τους ίδιους που δεν τολμάμε να ανοιχτούμε και όλο κρυβόμαστε. Οι ενεργοί καρναβαλιστές κάνουν συμμέτοχους τους θεατές, τους κάνουν αποδέκτες δείχνοντάς τους τι έχουν μέσα στον εσώτερο κόσμο τους.
Όλοι μας ή καλύτερα η πλειοψηφία του συνόλου που αποτελεί το ανθρώπινο γένος, ηδονίζεται στη σκέψη και τη θωριά του απόλυτου, του ανόθευτου και καθαρού κακού, όταν εκείνο δεν στρέφεται εναντία σ’ αυτόν ή σε πρόσωπα της αγαπημένη του ομήγυρης. Μπορούν όμως κάποιοι να απολαύσουν τις ηδονικές δονήσεις, όταν δεν νιώθουν πως βάλλεται η δικής τους ομήγυρη, αλλά θα παραμείνουν μέσα σε μια ολότητα καταπιεσμένη από ταμπού που παλεύουν να σκοτώσουν τα φετίχ, που ούτως ή άλλως γιομίζουν τα υπογάστριά τους.
Παντού στο δρόμο ελλοχεύουν τα μύχια, τα απαγορευμένα πάθη, που η ίδια η πληθώρα των ανθρώπων προσπαθεί να καταπνίξει, να κάνει να σωπάσουν. Η αποκριά τα ξετυλίγει, τα φανερώνει, σε προβληματίζει και με την έκθεση των εικόνων της σε προκαλεί σε αναθεώρηση των εσωτερικών φόβων που υπάρχουν καταπιεσμένοι στο είναι σου.
Είναι καθάριο αυτό που ειπώθηκε από τον Φρειδερίκο Νίτσε πάνω στις σκέψεις του για τη Θέληση της Δυνάμεως. «Αν κάτι φανερώνει τον εξανθρωπισμό μας την αληθινή μας πρόοδο, αυτό είναι το ότι δεν χρειαζόμαστε πια ιδιαίτερη εσωτερική μάχη ούτε αγώνες. Αποκτήσαμε την ελευθερία να αγαπήσουμε τις αισθήσεις μας, τόσο πολύ τις έχουμε βγάλει έξω από την ύλη και τις μετατρέψαμε σε καλλιτέχνες. Δικαιούμαστε να χρησιμοποιούμε οτιδήποτε ήταν μέχρι σήμερα κακόφημο»
Πάνω σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και η αποκριάτικη περίοδος, που απελευθερώνει τις αισθήσεις, που αδιαφορούν για την αισθητική και προσδίδουν μια δυναμική στο αισθητό. Δηλαδή με άλλα λόγια, μια και επεξηγούμε την αποκριάτικη περίοδο, αυτή μας προσφέρει σε εμάς τους πολιτισμένους ανθρώπους τη δύναμη των πρωτόγονων ενστίκτων για να ελευθερωθεί η φαντασία μας. Κατ’ επέκταση των παραπάνω ιδεών, η αποκριά ή καρναβαλική περίοδος, παραμένει ένα φάρμακο, ένα αντίδοτο στο συφιλιασμένο πολιτισμό, που κρύβει και δυσάρεστες καταστάσεις και επικίνδυνες ενέργειες. Ας κρατήσουμε την αποκριά, ας τη μελετήσουμε ως ενεργά υποκείμενα μέσα σ’ αυτήν, για να έχουμε πάντα την έκφραση της καταπιεσμένης μας εσωτερικής συνείδησης, που το κοινωνικό –πολιτικό σύστημα, συνεχώς προσπαθεί να μας αλλοιώσει και μας κατευθύνει.
Το κείμενο αυτό και οι φωτογραφίες αποτελούν την πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Καρνάβαλος» του 2019, αφιερώνεται με εκτίμηση και αγάπη στη φίλη Μαργαρίτα (Ρίτα) Μουρελάτου, καθηγήτρια, συμπαρουσιάστριά μου στο Ληξουριώτικο καρναβάλι και μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής αυτού του θεσμού.