Άνθρωπος δίχως Όνειρα ρολόι Δίχως Ώρα
Κοινωνία
16/05/2025 | 10:28

Κωνσταντίνος Ηλιουδάκης

Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη… και δεν αναγνωρίζεις τίποτα.
Ούτε τη φλόγα στα μάτια.
Ούτε την τρέλα της επιθυμίας.
Ούτε εκείνη τη σπίθα που κάποτε σ’ έκανε να λες “πάμε, θα τα καταφέρω”.
Δεν έμεινε τίποτα.
Μόνο ένα πρόσωπο ήσυχο, βολεμένο στην ακινησία του, που ξυπνά, δουλεύει, εξυπηρετεί, διαχειρίζεται.
Και μέσα του;
Ένα ρολόι.
Ακίνητο. Χωρίς ώρα. Χωρίς σκοπό.
Εσύ.
Άνθρωπος δίχως όνειρα. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει πως έχεις πάψει να πονάς για κάτι που αγαπάς. Έχεις πάψει να θες, να προσπαθείς, να κυνηγάς.
Δεν βάζεις πια σημάδια. Δεν μετράς αποστάσεις.
Δεν τρέχεις.
Δεν σταματάς. Δεν ζεις.
– Τι σου συνέβη;
(Μιλάει η φωνή μέσα σου. Αυτή που φοβόσουν να ακούσεις.)
– Τι έγινες; Πού χάθηκες;
Κι εσύ… σκύβεις το κεφάλι.
«Με λύγισαν… με πρόδωσαν… με απογοήτευσαν…» «Δεν άντεξα να ξαναπιστέψω…»
«Φοβήθηκα να ξαναποθήσω κάτι…»
«Συνήθισα το λίγο. Και πίστεψα πως αυτό μου αξίζει.»
Αυτή είναι η μεγαλύτερη προδοσία στον εαυτό σου:
Δεν είναι ότι απέτυχες. Είναι ότι σταμάτησες να προσπαθείς.
Και για να αντέξεις την εσωτερική σου αποσύνθεση, έντυσες τη σιωπή με λογική.
Είπες “δεν πειράζει”,
είπες “έχω προτεραιότητες”,
είπες “είμαι ρεαλιστής”.
Μα η αλήθεια είναι άλλη:
Έκρυψες το παιδί μέσα σου σε σκοτεινό υπόγειο.
Το φίμωσες. Το νάρκωσες. Και το άφησες να μαραίνεται.
Μα να σου πω κάτι;
Αυτό το παιδί ακόμα ζει.
Δεν πέθανε.
Χτυπάει με δύναμη στα τοιχώματα του κλουβιού. Φωνάζει.
Σε παρακαλάει.
– Θυμήσου ποιος ήσουν.
Θυμήσου γιατί ξεκίνησες.
Θυμήσου τι ονειρεύτηκες πριν σ’ εκπαιδεύσουν να παραιτηθείς.
Κι εδώ αρχίζει η αυτοβελτίωση.
Όχι αυτή που έχει να κάνει με checklists, διατροφές και στόχους. Αλλά η άλλη:
Η ουσιαστική. Η ψυχολογική. Η εσωτερική.
Να κάτσεις απέναντι απ’ τον εαυτό σου και να του πεις:
– Σε συγχωρώ.
Γιατί άντεξες πολλά.
Γιατί λύγισες και δε μίλησες.
Γιατί δεν έμαθες να ζητάς.
Γιατί πίστεψες πως δεν άξιζες τα όνειρά σου.
Αλλά από εδώ και πέρα…
– Αρνούμαι να συνεχίσω να ζω σαν ρολόι χωρίς ώρα.
– Αρνούμαι να παραμένω σε ένα “εντάξει” που με σκοτώνει. – Θέλω να ξαναχτίσω. Να ξαναβρώ. Να ξαναφωτίσω.
Και ναι, θα πονέσεις.
Γιατί κάθε φορά που ξεκινάς απ’ την αρχή, ματώνεις.
Θα τρομάξεις. Θα θέλεις να γυρίσεις πίσω στη σιγουριά της απραξίας. Αλλά…
κάθε βήμα που θα κάνεις προς το όνειρο,
θα είναι σαν να σου επιστρέφεται η ψυχή σου κομμάτι-κομμάτι.

Όχι γιατί είναι εύκολο. Αλλά γιατί είναι δικό σου.
Μην αφήσεις άλλο τον χρόνο να κυλάει χωρίς εσένα.
Μην αφήσεις άλλη μια χρονιά να περάσει χωρίς παλμό.
Μην κοιμηθείς άλλη μια νύχτα με το στόμα σφαλιστό και την καρδιά άδεια.
Αν εσύ δεν πιστέψεις στα όνειρά σου, τότε ποιος θα το κάνει για σένα;
Αν εσύ δεν διεκδικήσεις μια ζωή που να έχει ΧΡΩΜΑ, τότε ποιος θα σου τη χαρίσει;
Σήκω.
Πλύσου.

Δες τον εαυτό σου. Και ψιθύρισέ του:
– Αρκετά κοιμήθηκες. Ώρα να ξυπνήσεις. Ώρα να ονειρευτείς ξανά. – Γιατί άνθρωπος δίχως όνειρα, είναι ρολόι δίχως ώρα.
Κι εγώ… δεν θέλω να μετράω άλλο άδειες ώρες. Θέλω να τις γεμίσω.
Και ξέρεις κάτι;
Από σήμερα,
θέλω να χτυπάω πάλι
Επιστολή από τον Εαυτό σου… Αύριο

Σήμερα δεν με θυμάσαι. Αλλά εγώ σε θυμάμαι καλά. Εγώ είμαι εσύ. Από το μέλλον.
Κι ήρθα να σου μιλήσω, λίγο πριν να είναι αργά.
Θυμάμαι την ημέρα που τα παράτησες.
Όχι με δόξα και θόρυβο. Αλλά σιωπηλά.
Έσβησες ένα-ένα τα φώτα των ονείρων σου
και στάθηκες ακίνητος, με το βλέμμα χαμηλωμένο,
πείθοντας τον εαυτό σου ότι δεν χρειάζεται να κυνηγάει τίποτα πια.
Σε έβλεπα να αναπνέεις,
να γελάς μηχανικά,
να παίζεις ρόλους που δεν ήταν δικοί σου
και να λες “είμαι καλά”, ενώ μέσα σου ούρλιαζες.

Δεν ήσουν καλά. Ήσουν κενός.
Ήσουν ένας άνθρωπος δίχως πυξίδα, δίχως στόχο, δίχως σπίθα. Ήσουν ένα ρολόι δίχως ώρα.
Ένα σώμα που απλώς λειτουργούσε.
Μα δεν ΖΟΥΣΕ.
Σου γράφω από το αύριο που χτίστηκε χωρίς τα όνειρά σου. Κι είναι ένα μέλλον σκοτεινό.
Παγωμένο.
Ένα μέλλον όπου η ψυχή σου στεγνώνει,
κι εσύ γερνάς μέσα σου, πολύ πριν το σώμα σου γεράσει. Κι όμως, θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που σχεδόν είπες “φτάνει”; Που σχεδόν άκουσες το μέσα σου να φωνάζει;
Που σχεδόν πήρες πίσω τη ζωή σου;
Μπορείς ακόμα.
Σου γράφω όχι για να σε μαλώσω. Αλλά για να σε τραβήξω.
Να σε ξυπνήσω.
Να σου θυμίσω ότι δεν είσαι χαμένος. Είσαι… κοιμισμένος.
Και σε χρειάζομαι να ξυπνήσεις. Γιατί εσύ είσαι εγώ.
Κι εγώ… δεν θέλω να συνεχίσω έτσι.
Θέλω να περπατάω και να μην βαραίνουν τα πόδια μου. Θέλω να γελάω και να το νιώθω.
Θέλω να με αγαπάω ξανά.
Θέλω να ξέρω γιατί ξυπνάω.
Θέλω να θυμάμαι τι θέλω. Θέλω να ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΞΑΝΑ.
Γι’ αυτό σε παρακαλώ..
Μην με σκοτώσεις από αναβολή.
Μην με εγκαταλείπεις για να βολευτείς. Μην με πνίγεις κάθε φορά που πονάς.
Δεν σε θέλω άτρωτο. Σε θέλω ΑΛΗΘΙΝΟ. Σε θέλω παρόντα.
Σε θέλω ζωντανό.

Είσαι ακόμα ζωντανός.

Και όσο ζεις… έχεις κάθε δικαίωμα να ονειρεύεσαι. Και κάθε ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να κυνηγήσεις αυτά τα όνειρα.
Γιατί εσύ δεν γεννήθηκες να γίνεις ένας ακόμα αριθμός. Γεννήθηκες να αφήσεις σημάδι.
Άνθρωπος δίχως όνειρα είναι ρολόι δίχως ώρα.
Και το ξέρεις. Το νιώθεις. Το έχεις ζήσει. Κι από σήμερα…
ήρθε η ώρα να αρχίσεις να χτυπάς ξανά.
Με φλόγα, με πόνο, με λάθη, με ορμή.
Αλλά… με ΖΩΗ.

 

Με αγάπη,
Ο Εαυτός σου, απ’ το αύριο.
Αυτός που ακόμα ελπίζει πως δεν θα τον προδώσεις ξανά.

 

*Ο Κωνσταντίνος Ηλιουδάκης είναι Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας -Ψυχοθεραπείας

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ