Δεν έγινε ποτέ πρωταγωνιστής ο Μανώλης Δεστούνης παρόλο που έπαιξε με όλα τα ιερά τέρατα στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ήταν ένας από τους απαραίτητους δευτεραγωνιστές εκείνης της χρυσής εποχής που όλοι νοσταλγούμε. Στο ενεργητικό του έχει 150 ταινίες, αμέτρητους ρόλους στο θέατρο και στην τηλεόραση, κι όμως… συνεχίζει! Με πολλούς μάλιστα από τους μεγάλους πρωταγωνιστές είχε το ίδιος πάθος: τον τζόγο.
Ο Μανώλης Δεστούνης μόλις πάτησε τα 85 χρόνια του. Σίγουρα στις νεότερες γενιές είναι άγνωστος. Όμως στους λάτρεις του θεάτρου και του κινηματογράφου είναι πασίγνωστος, μια και για 60 ολόκληρα χρόνια δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να προσφέρει με το ταλέντο του και στο σανίδι αλλά και στη μεγάλη οθόνη. Ανθρωπος καλλιεργημένος, που ξεκίνησε από πολύ φτωχική οικογένεια, έβγαλε πολλά χρήματα, τα σπατάλησε, αλλά και πάλι ανέβηκε στο βάθρο του. Φέτος πρωταγωνιστεί στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ στο Μικρό Broadway με μια πλειάδα συντελεστών.
Όταν το κασετοφωνάκι άρχισε να γράφει, δεν περιμέναμε να ακούσουμε με ποια άλλα ιερά τέρατα πήγαινε μαζί στα καζίνα, ποιος τεράστιος κωμικός έδινε τα πάντα για μια γυναίκα, αλλά και άλλες ιστορίες από τη χρυσή εποχή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, που θα σας αφήσει άφωνους…
Κεφαλλονίτης στην καταγωγή, άρα έχετε μια δόση «τρέλας», κύριε Δεστούνη…
Πολλή τρέλα έχουμε, όχι λίγη. (γέλια)
Γεννηθήκατε στην Κεφαλλονιά;
Όχι. Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Είμαι ο μόνος από τα έξι παιδιά της οικογένειας που γεννήθηκα στην Αθήνα. Η οικογένεια ήρθε στην πρωτεύουσα για να δουλέψουμε. Θεωρώ όμως τον εαυτό μου Κεφαλλονίτη. Επίσης έχουμε και μια ειδική «τρέλα» που λατρεύω.
Η οικογένειά σας ήταν πλούσια;
Η αλήθεια είναι ότι κατάγομαι από μια πολύ πλούσια οικογένεια με τεράστια περιουσία. Είχαμε τέσσερα σπίτια για να πηγαίνουμε σε διαφορετικό τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Αλλά ο πατερούλης μου, Θεός σχώρεσ’ τον, ήταν μπον βιβέρ. Του άρεσε να χαλάει όλα του τα χρήματα. Κι έτσι μείναμε εντελώς ρέστοι και ταπί. Γεννήθηκα λοιπόν στα Εξάρχεια, όταν η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα για να μπορέσει να επιβιώσει. Τα Εξάρχεια τότε ήταν το Κολωνάκι της Ελλάδας. Μοσχοβόλαγαν όλες οι γειτονιές γιασεμί και γεράνια. Ο ένας γείτονας πήγαινε φαγητό στον άλλον.
Ο μπαμπάς τι δουλειά έκανε;
Τίποτα. Δεν δούλεψε ποτέ στη ζωή του. Μόνο πουλούσε και τα έτρωγε. Πέθανε στην Κατοχή. Για να ζήσουμε, εμείς πουλούσαμε τσιγάρα στην Ομόνοια. Μπαλωμένα ρούχα, μπαλωμένα παπούτσια, φτώχεια καταραμένη. Μετά, σε ηλικία 12 ετών, έπιασα δουλειά σε κατάστημα με υλικά ραπτικής. Στα 25 μου πήγα στην Δραματική Σχολή του Θεοδοσιάδη. Η μόνη καλή στιγμή ήταν στον Στρατό. Εκεί μέσα ξεκίνησε να αναγνωρίζεται το κρυφό ταλέντο που δεν το είχα ακόμα ανακαλύψει ούτε εγώ. Πήγα στη Σμύρνη ως μετάθεση με πάρα πολλά χρήματα. Εκεί τραγουδούσαμε, κάναμε διάφορα σκετς.
Στη ζωή σας βγάλατε αρκετά χρήματα. Και από τον Στρατό που πήγατε στη Σμύρνη και από το θέατρο. Τα κρατήσατε;
Όχι. Έχοντας συνηθίσει από πιτσιρίκι τη φτώχεια και βγάζοντας από κάποια στιγμή και μετά χρήματα, τους άλλαξα τα φώτα. Τα ξέσκισα όλα. Πήρα τα γονίδια του μπαμπά μου. Πέρασα βέβαια υπέροχα χρόνια, αλλά τα είχα φάει όλα τα χρήματα. Από τη Σμύρνη λοιπόν ξεκινάει και η καριέρα μου στην υποκριτική τέχνη γιατί συνυπηρετούσαμε με τον δημοσιογράφο Κώστα Παναγιωτόπουλο, τον αλησμόνητο Bar Bar. Αυτός έγραφε σκετσάκια, τα έπαιζα εγώ κι έτσι ήταν το βάπτισμα του πυρός. Σημαδιακή η Σμύρνη για μένα! Οταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, ο Bar Bar με πήγε στη Σχολή του Θεοδοσιάδη το 1962 με βαρύ πυροβολικό σε καθηγητές: Μίμης Φωτόπουλος, Τίτος Βανδής, Νίκος Τζόγιας, Ελένη Χατζηαργύρη, Γρηγόρης Γρηγορίου, Γιάννης Βογιατζής.
Εχετε πει παλαιότερα ότι ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν εκείνος που σας ώθησε να κάνετε αυτή την καριέρα…
Ήταν δάσκαλός μου ο Μίμης. Το πιο υπέροχο πλάσμα που έχω γνωρίσει σε αυτό το επάγγελμα. Μαθητής ακόμα στη σχολή, με πήρε σε παράσταση δίπλα του και μου έδινε ατάκες, παρόλο που, επειδή εγώ δεν είχα το δικαίωμα να μιλάω επειδή δεν είχα πάρει ακόμα την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, με πείραζε πάνω στη σκηνή και μου έλεγε «εσύ μη μιλάς. Δεν έχεις το δικαίωμα γιατί δεν έχεις άδεια». Και ο κόσμος από κάτω ζητωκραύγαζε. Κι εγώ με αυτόν τον βουβό ρόλο και τις ατάκες του Μίμη πήρα τις σημαντικότερες κριτικές από τεράστιους θεατρανθρώπους και κριτικούς εκείνης της εποχής.
Στον κινηματογράφο πώς ξεκινήσατε;
Ο Μίμης Φωτόπουλος με πήρε κι εκεί. Σε μια ταινία που έπαιζε με τον Χατζηχρήστο και είχε τίτλο «Ενα καράβι Παπαδόπουλοι», το 1966.
Συνήθως λένε ότι όλα αυτά τα ιερά τέρατα δεν βοηθούσαν τους νεότερους ηθοποιούς…
Ψέματα. Εμένα μου φέρθηκαν άψογα. Και ο Φωτόπουλος, και ο Χατζηχρήστος, και ο Λειβαδίτης, και η Βλαχοπούλου, και ο Ηλιόπουλος. Ο Αλέκος Λειβαδίτης, μάλιστα, μου έβρισκε από μόνος του διάφορα κωμικά σκετς για να προκαλώ το γέλιο και να παίρνω περισσότερο χειροκρότημα.
Ο Ηλιόπουλος τι άνθρωπος;
Ενας πρίγκιπας. Δούλεψα μαζί του πέντε χρόνια. Με παρακαλούσε να τον φωνάζω με το μικρό του όνομα κι εγώ λόγω σεβασμού τον έλεγα κύριο. Τρελαινόταν: «Να με φωνάζεις Ντινάκο».
Ο Κώστας Χατζηχρήστος;
Περιβόλι. Αστείρευτος. Ήξερε μόνο να χαλάει χρήματα. Δεν υπήρχε βράδυ που να μην τραπεζώσει από 20 άτομα και πάνω. Είτε από τον δικό του θίασο είτε από άλλους. Είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε να τινάξει ή να πουλήσει όλα τα σπίτια του για μια γυναίκα. Μια φορά θυμάμαι πήγα πλήρωσα εγώ σε ένα τραπέζι που έκανε εκείνος. Εγινε θηρίο. «Ο Χατζηχρήστος πληρώνει. Με πρόσβαλες με τη χειρονομία σου» μου είπε. Παραλίγο να πλακωθούμε τότε.
Και παραπάνω στη συνέντευξη μου είπατε ότι φάγατε πολλά χρήματα. Δε σκεφτόσασταν την επόμενη μέρα;
Εγώ τα χρήματά μου τα έφαγα στο καζίνο. Έβγαζα πολλά χρήματα για χρόνια, αλλά ένας φίλος μού κόλλησε το «μικρόβιο» του τζόγου. Είναι αρρώστια ο τζόγος. Πας τη μια μέρα και λες «θα κερδίσω». Τελικά χάνεις. Πας την επόμενη με την προσδοκία να κερδίσεις. Πάλι χάνεις. Κι έτσι κολλάς. Η μόνη φορά που κέρδισα στο καζίνο ήταν στην Αμερική. Κέρδισα 3.500 δολάρια και με αυτά μπόρεσα να πάρω το σπίτι όπου μένω σήμερα.
Πώς ξεφύγατε από τον τζόγο;
Όταν ξέμεινα και δεν είχα χρήματα στην τσέπη ούτε για έναν πατσά. Καλά να πάθω όμως! Τώρα είμαι πολύ καλά. Δόξα τω Θεώ!
Ανοιχτά για τον τζόγο έχουν μιλήσει αρκετοί καλλιτέχνες. Οπως ο Γιώργος Κωνσταντίνου…
Μα κάθε βράδυ στο καζίνο έβλεπα να παίζουν οι Καζαντζίδης, Μουστάκας, Σίσκος, Ζαβιτσιάνου, Κωνσταντίνου, Βλαχοπούλου, Λίτσα Διαμάντη και πολύς άλλος κόσμος.
Τελικά, ο καλλιτεχνικός χώρος έχει πολλά πάθη…
Πολλά. Οι καλλιτέχνες πιστεύουμε ότι δεν θα γεράσουμε και δεν θα πεινάσουμε ποτέ και ότι πάντα θα έχουμε δόξες. Οταν είσαι νέος και αποκτάς μια φήμη, μια αναγνωρισιμότητα, αισθάνεσαι βασιλιάς. Δεν είναι έτσι παρά μόνο ένα όνειρο είναι όλα αυτά!
Ναι, αλλά δεν σκεφτήκατε ποτέ το μέλλον και τα γηρατειά…
Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα! Οσο ζούσε η μάνα μου, αυτό μου έλεγε. Οταν πέθανε, εγώ… πέρα βρέχει!
Ποιος από όλα αυτά τα ιερά τέρατα ήταν και ο πιο καλόκαρδος;
Ο Μίμης Φωτόπουλος. Ηταν ένας λαϊκός φιλόσοφος, χείμαρρος καλοσύνης και αγάπης. Οταν ένας ηθοποιός πήγαινε να του παραπονεθεί (όταν ήταν θιασάρχης), έλεγε: «Θα έρχονται και οι δύο πλευρές που έχουν παράπονο, όχι η μία|. Απόλυτα αντικειμενικός. Σπαθί!
Η Ρένα Βλαχοπούλου;
Περιβόλι. Ηταν λίγο σφιχτή με τις οικονομίες της, όμως παράλληλα βοηθούσε πολλούς συναδέλφους που δεν τα έβγαζαν πέρα. Εχω ιδία άποψη γι’ αυτό από δύο παλιές μεγάλες πρωταγωνίστριες που πήγαινε και τους έδινε χρήματα. Ηταν βέβαια και μαγάλη χαρτοπαίχτρα. Νομίζω πως ο ρόλος αυτός ήταν κομμένος και ραμμένος για εκείνη. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να τον παίξει τόσο μοναδικά.
Ο πιο «άμυαλος» από αυτούς με τους οποίους συνεργαστήκατε;
Ο Χατζηχρήστος. Δεν είχε όρια ο Κώστας, όταν του άρεσε μια γυναίκα. Την κυνηγούσε μέχρι να την κάνει δική του. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Σίφουνας! Ηταν ο πιο τζέντλεμαν ηθοποιός με τη χρυσή καρδιά!
Η καλύτερη συνεργασία σας;
Με τον χορογράφο Δημήτρη Ιβάνωφ. Είναι το πιο αγνό πλάσμα που έχω γνωρίσει μέσα σε αυτό το κύκλωμα. Αγγελος!
Έχετε σκεφτεί να βάλετε τελεία σε αυτή την τεράστια καριέρα;
Έχω το γνώθι σαυτόν και ξέρω απόλυτα πότε θα κατεβάσω τα δικά μου ρολά. Αν και στην καθημερινότητά μου φαίνομαι κάπως κουρασμένος με βαρύ βήμα, πάνω στη σκηνή πετάω. Είναι το οξυγόνο του καλλιτέχνη η σκηνή! Από αυτή παίρνω πνοή κι εγώ σήμερα!
Πηγή: εφημερίδα espresso