Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στη ζωή για ένα σκοπό, άλλοι τον ανακαλύπτουν και πράττουν συνειδητά, άλλοι προσπαθούν να δουν τη συμβαίνει με τον εαυτό του, άλλοι αφήνονται στης μοίρας το παιχνίδι, μοιραίοι και άβουλοι και άλλοι αξιοποιούν τις δυνάμεις τους μέσα από ανοιχτοσύνη και χαμόγελο.
Ο Βαγγέλης Αραβαντινός ήταν στην περίπτωση που κατανόησε νωρίς τα στοιχεία, τα κληρονομικά και τα επίκτητα, δηλαδή έως που μπορεί να φτάσει και έκτισε έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας, όμορφο, γιορτινό της ψυχής και της καλής καρδιάς του
Παιδί μια πολυμελούς οικογένειας, του Κωνσταντή Αραβαντινού και της Ερασμίας Κουμαριώτη, γεννήθηκε το 1927 στο Ληξούρι. Τα μέλη της οικογένειας πολλά, οι ανάγκες αρκετές και η επιβίωση ήταν δύσκολη λόγω των πολέμων και των σκληρών πολιτικών καταστάσεων. Ήταν τα χρόνια που δεν σου έδιναν μεγάλο περιθώριο να μορφωθείς, να ζήσεις άνετα, παρά αυτοί που είχαν μια οικονομική άνεση τράβηξαν μπροστά για κάτι καλύτερο.
Ο Βαγγέλης δεν έπαιρνε τα γράμματα ή καλύτερα δεν τα έδινε σημασία, λες και κάτι μέσα του, του υπαγόρευε πως, για άλλα είναι πλασμένος.
Από μικρός στο πνεύμα της παρέας, όπως ζούσαν τότε τα αγόρια της εποχής του, μυήθηκε και αγάπησε τη σκανταλιά και το πείραγμα, το παιχνίδι, το Ληξουριώτικο πειρακτικό ύφος, αλλά στάθηκε και στον αγώνα για να βοηθήσει την πατρική οικογένεια.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, αναζήτησε άλλες εργασίες επιβίωσης. Ήρθε στην Αθήνα και εργαζόταν όπου μπορούσε, όπου έβρισκε κάτι, που να τον ευχαριστεί, που να έχει μια καλή επικοινωνία με τους ανθρώπους, για να τούς σπουδάσει καλύτερα, για να μάθει πώς έχουν οι κρυφοί και φανεροί τρόποι. Έτσι στο πόστο που άραξε για αρκετά χρόνια ήταν η Λαχαναγορά στου Ρέντη. Αυτή η εργασία του έδωσε τη σπουδή να αναγνωρίζει τους ανθρώπινους χαρακτήρες, την οξύνοια και ετοιμότητα της γλωσσικής απάντησης.
Πριν βαλτώσει μέσα στα «ίδια και στα γίδια» αναζήτησε άλλους δρόμους πιο ελπιδοφόρους, πιο καλύτερους. Απάγκιασε το κορμί του στην υπηρεσία της θάλασσας και του τουρισμού. Εργάστηκε στην πλοιοκτησία Αφών Τυπάλδου, τόσο στη θάλασσα όσο και στη Συκιά του Ξυλόκαστρου, εκεί στις επιχειρήσεις των Τυπαλδαίων και ο Βαγγέλης σπούδασε τους πολύγλωσσους ανθρωπινούς χαραχτήρες της Ευρώπης.
Μα ο Βαγγέλης ήταν ασυμβίβαστος με πολλά, που στενεύουν το όραμα και το μυαλό. Μόνος του μετά από λίγα χρόνια πήρε να φύγει για την Αμερική. Ελάχιστος των Ελαχίστων φάνταζε σε ένα τεράστιο ανθρώπινο μωσαϊκό γλωσσών, φυλών, θρησκειών και νοοτροπιών.
Όμως οι τύποι που έχουν κάτι να δώσουν, που αισθάνονται το διαφορετικό από το κοινό σύνηθες, περιμένουν με βλέψη και ανοικτό Είναι, να βρουν τη βολή τους.
Σε μια εσπερίδα συμπατριωτών μας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων ο Βαγγέλης είδε τον καθρέπτη του, είδε κάποιον που ως εμψυχωτής έδινε παράσταση. Ξαφνικά το αγυιόπαιδο του Ληξουρίου, ένα από κείνα που κυνηγούσαν οι παιδονόμοι, ήρθε στην παλιά εικόνα της ζήση του, που, αναμορφωμένη ευγενικά, γιομάτος πείρα και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δοκίμασε με πολλή επιτυχία να δίνει και αυτός παραστάσεις χαράς.
Τον ανακάλυψε στην Αστόρια της Νέας Υόρκης, η Σαντοριναίου και τον παρουσίαζε μέσα από τη ραδιοφωνική εκπομπής της, τον καλούσαν οι Σύλλογοι των Κεφαλλήνων και των άλλων Ελλήνων της Αμερικής, να «κεντά» όμορφα το χρόνο, διασκεδαστικά και στοχαστικά μέσα από το καλοσυνάτο πείραγμα και ψυχαγωγικό πρόγραμμα.
Ο Βαγγέλης εγκατέλειψε τις απλές εργασίες του βαψίματος, του κουβαλήματος και τις παρόμοιες κουραστικές δράσεις για να ζήσει.
Εμψύχωνε εργασιακά τους φίλους, τους ανθρώπους, τους Συλλόγους, ξυπνούσε το κέφι τους, τάραξε τη νωχελική από την κούραση ηρεμία τους, τους έφερνε στον κόσμο της σκέψης και με τον τρόπο του αντιπάλευε στις μηχανές της κούρασης, που οι περισσότεροι Έλληνες στην ξένη είχαν, για να σταθούν στη δύσκολη εργασία.
Απόκτησε πολλούς φίλους, λίγους εκλεκτούς και αγαπητούς, που τούς θυμόταν έως το τέλος με πολλή νοσταλγία. Και όταν πέρασαν τα 11 χρόνια διαβίωσης στην Αμερική, ως άλλος Οδυσσέας «…πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω…» ήρθε πίσω στην πατρίδα, εκεί που τον καλούσαν τα βήματα , τα χνάρια της οικογένειας του.
Φεύγοντας από την Αμερική, πήρε μαζί του αναμνήσεις και εικόνες, στιγμές αξέχαστες αποτυπωμένες στις φωτογραφίες, που χιλιάδες έβγαλε μαζί με πολλές προσωπικότητες. Τον αγαπούσαν τον Βαγγέλη, γιατί η αγάπη πάει και ανταποδίδει τη ψυχή της, και τη χαρίζει παντοτινά εκεί που ίδια αναγνωρίζει το όμορφο, το ειλικρινές, το καθάριο είναι. Αυτά είχε και ο Βαγγέλης και άρπαζε την κάθε στιγμή, την αξιοποιούσε κεφάτα και σατιρικά και την έκανε γιορτή χαράς.
Στα 1968 επιστρέφει στο νησί του, στην πόλη του, το Ληξούρι και στήνει πάνω στο πόρτο ένα καλοκαιρινό μαγαζί… Το «Πόρτο Φίνο». Ένα μαγαζί που το κέφι των ωραίων «τρελλών» του Ληξουρίου γινόταν έκφραση χαράς και τοπική συνέχεια της παράδοσης του αστείρευτου ληξουριώτικου αστείου.
Έπειτα δούλεψε στην Κέρκυρα, σε Ξενοδοχείο στο Σιδάρι, για πολλά χρόνια και από το 1976 στο Μεντιτερανέ του Γεράσιμου Μεταξά στη Λάση.
Οργάνωνε στην παραλία του Μεντιτερανέ, πάνω στο κύμα και στην άμμο, σκηνές ελληνικές της αρχαιότητας, του τραγουδιστή, του χιουμορίστα, του θεού Διόνυσου, του τρελού Κεφαλονίτη, ως Άντζελος.., με ένα καπέλο που πάνω του είχε ένα μεγάλο ψάρι και αλώνιζε όλο το χώρο και σκορπούσε χαρά. Έκανε τη ζωή του όμορφη, την ταύτιζε με το ατελείωτο καλοκαίρι και όσο η μέρα στεκόταν στον ουρανό και η μια στιγμή διαδέχονταν την άλλη, ο Βαγγέλης έπραττε ακούραστα, χαμογελαστά και ατελείωτα, γιατί αυτά τα όμορφα είχε μέσα του.
Μας δίδαξε πώς να διαχειριζόμαστε στον τουρισμό του νησιού και όχι μόνο, τους τουρίστες, με νυχτερινές όμορφες βραδιές, με τραγούδια πολύγλωσσα και κεφαλονίτικα, με ιταλικές παρλάτες, με συνοδείας της ορχήστρας και του ατελείωτου χορού.
Να τι έκανε ο Βαγγέλης, αυτό που σήμερα λείπει ως σημείο αναφοράς της κάθε τουριστικής βραδιάς. Ο Βαγγέλης ήταν η περίπτωση που εστίαζε το μάτι του κάθε τουρίστα και όχι μόνο, με σιγουριά, με χαρά, με κέφι. Ο Βαγγέλης επένδυε για το νησί μας και μας έδειξε τον τρόπο για να έχουμε καλή επικοινωνία στο τουριστικό ξεκίνημα και στη συνέχεια του τόπου μας.
Τον καλούσαμε στα Καρναβάλια του Ληξουρίου, που ερχόταν από παλιά και μαζί με τους παλιούς πρωταγωνιστές ύψωναν το «τρελό κέφι» και το γέλιο… ατελείωτα. Τραγουδούσε ελληνικά, ιταλικά λατινοαμερικάνικα, ισπανικά άσματα, αριέττες και καντάδες του νησιού μας και δεν ξεχνούσε τη μεγάλη του αδυναμία για το «Παραπότζι πότζι πο». Μα ς το λανσάρισε και μας το έκανε βίωμα καλλιτεχνικό…
Στα 2008 σταμάτησε να εργάζεται, μα δεν σταμάτησε να αυτοσχεδιάζει και να τοποθετεί σατιρικά και ακούραστα τη κάθε στιγμή. Τρέχαμε όλοι κοντά του και τον φωνάζαμε για να μας χαρίσει το γέλιο του και το κουράγιο του. Αυτός αμέσως ανταποκρίνονταν αβίαστα και συνταόριζε τη στιγμή μέσα από μια ιστορία και ένα αστείο, που όλοι θυμόμαστε και συχνά θαυμαστά το λέμε και το ξαναλέμε…
Μα ο Βαγγέλης ήταν ακόμη κάτι, που δεν το προσέξαμε ποτέ… ήταν ένας Ληξουριώτης, ένας Κεφαλονίτης που πέρασε τα όρια του νησιού του και έγινε παγκόσμιος σε ένα είδος Ληξουριώτικης φυσιογνωμίας, μοναδικής… Ξέφυγε και μπόρεσε και χάρηκε.. μα πάνω από όλα δεν χάθηκε…!
Ήρθε στην Κεφαλονιά του, συνδέθηκε με τις χορωδίες: Του Αγαθάγγελου Γιωργακάτου, του Βασίλη Καλογηρά, με Αργοστολιώτες και Ληξουριώτες κανταδόρους, τραγουδούσε και «πείραζε τη στιγμή» σκορπίζοντας γέλιο ψυχής. Συνεργάστηκε με ορχήστρες ντόπιες, με τον Μάκη Βουτσινά, τους Αφους Καραβιώτη, με πολλούς ντόπιους τραγουδιστές, παλιούς και νέους μουσικούς, τόσο στο νησί, όσο και στην Αθήνα με Κεφαλληνιακούς Συλλόγους. Ακολουθούσε τη χορωδία του Αγαθάγγελου Γιωργακάτου στις θρησκευτικές της εμφανίσεις, στα Ομαλά, στα πανηγύρια, στα τραγούδια της, στα κέφια και τα πειράγματά της χορωδιακής παρέας.
Κάποια στιγμή ξαναγύρισε στην Αθήνα και ο χρόνος αυτής της πόλης τον καθυστέρησε στο γυρισμό του για το νησί του. Τα πόδια του τον καθήλωσαν και το ένα έφερε το άλλο, μα μέσα του θέριευε η επιθυμία να’ ρθει στο Ληξούρι του, τούτο έλεγε στην αγαπημένη του κόρη, την Ερασμία. Το πράξε το παιδί του και ο Βαγγέλης έφυγε ένα μεσημέρι στις 17-3-2014 για την αιωνιότητα στο Ληξούρι του. Το είχε στερηθεί από βουλές παράξενες των άλλων καταστάσεων.
Απλά τα λόγια, μα μεγάλα στη φυγή του, όπως ένα κέντημα τα τραγούδια που οι φίλοι του κανταδόροι είπαν, ωσάν αιώνιο χαιρετισμό, λίγο πριν το χώμα τον αγκαλιάσει παντοτινά.
Είπα να κλείσω για του Βαγγέλη μας την όμορφη και ασυμβίβαστη πορεία του, με ένα ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για το πέρασμά του από τη ζωή, που μαζί του για μεγάλο χρονικό διάστημα πορευτήκαμε, και γιατί σαν αιώνιο όμορφο τραγούδι, πλούτισε την παράδοση, το είναι μας, τη χαρά μας, το Ληξούρι μας, την Κεφαλονιάς μας, τον κόσμο όπου και να στάθηκε!