Διαγωνισμός Παραδοσιακού Λαϊκού Παραμυθιού: Κεφαλονίτικο παραμύθι στη 2η θέση
Πολιτισμός
20/06/2021 | 12:10

Το παραμύθι αυτό το διηγούταν η “Κουμπαρούλα”, μία γιαγιά που γυρόφερνε την εκκλησία ενός χωριού στην Λειβαθώ της Κεφαλονιάς μου. Δεν ξέρω πόσο παλιό είναι ούτε από πιο χωριό κρατάει η σκούφια του, ξέρω μόνο πως η αφηγήτρια αυτή ήταν ήδη αρκετά παλιά από όσο θυμάται η γιαγιά της επιμελήτριάς μου, η οποία και το ανακάλεσε στη μνήμη της και μου το μετέφερε και έτσι έφτασε και σε μένα.

Ο τίτλος είναι τα επτά αντικείμενα παρότι ο σκορπιός δεν ανήκει προφανώς σε αυτή την κατηγορία. Θεωρώ ότι με την πάροδο του χρόνου, από στόμα σε στόμα και από μνήμη σε μνήμη ίσως τα αντικείμενα έγιναν πια “αντικείμενα”!

Αλλά τα παραμύθια έχουν την αξία του καθενός που τα κουβαλά από χρόνο σε χρόνο και έτσι ποια είμαι εγώ που για μία στιγμή τα κράτησα για να κάνω διορθώσεις.

Μαριλένα Παπακωνσταντίνου

Απολαύστε το παραμύθι!

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα ορεινό χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, τα επτά αντικείμενα έκαναν συμβούλιο νυχτιάτικα στο κατώι του βλάσφημου παπά και της παπαδιάς του με τούτο τον τρομερό σκοπό: να του κλέψουν όλα τα καρύδια του και να μην του αφήσουν μήτε ένα!

Το γουλί αναπήδησε ασυγκράτητο:
«Θα τους κατραπακιάσουμε!»

«Θα τους τρομάξουμε!», αναψοκοκκίνισε το κάρβουνο.
«Θα τους ξεγελάσουμε!», έτριξε το γυαλί

«Θα τους βρωμίσουμε!», ξεφύσησε η βουνιά

«Θα τους καρφώσουμε!», στριφογύρισε ανυπόμονα το καρφί

«Θα τους κουτουλίσουμε!», κύλησε το αυγό

«Θα τους τσιμπήσουμε!», σιγοψιθύρισε ο σκορπιός από μία σκιά.

Αυτά σχεδιάζανε χοροπηδώντας και φωνάζοντας. Ακούει μέσα στον ύπνο του ο παπάς θορύβους και νταπαντούπα και ξυπνάει.
«Ωρέ παπαδιά, ποντίκια είναι στο κατώι σου;»

Καμία απάντηση η παπαδιά, κοιμότανε τον ύπνο του δικαίου.
Αρχινάει ο παπάς μονάχος τις βλαστήμιες και πάει ίσα στο κατώι. Κατεβαίνει κούτσα-κούτσα τα σκαλιά, κοιτάει δώθε, τίποτα. Κοιτάει κείθε, πάλι τίποτα. Κάνει το λοιπό να φύγει και ξάφνου ανάβει και πυρώνει το κάρβουνο! Το βλέπει ο παπάς και του κόβονται τα ήπατα! Κάνει να πατήσει πίσω και χλαπ! Γλιστράει πάνω στο γυαλί και πάρ’ τον να κυλάει στη σκάλα! Αποκαμωμένος ο παπάς βλέπει δίπλα του χάμω το κασόνι με τα καρύδια. Εκεί που κάνει να πάρει ένα, πετάει το κεφαλάκι της η βουνιά και γίνηκε το χέρι του παπά άσ’ τα να μην τα συζητάς! Κι άλλη βλαστήμια ο παπάς! Κάνει να πιάσει την πετσέτα να σουλουπωθεί και τσάκ! Ήταν κρυμμένος ο σκορπιός και του την έριξε την τσιμπιά!
«Αουουουου! Μωρέ παπαδιά, πού είσαι και πεθαίνω!».

Σκούζει ο παπάς και πάει να κάτσει σε μία καθίκλα να συνέλθει. Πετάγεται τότε το καρφί και του μπήγεται στα ψαχνά!
«Αααααααα! Πού ’σαι παπαδιά, σώσε με!».

Σκούζει ο παπάς και σαν κάνει να πιαστεί από το ράφι να σηκωθεί, κλατς! Δίνει έναν σάλτο το αυγό και του κουτουλάει το κεφάλι! Άλλες σκουξιές μετά ο παπάς!

Έρχεται όπου να ’ναι και η παπαδιά τρεχάτη.
«Τι έπαθες, παπά μου, και γκαρίζεις μες στη νύχτα; Τι σου ’ρθε να κατέβεις στο κατώι;»
«Παπαδιά, φέρε τους αγίους να αγιάσω! Το σπίτι γιόμισε διαβόλους και τριβόλους!».
«Άντε μωρέ παπά, όνειρο θα ’δες καημένε! Ιιιιιι! Τι ’ναι αυτό; Πού πήγαν τα καρύδια;»

Κοιτάει κι ο παπάς το κασόνι, καρύδι για καρύδι μέσα! «Τα πήραν τα διαβολικά!».
«Μωρέ αθεόφοβε! Πώς έφαγες ένα σκασμό καρύδια; Σύρε να ανέβεις πάνω και στην αποθήκη μου πόδι να μην ξαναπατήσεις! Μπρος, μπρος!».

Τι να κάνει ο παπάς ο μαγκουφιασμένος, έφυγε με τα χέρια στα πισινά και χωρίς άλλη κουβέντα και όποτε κόταγε να πει την ιστορία του σε κανέναν, εκειός κουνούσε το κεφάλι και του λέγε: «Αχ, μωρέ παπά, τρελός παπάς σε βάφτισε!».

Και ο παπάς καρύδι δεν ξανάβαλε στο στόμα του μα ούτε και βλαστήμια. Και ζήσανε αυτοί καλά και τα αντικείμενα καλύτερα!

Πηγή: ebooks4greeks.gr

eKefalonia
eKefalonia
eKefalonia
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ