«Στροφή» στα δάνεια με σταθερό επιτόκιο και δη, για όλη τη διάρκειά του, πραγματοποιούν το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότεροι δανειολήπτες, με τις τράπεζες να προετοιμάζουν αντίστοιχους όρους και για τα επενδυτικά δάνεια.
Πιο αναλυτικά, όπως εξηγούν στο newmoney αρμόδιες πηγές, εννέα στους 10 δανειολήπτες επιλέγουν δάνεια με σταθερό επιτόκιο, με μόλις το 10% των χορηγήσεων στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο να αφορά σε κυμαινόμενο επιτόκιο. «Οι πελάτες μας έχουν καταλάβει ότι στο μέλλον τα επιτόκια θα είναι πιο ακριβά, άρα, εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να ‘κλειδώσουν’ τώρα. Για εκείνους, άλλωστε, είναι σημαντικό πλεονέκτημα να ξέρουν ότι θα έχουν σταθερή δόση, να γνωρίζουν, δηλαδή, με ακρίβεια τα χρήματα που θα πληρώσουν για όλη την διάρκεια του δανείου», σχολιάζουν χαρακτηριστικά και συνεχίζουν: «Κάποιος που παίρνει ένα στεγαστικό για 20, 30 χρόνια δεν μπορεί να προβλέψει τις διακυμάνσεις των επιτοκίων. Επειδή τυχαία αυτή την εποχή είμαστε στο χαμηλότερο που θα μπορούσαμε να βρεθούμε δεν σημαίνει ότι και στο μέλλον θα συνεχίσουμε με αρνητικά επιτόκια».
Οι διαφορές, άλλωστε, είναι μηδαμινές – το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο διαμορφώνεται σήμερα πέριξ του 3%, ανάλογα και με τη σχέση που έχει ο πελάτης με την τράπεζα, ενώ το αντίστοιχο σταθερό επιτόκιο διάρκειας έως και 20 ετών διαμορφώνεται κοντά στο 2,80% – ενώ οι δανειολήπτες μπορούν κάλλιστα να «μεταπηδήσουν» από σταθερό σε κυμαινόμενο χωρίς κόστος. Υπενθυμίζεται πως το σταθερό επιτόκιο παραμένει αμετάβλητο για συμφωνημένο χρονικό διάστημα, ενώ το κυμαινόμενο αποτελείται από το επιτόκιο βάσεως (3M Euribor), πλέον ενός περιθωρίου (spread), το οποίο παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου. Η διακύμανση του κυμαινομένου επιτοκίου οφείλεται στις διακυμάνσεις του επιτοκίου βάσεως, όπως αυτό διαμορφώνεται στη διατραπεζική αγορά.
Σταθερή δόση και στα επαγγελματικά δάνεια
Σταθερό επιτόκιο και στα επενδυτικά δάνεια φέρεται να εξετάζουν οι τράπεζες, με την Eurobank να ανακοινώνει πρώτη την εν λόγω πρωτοβουλία, αναγνωρίζοντας την αξία της διασφάλισης χρηματοδότησης με τα χαμηλά σταθερά επιτόκια αυτής της περιόδου.
«Στα στεγαστικά τα κυμαινόμενα επιτόκια είναι περίπου στη μέση των χαμηλότερων επιτοκίων που έχουν τα σταθερά, γιατί ανάλογα τα χρόνια αποπληρωμής του δανείου ανεβαίνει και το επιτόκιο, το οποίο δίνουμε. Κάπως έτσι θα κινηθούμε και στην επιχειρηματική πίστη. Η εικόνα που έχουμε είναι ότι θα κυμαίνεται περίπου από 20 με 30 έως και 100 μονάδες πάνω από τα κυμαινόμενα. Κι αυτό γιατί τα κυμαινόμενα δεν είναι στάνταρ, αφού λαμβάνεται υπόψη η σχέση του πελάτη με την τράπεζα, την επένδυση που θα κάνει, τα collaterals που θα χρησιμοποιήσει, το επίπεδο ρίσκου και συνεργασίας με την τράπεζα», τόνισε χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής Retail Banking της τράπεζας, κ. Ιάκωβος Γιαννακλής.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σε αντίθεση με το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο η διάρκεια θα είναι μικρότερη, για παράδειγμα, 15 χρόνια, στη διάρκεια της οποίας οι δανειολήπτες θα μπορούν να πληρώνουν σταθερή δόση, ενώ και η πρόωρη αποπληρωμή και, άρα, η αλλαγή σε κυμαινόμενο θα ενέχει κόστος. «Οι λεπτομέρειες μένουν να αποσαφηνιστούν, αλλά κάποιος που θέλει να αγοράσει μία επαγγελματική στέγη γιατί να μην το κάνει με ‘κλειδωμένη’ την δόση;», υπογραμμίζει ο κ. Γιαννακλής, εκτιμώντας πως το νέο προϊόν της τράπεζας θα τύχει εξίσου σημαντικής ανταπόκρισης.
Η Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στα επιτόκια
Τα υψηλότερα επιτόκια από τις υπόλοιπες χώρες – μέλη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις εμφανίζει η χώρα μας, γεγονός που αποδίδεται στο πολύ υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
«Αυτός είναι ο κύριος λόγος και βασικός μας στόχος είναι πως θα πετύχουμε την μείωσή τους. Δεν υπάρχει θέμα ούτε υπερβολικών χρεώσεων ούτε υπερβολικής κερδοφορίας από πλευράς των τραπεζών», είχε σημειώσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε παλαιότερη εκδήλωση της εποπτικής αρχής, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινείτο και η επιτροπή Πισσαρίδη.
«Η αρνητική σχέση προβληματικών δανείων και νέου δανεισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: Τα προβληματικά δάνεια έχουν πραγματική αξία πολύ μικρότερη της αρχικής λογιστικής τους αξίας στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η λογιστική τους αξία μειώνεται προς την πραγματική αξία με την πάροδο του χρόνου (π.χ. μέσω διαγραφών, πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων) και αυτό επιφέρει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες. Οι απώλειες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η άντληση νέων κεφαλαίων, όμως, μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους (φαινόμενο debt overhang) και, έτσι, οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν. Άρα, με μικρή κεφαλαιακή βάση και χωρίς νέα κεφάλαια οι τράπεζες αδυνατούν να προσφέρουν νέα δάνεια. Αυτό, άλλωστε, το απαγορεύουν οι κανονισμοί ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του SSM και της ΤτΕ», τονιζόταν στο σχέδιο της επιτροπής.
Πηγή:newmoney.gr