Ο αριθμός των δίγλωσσων παιδιών στη χώρα μας, αυξάνεται συνεχώς εξαιτίας πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών παραγόντων. Η διγλωσσία αφορά την ικανότητα ενός ανθρώπου να μιλάει άπταιστα δύο γλώσσες και να τις χρησιμοποιεί σε διαφορετικές καταστάσεις, εναλλάσσοντας μεταξύ τους τις δυο αυτές γλώσσες, χωρίς να διστάζει ή να δυσκολεύεται. Το δίγλωσσο παιδί στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε μεγαλώνει σε περιβάλλον όπου οι γονείς του μιλούν μια μητρική γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα της κοινότητας όπου ζουν, είτε μεγαλώνει σε περιβάλλον όπου οι γονείς του μιλούν δυο διαφορετικές γλώσσες.
Η γλωσσική ανάπτυξη της διγλωσσίας στο παιδί μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική:
- Στην ταυτόχρονη ανάπτυξη διγλωσσίας, το παιδί εκτίθεται και στις δυο γλώσσες από τη γέννησή του ή έρχεται σε επαφή με τη δεύτερη γλώσσα πριν την ηλικία των τριών ετών. Σε αυτή την περίπτωση, η απόκτηση της δεύτερης γλώσσας γίνεται με φυσικό και αβίαστο τρόπο χωρίς συστηματική διδασκαλία. Αρχικά το παιδί που αναπτύσσει και τις δυο γλώσσες ταυτόχρονα, αποκτά ένα ενιαίο αδιαφοροποίητο γλωσσικό σύστημα, όπου αναμειγνύονται γλωσσικά στοιχεία και από τις δυο γλώσσες. Μετά την ηλικία των τεσσάρων ετών, το παιδί ξεκινά σταδιακά να διαχωρίζει τα γλωσσικά συστήματα των δυο γλωσσών, αν και μπορεί να συνεχίζει να τα συγχέει μεταξύ τους κάποιες φορές, σημειώνοντας λάθη στην προφορά του λόγου ή στις καταλήξεις των λέξεων ή στη δομή των προτάσεων. Μέχρι τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του, το παιδί έχει κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των γλωσσικών δεξιοτήτων και στις δύο γλώσσες και είναι σε θέση να τις διαχωρίζει και να τις χρησιμοποιεί εναλλάσσοντας τις δυο γλώσσες με ευχέρεια.
- Στη διαδοχική ανάπτυξη διγλωσσίας, το παιδί ξεκινάει να μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα εφόσον έχει αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την πρώτη γλώσσα. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί εκτίθεται αρχικά στη μητρική του γλώσσα κι αφού έχει σταθεροποιηθεί η πρώτη γλώσσα, συνήθως μετά το τρίτο έτος της ηλικίας, έρχεται σε επαφή με τη δεύτερη του γλώσσα μέσω συστηματικής διδασκαλίας, όπως για παράδειγμα ένα παιδί που έχει αρχίσει να μιλάει την αλβανική γλώσσα και έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την ελληνική γλώσσα όταν πηγαίνει στο νηπιαγωγείο. Στη διαδικασία της διαδοχικής διγλωσσίας, το παιδί μαθαίνει συνήθως πιο εύκολα τη δεύτερη γλώσσα καθώς είναι πιο ώριμο, έχοντας ήδη αποκτήσει εμπειρία από το γλωσσικό σύστημα της μητρικής του γλώσσας, από το οποίο μπορεί και αντλεί γνώσεις. Κάποιες φορές όμως στη διαδικασία της διαδοχικής διγλωσσίας φαίνεται να μεσολαβεί και μια παρατεταμένη χρονική περίοδος σιωπής, που δίνει την εικόνα γλωσσικής καθυστέρησης, κατά την οποία το παιδί που μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα, ακούει και μαθαίνει αλλά μιλάει ελάχιστα. Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν διακόπτεται ξαφνικά η διαδικασία γλωσσικής ανάπτυξης της μητρικής γλώσσας καθώς αντικαθίσταται απότομα από τη δεύτερη γλώσσα, γεγονός το οποίο μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στη γενικότερη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού με αποτέλεσμα το παιδί να μην κατέχει σωστά ούτε τη μητρική του ούτε τη δεύτερη γλώσσα του, εμφανίζοντας έτσι φτωχό λεξιλόγιο στην έκφραση του, ανολοκλήρωτες προτάσεις, δυσκολίες στην άρθρωση και πολλά γραμματικά λάθη.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ένα παιδί δεν μπορεί να θεωρείται δίγλωσσο όταν εκτίθεται σε μία άλλη γλώσσα μετά την ηλικία των έξι ετών, γιατί μέχρι τότε έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του λόγου του και επί της ουσίας μιλάμε για εκμάθηση ξένης γλώσσας, η οποία σε αντίθεση με τη δεύτερη γλώσσα, στερείται ευκαιριών και δυνατοτήτων για επικοινωνιακή χρήση εκτός του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος στο οποίο διδάσκεται.
Στη διαδικασία επαφής των δίγλωσσων παιδιών με τη δεύτερη γλώσσα τους, εμπλέκονται ποικίλοι παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, επηρεάζοντας το ρυθμό και την πορεία εκμάθησης αυτής της γλώσσας. Ως τέτοιους παράγοντες μπορούμε να λάβουμε υπόψη:
- το μεγάλο ή μικρό βαθμό κατοχής της μητρικής γλώσσας που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την πορεία ανάπτυξης της δεύτερης γλώσσας, όταν η πρώτη γλώσσα λειτουργεί ως προηγούμενη γνώση ή δεξιότητα για την εκμάθηση δεύτερης γλώσσας, ανάλογα βέβαια και με την συγγένεια που έχουν τα γλωσσικά συστήματα των δυο γλωσσών μεταξύ τους, ως προς το συλλαβισμό των λέξεων, τους κανόνες γραμματικής και συντακτικού τους και τους ορισμούς των λέξεων τους.
- τον τρόπο εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας, ως προς την ποιότητα και ποσότητα γλωσσικών ερεθισμάτων που προσφέρονται στο παιδί, είτε μέσω καθημερινής εξάσκησης σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας, είτε και μέσω καθοδηγούμενης εκμάθησης υπό την επίβλεψη διδάσκοντα.
- την ισχύ των κινήτρων κάθε παιδιού που μαθαίνει μια νέα γλώσσα, όπως η ανάγκη ενσωμάτωσης του ως ενεργό μέλος σε μια κοινότητα που χρησιμοποιείται η γλώσσα – στόχος.
- την προσωπικότητα κάθε παιδιού, όπου τα εξωστρεφή παιδιά συνήθως αναπτύσσουν πιο γρήγορα τη δεύτερη γλώσσα τους σε επικοινωνιακό επίπεδο, λόγω κοινωνικότητας και παρορμητικότητας, ενώ τα εσωστρεφή παιδιά μπορούν να μαθαίνουν πιο γρήγορα τη δεύτερη γλώσσα τους, συνήθως σε περιβάλλον συστηματικής διδασκαλίας λόγω μεγαλύτερης αφοσίωσης τους στη σχολική επίδοση. Επιπλέον τα παιδιά με μεγαλύτερη αίσθηση αυτοπεποίθησης αναπτύσσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τις επικοινωνιακές τους ικανότητες στη δεύτερη γλώσσα, εν αντιθέσει με τα παιδιά με αισθήματα ανασφάλειας, απόρριψης και κατωτερότητας.
- την ηλικία κάθε παιδιού, όπου έχει διαπιστωθεί ότι παιδιά που εξετέθησαν σε δεύτερη γλώσσα μετά τη γέννηση τους, αλλά σε κάθε περίπτωση πριν από την ηλικία των τριών ετών, εμφανίζουν καλύτερες γλωσσικές επιδόσεις σε σχέση με εφήβους και ενήλικες που ενεπλάκησαν στην εκμάθηση δυο γλωσσών. Τα παιδιά μικρότερης ηλικίας διαθέτουν μια βιολογική ικανότητα για μάθηση και μαθαίνουν πιο γρήγορα και πιο ολοκληρωμένα τη δεύτερη γλώσσα, εξαιτίας της εγκεφαλικής τους ευελιξίας η οποία αρχίζει να φθίνει στην ηλικία περίπου των εννέα ετών.
- το φύλο του παιδιού, όπου έχει αποδειχτεί ότι τα κορίτσια διαθέτουν προβάδισμα στη γλωσσική ανάπτυξη, δεδομένου ότι τα νεογέννητα κορίτσια είναι πιο ώριμα σε σχέση με τα νεογέννητα αγόρια κατά τέσσερις εβδομάδες, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος τους να ωριμάζει ταχύτερα σε σχέση με των αγοριών, γεγονός που δικαιολογεί νευροβιολογικά, τις μειωμένες λεκτικές ικανότητες των αγοριών και τον πιο αυξημένο κίνδυνο τους για ανάπτυξη γλωσσικών διαταραχών.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα, πιστεύονταν ότι το παιδί που εκτίθεται σε δυο γλώσσες, είναι επιρρεπές στην ανάπτυξη γλωσσικών διαταραχών και επομένως η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας ήταν αρνητικά φορτισμένη. Σύγχρονα δεδομένα ωστόσο ανατρέπουν αυτή τη θεώρηση στη βάση της καθώς η διγλωσσία δεν προκαλεί προβλήματα στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας. Ερευνητικά δεδομένα συνηγορούν στο ότι ο λόγος στα δίγλωσσα και στα μονόγλωσσα παιδιά εξελίσσεται με παρόμοιο ρυθμό, καθώς τα δίγλωσσα παιδιά ακολουθούν τα τυπικά στάδια φυσιολογικής γλωσσικής ανάπτυξης, αρχίζοντας να λένε τις πρώτες λέξεις περίπου στους 18 – 20 μήνες, ενώ σε ηλικία δυο ετών τα περισσότερα χρησιμοποιούν φράσεις δύο λέξεων.
Πρέπει να τονιστεί λοιπόν πως η διγλωσσία σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί άμεση ή έμμεση αιτία εμφάνισης διαταραχών λόγου ή και μαθησιακών δυσκολιών καθώς αυτές μπορεί να παρουσιαστούν σε ένα παιδί ανεξάρτητα με το αν μεγαλώνει ως μονόγλωσσο ή δίγλωσσο. Επομένως η διγλωσσία δεν προκαλεί καθυστέρηση ή διαταραχή στην ανάπτυξη του λόγου, παρόλο που καθυστέρηση ομιλίας μπορεί να προκύψει και σε δίγλωσσα παιδιά, δεδομένου ότι μερικές φορές η γλωσσική ανάπτυξη μπορεί να εξελίσσεται πιο αργά σε αυτά τα παιδιά, σε σύγκριση με αυτήν των μονόγλωσσων παιδιών, όμως αυτή η επιβράδυνση συνήθως δεν είναι σημαντική. Επιπλέον τόσο τα δίγλωσσα όσο και τα μονόγλωσσα παιδιά μπορούν να εμφανίσουν μαθησιακές δυσκολίες, εάν δεν έχουν αναπτύξει επαρκώς τις γλωσσικές τους δεξιότητες μέχρι τη σχολική ηλικία και να δυσκολευτούν να ανταπεξέλθουν μαθησιακά, στις αυξημένες απαιτήσεις μιας σχολικής τάξης.
Η διγλωσσία βοηθάει θετικά την ανάπτυξη των παιδιών και έχει αποδειχθεί ότι τα δίγλωσσα παιδιά είναι συνήθως πολύ δημιουργικά άτομα και έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, είναι συχνά καλύτερα σε θέματα συγκέντρωσης και διατήρησης προσοχής, παρουσιάζουν ιδιαίτερες ικανότητες στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων, έχουν την τάση να έχουν καλύτερη επίδοση σε τεστ πολλαπλής επιλογής και σε λεκτικές δοκιμασίες, έχουν συνήθως βελτιωμένες λεκτικές ικανότητες όπως: μεγαλύτερη ευχέρεια στην ανάγνωση, μαθαίνουν γενικά χωρίς δυσκολία ξένες γλώσσες, μαθαίνουν ευκολότερα καινούργιες λέξεις και εντοπίζουν συνώνυμα αυτών, συλλαβίζουν πιο άνετα τους φθόγγους μέσα στις λέξεις, ταξινομούν με μεγαλύτερη ευχέρεια λέξεις σε κατηγορίες, περιγράφουν πιο αναλυτικά αντικείμενα και γεγονότα, κτλ. Επιπλέον πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε δυο γλώσσες, αντιλαμβάνονται πιο εύκολα διαφορετικές κουλτούρες και αναπτύσσουν έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, αποκτώντας μεγαλύτερο βαθμό ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό που εκφράζει η κάθε νέα γλώσσα ως φορέας πολιτισμού μιας άλλης χώρας. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι ένα δίγλωσσο παιδί θα πρέπει να αισθάνεται την επιπλέον γλώσσα του όχι ως εμπόδιο αλλά ως επιπλέον εφόδιο, που θα μπορούσε να το βοηθήσει στην ατομική του πορεία ζωής προσφέροντας του ευρύτερους προσανατολισμούς και περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες.
Το να μάθει ένα δίγλωσσο παιδί να μιλά επαρκώς και τις δύο γλώσσες, απαιτεί σωστή διαχείριση της διαδικασίας επαφής του παιδιού με τη κάθε γλώσσα, από τους γονείς, κατά τη διάρκεια της γλωσσικής του ανάπτυξης. Οι γονείς των δίγλωσσων παιδιών μπορούν να υποστηρίξουν και να ενισχύσουν την γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών τους και στις δυο γλώσσες, με τους εξής τρόπους:
- Στην περίπτωση που η μητρική γλώσσα των δυο γονιών δεν είναι η ίδια, θα πρέπει ο κάθε γονιός να απευθύνεται στο παιδί χρησιμοποιώντας μόνο τη δική του μητρική γλώσσα συστηματικά και όχι όποτε το επιθυμεί. Έτσι το παιδί θα μάθει να ξεχωρίζει εύκολα την κάθε γλώσσα συνδέοντας την με τον κάθε γονιό. Επιπλέον οι γονείς που κατέχουν διαφορετικές μητρικές γλώσσες και μιλούν μεταξύ τους, οφείλουν να προσέχουν στο να μην αναμειγνύουν τις δύο γλώσσες μαζί, χρησιμοποιώντας μεικτό λεξιλόγιο ή ανακατεύοντας τους γραμματικούς κανόνες των δυο γλωσσών, γιατί έτσι προκαλείται σύγχυση στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους, ως προς το διαχωρισμό των δύο αυτών γλωσσών.
- Είναι σημαντικό να έχουν οι γονείς υπόψη πως δε διδάσκουν το παιδί να μιλάει, όπως δεν το διδάσκουν να περπατάει ή να χαμογελάει, επομένως το πιο απαραίτητο στοιχείο στην γλωσσική ανάπτυξη είναι η έκθεση και η ανάγκη. Αν τα παιδί εκτεθεί σε δύο γλώσσες, σε μία πληθώρα καταστάσεων από την στιγμή της γέννησής του και αν αισθανθεί ότι χρειάζεται και τις δύο γλώσσες για να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους τριγύρω του, θα τις μάθει και τις δύο. Οι γονείς μπορούν να διευκολύνουν την έκθεση του παιδιού τους στις δυο γλώσσες, προσφέροντας του αρκετές ευκαιρίες (γλωσσικά ερεθίσματα) να ακούσει και να χρησιμοποιήσει και τις δύο γλώσσες σε καθημερινές δραστηριότητες, μιλώντας περισσότερο στο παιδί (όταν αυτό είναι εφικτό) τη γλώσσα που συνήθως ακούει λιγότερο από άλλους, μαθαίνοντάς του τραγουδάκια και νανουρίσματα και αφηγούμενοι παραμύθια σε αυτή τη γλώσσα.
- Επιπλέον εάν κάποιος από τους δύο γονείς δεν αρθρώνει σωστά και δε γνωρίζει επαρκώς, την κυρίαρχη γλώσσα της κοινότητας που μεγαλώνει το παιδί του, συνίσταται επίσης να επικοινωνεί με το παιδί του στη δική του μητρική γλώσσα που την χρησιμοποιεί άπταιστα και όχι σπαστά, αποτελώντας έτσι για το παιδί του πρότυπο γλωσσικής επάρκειας και επιτρέποντας του να αναπτύξει την συγκεκριμένη γλώσσα χωρίς λάθη,
Παρατηρείται πολύ συχνά να συμβουλεύονται οι γονείς δίγλωσσων παιδιών με διαταραχές λόγου να χρησιμοποιούν αποκλειστικά την κυρίαρχη γλώσσα της κοινότητας όπου ζουν και του σχολείου, ακόμη κι αν αυτή η γλώσσα είναι η δεύτερη για τους γονείς αυτούς, υποστηρίζοντας καλοπροαίρετα ότι η μητρική γλώσσα αυτών των γονιών αποτελεί εμπόδιο στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα πρέπει να συστήνεται, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση όπου οι γονείς του παιδιού δεν έχουν επαρκή γνώση στη χρήση της δεύτερης γλώσσας. Επιπλέον ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνει ένα δίγλωσσο παιδί χωρίς γλώσσα στην οποία να αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά, όπως είναι η μητρική του γλώσσα, για να εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτό θα όξυνε περαιτέρω τις δυσκολίες του στο λόγο. Άλλωστε πολλές διαπολιτιστικές έρευνες πλέον, επιβεβαιώνουν ότι η ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας αποτελεί προϋπόθεση για μια ομαλή πορεία εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας. Συμπερασματικά λοιπόν τα περισσότερα δίγλωσσα παιδιά θα μάθουν τη δεύτερη γλώσσα τους πιο γρήγορα και πολύ καλύτερα, εάν έχουν σωστές βάσεις στη μητρική τους γλώσσα.
Φεβρουάριος 2020
Ευάγγελος Κατσαρός
Λογοθεραπευτής MSc του Κέντρου Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) Κεφαλληνίας