Απεβίωσε ο Ρότζερ Μουρ
Κοινωνία
23/05/2017 | 16:35

Την τελευταία του πνοή άφησε σήμερα, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 89 ετών, ο σερ Ρότζερ Μουρ, που νοσηλευόταν στην Ελβετία. Την ανακοίνωση του θανάτου του δημοφιλούς ηθοποιού έκανε η οικογένειά του μέσω Twitter, με τους οικείους του να δηλώνουν «συντετριμμένοι».

«Με βαριά καρδιά πρέπει να ανακοινώσουμε ότι ο αγαπητός μας πατέρας, σερ Ρότζερ Μουρ, πέθανε σήμερα στην Ελβετία, έπειτα από σύντομη, αλλά γενναία μάχη με τον καρκίνο» ανέφερε η σχετική σύντομη ανακοίνωση των μελών της οικογένειάς του.

Ο σερ Ρότζερ Μουρ ήταν ο τρίτος στη σειρά ηθοποιός που κλήθηκε να υποδυθεί τον θρυλικό πράκτορα «007» στη μεγάλη οθόνη, έπειτα από τον πρώτο διδάξαντα, Σον Κόνερι, και τον αποτυχημένο Τζορτζ Λάζενμπι, που «ντύθηκε» τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ μόλις μία φορά.

Αμέσως μετά, ο Ρότζερ Μουρ κλήθηκε να αναλάβει τον ρόλο, με την πρώτη του ταινία να είναι το «Live and Let Die». Στο διάστημα από το 1972 έως το 1985, ο φλεγματικός Βρετανός ηθοποιός με την χαρακτηριστική προφορά έμελλε να υποδυθεί τον Μποντ άλλες έξι φορές:

1. Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974)
2. Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977)
3. Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979)
4. Για τα μάτια σου μόνο (1981)
5. Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983)
6. Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985)

Ο Μουρ συμπλήρωσε τα περισσότερα χρόνια στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ από κάθε άλλο ηθοποιό, 12 συνολικά, με επτά επίσημες ταινίες. Ακόμα και σήμερα, είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ηθοποιός που υποδύθηκε τον Μποντ: ήταν 58 ετών, όταν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τον ρόλο, στις 3 Δεκεμβρίου 1985.

Ο Τζέιμς Μποντ του Μουρ ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν του συγγραφέα Ίαν Φλέμινγκ. Σεναριογράφοι όπως ο Τζορτζ Μακντόναλντ Φρέιζερ έγραψαν σενάρια, στα οποία ο Μουρ υποδυόταν έναν έμπειρο, ευγενικό και σοφιστικέ πλεϊμπόι, που είχε πάντα ένα γκάτζετ ή κόλπο έτοιμο, όταν χρειαζόταν.

Ο Μποντ του Μουρ διακρινόταν επίσης από την αίσθηση του χιούμορ και τις «κοφτερές» ατάκες του, αλλά ήταν επίσης ένας έμπειρος ντετέκτιβ με μυαλό-«ξυράφι», το οποίο χρησιμοποιούσε για να ανταπεξέρχεται σε κάθε δύσκολη αποστολή, αλλά και για να… σαγηνεύει μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες του παγκόσμιου σινεμά, που πέρασαν από το κρεβάτι του -πάντα στο πλαίσιο του ρόλου.

Το 2004 ο Μουρ ψηφίστηκε ως «ο καλύτερος Μποντ» σε μία δημοσκόπηση σχετιζόμενη με τα Βραβεία Όσκαρ, ενώ σε μία άλλη (το 2008) έλαβε το 62% των ψήφων. Το 1987 είχε παρουσιάσει την επετειακή τηλεοπτική εκπομπή Happy Anniversary 007: 25 Years of James Bond.

«Ο Άγιος»

Πριν όμως αναλάβει να υποδυθεί τον Τζέιμς Μποντ, ο Μουρ είχε προλάβει να αποκτήσει τεράστια φήμη, μέσα από την τηλεόραση, όταν ο παραγωγός, σερ Λιου Γκρέιντ, του εμπιστεύθηκε τον ρόλο του Σάιμον Τέμπλαρ στη σειρά «Ο Άγιος», βασισμένη στα μυθιστορήματα του Λέσλι Τσάρτερις.

Ο Μουρ είχε πει, σε συνέντευξή του το 1963, ότι ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του Τσάρτερις. Η τηλεοπτική αυτή σειρά γυρίστηκε στη Βρετανία, αλλά με με το βλέμμα στραμμένο προς την αμερικανική αγορά, και η επιτυχία της εκεί και σε αρκετές άλλες ξένες χώρες έκανε το όνομα του Μουρ γνωστό διεθνώς, ιδίως από το 1967 και μετά.

Επιπλέον, εδώ ο Μουρ καθιέρωσε το κομψό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, γοητευτικό και περιπαικτικό στιλ του, το οποίο μετέφερε και στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ. Στα ύστερα χρόνια της σειράς, μάλιστα, έφτασε να σκηνοθετήσει αρκετά επεισόδιά της.

Η σειρά προβλήθηκε από το 1962 μέχρι το 1967 ασπρόμαυρη και στη συνέχεια έγχρωμη, φτάνοντας συνολικά στα 118 επεισόδια, κάτι που την κατέστησε (μαζί με τη σειρά The Avengers) ως τη μακροβιότερη σειρά του είδους της στην ιστορία της βρετανικής τηλεόρασης.

Ωστόσο, από ένα σημείο και ύστερα, ο Μουρ άρχισε να… βαριέται τον ρόλο. Φεύγοντας από τη σειρά, γύρισε αμέσως δύο κινηματογραφικές ταινίες: το Crossplot (1969) και το απαιτητικότερο The Man Who Haunted Himself (1970), σε σκηνοθεσία Μπέιζιλ Ντίαρντεν, που έδωσε στον Μουρ την ευκαιρία να επιδείξει ένα ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα απ’ όσο του είχε επιτρέψει ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ, παρότι οι κριτικές εκείνης της εποχής ήταν μάλλον χλιαρές, όπως και η εμπορική επιτυχία των ταινιών αυτών.

Η τηλεόραση δελέασε τον Μουρ και πάλι, κάνοντάς τον να συμπρωταγωνιστήσει με τον Τόνι Κέρτις στη σειρά «The Persuaders!», που αφηγείτο τις περιπέτειες δύο εκατομμυριούχων πλεϊμπόι ανά την Ευρώπη.

Ο Μουρ έλαβε τότε την πρωτάκουστη για την εποχή αμοιβή του ενός εκατομμυρίου λιρών Αγγλίας για τη σειρά, κάτι που τον κατέστησε τον καλύτερα αμειβόμενο τηλεοπτικό ηθοποιό στον κόσμο.

Ωστόσο, ο Λιου Γκρέιντ ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία του ότι οι Μουρ και Κέρτις δεν «πήραν τη σειρά και τόσο στα σοβαρά». Ο Κέρτις αρνιόταν να μείνει έστω και λίγη ώρα παραπάνω στο γύρισμα απ’ όσο ήταν απολύτως απαραίτητο, ενώ ο Μουρ ήταν πάντοτε πρόθυμος να εργαστεί υπερωριακά.

Ενώ η σειρά απέτυχε στις ΗΠΑ, όπου είχε προπωληθεί στο ABC, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αυστραλία. Στη Γερμανία, όπου προβλήθηκε με τον τίτλο Die Zwei («Οι δυο τους»), θριάμβευσε μέσα από την ιδιαίτερα διασκεδαστική μεταγλώττιση, η οποία ελάχιστα αποτελούσε μετάφραση των αρχικών διαλόγων. Στη Γαλλία ήταν επίσης σταθερά δημοφιλής, υπό τον τίτλο Amicalement Vôtre.

Η ζωή μετά τον Μποντ

Επί πέντε χρόνια μετά την τελευταία ταινία του Μποντ, ο Μουρ δεν έπαιξε σε κινηματογραφική ταινία, εκτός από την κομεντί Bed & Breakfast, που γυρίστηκε το 1989, αλλά βγήκε στους κινηματογράφους το 1992.

Επανεμφανίσθηκε το 1990 σε αρκετές ταινίες και στην τηλεοπτική σειρά My Riviera. Είχε έναν μεγαλύτερο ρόλο στην ταινία The Quest του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Σε μία από τις τελευταίες του ταινίες, σε ηλικία 73 ετών, ο Μουρ δεν δίστασε να υποδυθεί έναν εκδηλωτικό ομοφυλόφιλο στην ταινία Boat Trip (2002).

Το 2009 ο Μουρ εμφανίστηκε σε διαφήμιση για τα ταχυδρομεία. Ένα χρόνο αργότερα, συμμετείχε ως ηθοποιός φωνής στον ρόλο μιας γάτας ονόματι Λέιζενμπυ (σ.σ. το επώνυμο του ηθοποιού Τζορτζ Λέιζενμπι, που υποδύθηκε μόνο μία φορά τον Μποντ, πριν αναλάβει τον ρόλο ο Μουρ) στην ταινία Cats & Dogs: The Revenge of Kitty Galore, η οποία περιείχε αρκετές αναφορές σε ταινίες του Τζέιμς Μποντ και παρωδίες τους.

Το 2015, το περιοδικό GQ τον συμπεριέλαβε ανάμεσα στους 50 «καλύτερα ντυμένους Βρετανούς άνδρες».

Είχε κάνει τέσσερις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά, όλα από την τρίτη του γυναίκα, την Ιταλίδα Λουίζα Ματιόλι.

Πηγή: protothema.gr

eKefalonia
eKefalonia
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ