Όταν ζεις μακριά από την πατρίδα, ψάχνεις πιο έντονα τη λέξη “πατρίδα”. Ψάχνεις ανθρώπους να μιλήσεις τη γλώσσα σου, να νιώσεις “κοντά”, να μοιραστείς το “βάσανο” της ξενιτιάς. Πόσο μάλλον όταν αυτοί οι συμπατριώτες σου βγήκαν στη βιοπάλη την ώρα που άλλα, συνομήλικα τους παιδιά παίζανε play-station στις καφετέριες, ενώ αυτοί έπρεπε από μόνοι τους να δημιουργήσουν μια καφετέρια ή ένα εστιατόριο από το μηδέν, για να επιβιώσουν!
Τους θαυμάζεις και τους βγάζεις το καπέλο! Και παρ’ όλη τη νιότη τους, η αγάπη τους για την πατρίδα, η νοσταλγία, δεν τους επέτρεψε να “καβαλήσουν” το καλάμι. Άλλωστε, η ζωή τους έμαθε να μην σταματάνε, να αγωνίζονται, να παλεύουν, να βλέπουν τη λάντζα σαν τον καλύτερο τους φίλο που θα τους δώσει ψωμί. Και προχωράνε, χαμογελάνε, όσες δυσκολίες κι αν βρούνε στη ζωή τους.
Αυτός είναι και ο Χρήστος Λυμπεράτος. Ο ιδιοκτήτης των “Café to Go Creperie” και “BAGELS on the AVE”, και τα δυο στην 30η Λεωφόρο της Αστόρια Νέας Υόρκης. Ο Έλληνας, που ήρθε, διαμένει (προς το παρόν) και κάποια στιγμή θα επιστρέψει (με εισιτήριο χωρίς επιστροφή!), ως γνήσιος, πάντα Κεφαλονίτης!
-Χρήστο, πότε ξεκίνησες την επιχείρηση σου και με ποιο τρόπο;
-Δημιούργησα αυτά τα δυο μαγαζιά χωρίς να με έχει βοηθήσει κανείς. Ο παππούς μου είχε παντοπωλείο, καφενείο, τυροκομείο, και από μικρός βοηθούσα με τον ελληνικό καφέ στην Κεφαλονιά. Ο παππούς μου ήτανε η κολώνα, το επιχειρηματικό δαιμόνιο. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός εγγονός. Είμαστε μετανάστες. Και ο πατέρας μου είχε μαγαζιά στο Μανχάτταν. Γεννήθηκα στην Αστόρια της Νέας Υόρκης, το 1985 αλλά επιστρέψαμε στην Αθήνα, στις 27 Αυγούστου 1989. Και ο άλλος μου παππούς, και αυτός μετανάστης, στην Αυστραλία. Όπως καταλαβαίνετε, και οι δυο παππούδες μου αλλά και ο πατέρας μου είχαν μαγαζιά με φαγητό (dinners), με τις γιαγιάδες μου να βοηθάνε.
Θυμάμαι, ο παππούς μου πήγαινε με καράβι από την Κεφαλονιά στην Πάτρα και από την Πάτρα έπαιρνε σιτάρι να φτιάξουν ψωμί για να φάνε, με πολύ μικρό κόστος για να βοηθήσει τον κόσμο, να τον ταϊσει. Αυτό ήταν περίπου μετά το σεισμό και την ολική καταστροφή της Κεφαλονιάς, μετά τον εμφύλιο, δηλαδή γύρω στο 1953.
-Πώς ήταν το ξεκίνημα σου;
-Το 2000 ήρθαμε ξανά, οικογενειακώς. Ήμουνα σε ηλικία Α’ Λυκείου. Κατ’ ευθείαν με βάλανε για δουλειά. Θυμάμαι, ήτανε 27 Αυγούστου, ήρθαμε Αστόρια, κι εγώ νόμιζα θα πάμε εκδρομή αλλά ξεκίνησα δουλειά (γέλια)! Ο πατέρας μου, από 16-μιση ετών είχε ξεκινήσει. Βρέθηκε έξι μήνες Καναδά, και μετά εδώ στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε στη λάντζα. Κι εγώ, έτσι ξεκίνησα. Ήμουνα 14 χρονών, δεν επιτρεπόταν να δουλέψω αλλά με έβαλε στη λάντζα, στο μαγαζί που ήτανε μάνατζερ.
Μετά από δυο μήνες με έστειλε στο θείο μου γιατί ψηλοέπαιζα (γέλια πάλι) και δούλεψα στο Europa Café. Ξεκίνησα από Busboy, μετά σερβιτόρος, μετά βοηθός Διευθυντής, και τέλος Διευθυντής, από το 2000-2008. Τα καταστήματα, σε διάστημα 15 ετών έγιναν τα διπλάσια (το Europa και το PAX), τα οποία ανήκουν στον Αλέξη και Peter Ξενόπουλος, οι άνθρωποι που είχανε τα Fridays στην Ελλάδα.
-Πώς ξεκίνησες τα δυο μαγαζιά που έχεις δημιουργήσει εδώ στη Νέα Υόρκη;
-Μετά το 2006 τελείωσα το LA Guardia (Liberal Art and Travel and Tourism) με άριστα και μετά πήγα στο City Tech (Hospitality Management) για ξενοδοχειακά, καζίνα, και ότι έχει σχέση με τον πελάτη, τελειώνοντας πρώτος, το 2008! Επίσης το 2008 δήλωσα παραίτηση και πήγα διευθυντής στο West Side Supermarket, οικογένεια Γιάννη και Μαρίας Ζωήτας, κοντά στο Πανεπιστήμιο Columbia. Ήμουνα MOD Manager on Duty, με 200 εργάτες, ένα εκατομμύριο δολάρια τζίρο τη βδομάδα. Και από 3 καταστήματα, τώρα έχουνε 7 καταστήματα. Πριν δημιουργήσω το “Café to Go Creperie”, στα τέλη του 2011 ανοίξαμε με τον συναίτερο μου μια εταιρία και πουλούσαμε λάδια, ξύδια, ρίγανη, μπαχαρικά, μέχρι και λίγο μετά που ανοίξαμε το Creperie.
Το 2012, έφυγα από το West Side για λίγο, άνοιξα το “Café to Go Creperie” στο 3119 30th Avenue, με τον κουμπάρο μου και τον πρώτο μου φίλο στο Λύκειο, καλύτερο μου φίλο πλέον, Άρης Τσελεπής, από πατέρα Κερκυραίο και μάνα Γιαννιώτισσα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννινα. Κάθισε στη θέση μου στο σχολείο χωρίς να το ξέρει. Και όταν με ρώτησε από που είσαι, του είπα: “Έλληνας είμαι”, και από τότε, από το 2000, γίναμε αχώριστοι.
-Και αφού ξεκινάς το “Café To Go Creperie” (Μάιος 2012), τον Ιούλιο του 2016 αγοράζεις και το “BAGELS on the AVE”, σωστά;.
-Ναι, και τα δυο μαγαζιά είχαν κακό όνομα αλλά τα αλλάξαμε εντελώς. Πιστεύω πως το όνομα το κάνει ο άνθρωπος, όχι το μαγαζί. Πιστεύω πως το έχω διαψεύσει δυο φορές αυτό. Το αφεντικό, η ομάδα κάνει το όνομα!
-Σε μια τέτοια περίοδο, το ρίσκο είναι μεγάλο, κι εσύ επεκτείνεσαι. Αυτό θέλει πολύ τσαμπουκά. Πώς αποφάσισες κάτι τέτοιο, να προχωρήσεις δηλαδή σε δεύτερο κατάστημα;
-Είμαστε σε νεαρή ηλικία, το δεύτερο μαγαζί που πήραμε πέρσι, στην 30η Λεωφόρο, το “BAGELS on the AVE” είναι πολύ κοντά στο πρώτο μαγαζί και σίγουρα βοηθά το άλλο μαγαζί. Διψάω για κάτι νέο και το επαναλαμβάνω, είμαστε νέοι, πρέπει να δουλέψουμε. Δεν μπορούσα να κάτσω και να πάρω ένα αμάξι και να πω πως “πέτυχα”. Ότι κάνεις, το κάνεις μέχρι τα 40 και 50.
-Πόσο σε στηρίζει η Ελληνική και Κυπριακή Ομογένεια;
-Τον πρώτο χρόνο δεν στηρίχτηκα από την Ομογένεια, μόνο από τους Αμερικανούς. Εμείς οι Έλληνες θέλουμε το χρόνο μας. Θέλανε πρώτα να πετύχω και μετά να με στηρίξουν. Τώρα, περίπου το 75-80% στο Creperie είναι Έλληνες, ενώ στο “BAGELS on the AVE”, ακόμη το “μετράνε”. Στο BAGELS on the AVE, το μοντέλο είναι αμερικανικό, ενώ στο άλλο, το Creperie, το μοντέλο είναι ελληνικό.
-Πώς βλέπεις την επιχείρηση σου στο μέλλον και ποια τα όνειρα σου;
-Το όνειρο μου είναι να κόψω ένα one way (χωρίς επιστροφή) εισιτήριο στην Ελλάδα (γέλια). Να μπω σε ένα πρακτορείο και να κόψω ένα εισιτήριο να πάω πίσω στην πατρίδα, με τη μουσική μου, να αγκαλιάζομαι, να κλαίω, να γελάω. Θέλω να κάνω χρήματα τώρα για να μπορώ να φύγω κάποια στιγμή. Δεν με συγκινεί κάτι παραπάνω.
Είμαι τυχερός γιατί έχω έναν εξαίρετο άνθρωπο, συναίτερο δίπλα μου. Εγώ είμαι το γκάζι και αυτός το φρένο. Εγώ εξωστρεφής, μέσα στη τσίτα, αυτός δεν μιλά, σταθερός, ακέραιος χαρακτήρας, δεν αλλάζει γνώμη και δεν έχουμε ποτέ τσακωθεί, παρ’ όλο που είχαμε τόσα προβλήματα και παρ’ όλο που δουλεύει και η γυναίκα του στα καταστήματα μας. Ο συνεταιρισμός είναι μια “παντρειά” και εμείς τα καταφέραμε.
-Υπάρχει κάτι δυσάρεστο που θυμάσαι;
-Το πιο δυσάρεστο ήταν που στο Creperie μας έκλεισε η πολεοδομία επειδή κάποιος στο κτήριο επιχείρησε να κάνει αλλαγές και το κτήριο έγειρε επειδή κτυπήθηκε η κολώνα, με αποτέλεσμα να μας πετάξουν όλους έξω. Αυτό έγινε τον πρώτο χρόνο που το ξεκινήσαμε. Εκεί που δουλεύαμε σαν τα σκυλιά. Αυτό το περιστατικό μας διέλυσε.
– Κάτι ευχάριστο που θυμάσαι;
-Επιτέλους, βρήκαμε τον καλύτερο καφέ στην Αστόρια και στη Νέα Υόρκη (χαμόγελα). Ανοίξαμε επειδή δεν βρίσκαμε καφέ στην Αστόρια. Τώρα μπορούμε να ευχαριστηθούμε έναν καλό καφέ, όπως στην Ελλάδα. Στο Creperie έχουμε τον καφέ, και στο Bagels έχουμε το φαγητό. Το οποίο, εκτός από bagel και τον καφέ προσφέρει ένα πολύ καλό πρωινό, brunch (ενδιάμεσο) και μεσημεριανό. Το Creperie ανοίγει στις 6 το πρωί και κλείνει 11 το βράδυ και το bagel στις 5 το πρωί και κλείνει 9 το βράδυ. Παράλληλα, ένα άλλο μεγάλο μας πλεονέκτημα είναι το delivery για fredo, espresso, τα ελληνικά στοιχεία, μαζί με το αμερικανικό bagel. Αυτά τα στοιχεία τα παντρέψαμε, δίνοντας αυτό που λείπει στους Ελληνοαμερικανούς, το bagel. Και όλα αυτά μας δίνουν χαρά!
-Υπάρχει κάποιο άτομο που νιώθεις την ανάγκη να ευχαριστήσεις;
-Θέλω πολύ να ευχαριστήσω τον Ευστάθιο Βαλιώτη που έχει την τράπεζα ALMA και τον γαμπρό του με τη σύζυγο του, Γιάννη και Κατερίνα Μπάρδη, οι οποίοι με βοηθήσανε. Με είχαν δει πόσο σκληρά δουλεύω, με γνωρίσανε και με βοηθήσανε με δάνειο. Σε αυτούς τους ανθρώπους τρέφω μεγάλη εκτίμηση, σεβασμό και αγάπη.
Δεν θα μπορούσα να κλείσω διαφορετικά, και χωρίς να επαναλάβω μια συγκινητική φράση που είπε ο Χρήστος:
“Το όνειρο μου είναι να κόψω ένα one way (χωρίς επιστροφή) εισιτήριο στην Ελλάδα. Να μπω σε ένα πρακτορείο και να κόψω ένα εισιτήριο να πάω πίσω στην πατρίδα, με τη μουσική μου, να αγκαλιάζομαι, να κλαίω, να γελάω. Θέλω να κάνω χρήματα τώρα για να μπορώ να φύγω κάποια στιγμή. Δεν με συγκινεί κάτι παραπάνω”!
Πηγή: ikypros.com