Με πολλή χαρά άκουσα τις πρώτες σκέψεις της Νίκης Κεραμέως Υπουργού Παιδείας, επ’ αφορμής των αποτελεσμάτων των φετινών βάσεων εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, για μια σημαντική μεταρρύθμιση – μια ελάχιστη βάση εισαγωγής που θα ορίζεται από τη Πολιτεία και από εκεί και πέρα να μπορεί κάθε Πανεπιστήμιο να θέσει, αν επιθυμεί, μια υψηλότερη βάση. Εύχομαι να προχωρήσει το σχέδιο της.
Φέτος, το 25% στα Γενικά Λύκεια και το 40% στα Επαγγελματικά Λύκεια μπήκε σε Πανεπιστημιακές Σχολές με βαθμούς κάτω από τη «βάση».
Η εισαγωγή στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση υποψηφίων με πολύ χαμηλή βαθμολογία δημιουργεί εύλογες απορίες : Πόσο μπορεί να αλλάξει και να βελτιώσει αυτή την βαθμολογία του ένας σπουδαστής; Θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του ή θα είναι «αιώνιος σπουδαστής» ή μοιραία θα έχει ανεπαρκή Πανεπιστημιακή μόρφωση με ότι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον του; Πόσο αλήθεια τιμά τις Πανεπιστημιακές Σχολές να έχουν σπουδαστές που εισήλθαν σ΄ αυτά με βαθμολογία του 1, του 2 ή και πιο κάτω με άριστα το 20; Ποιά εξέλιξη μπορεί να έχουν οι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές που διδάσκουν σε αυτές τις Σχολές; Δεν μηδενίζω κανέναν. Απλά προβληματίζω με την εμπειρία που έχω στα Πανεπιστήμια.
Ειδικότερα, η εισαγωγή μαθητών σε Πανεπιστημιακές Σχολές καταδεικνύει την ανάγκη λήψης μέτρων για την ύπαρξη ενός «φιλτραρίσματος» για τους απόφοιτους μαθητές λυκείου που επιθυμούν να εισαχθούν στα ΑΕΙ. Το 2006, η τότε Υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου θέσπισε για πρώτη φορά βαθμολογικό όριο, 10 ως προς το γενικό βαθμό πρόσβασης ή 10.000 μόρια, για την εισαγωγή στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γιατί, αλήθεια, καταργήθηκε η «βάση» αλλά τι νόημα έχει στην Ελλάδα να ρωτάς για το αυτονόητο.
Μπορεί η «βάση» του 10 να μην είναι πανάκεια, να μην θεραπεύει όλες τις δομικές αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, να μην καταπολεμά την αποστήθιση. Ωστόσο, θέτει ένα όριο, στην αποφυγή εισαγωγής μαθητή με χαμηλότατους βαθμούς και διαφυλάσσει το επίπεδο των Πανεπιστημιακών Σχολών, ώστε να μην βρει απάνεμο εκεί ο δεκαοκτάχρονος του 1 ή του 2 με άριστα το 20, που ούτως ή άλλως αδιαφορεί να πιάσει τη «βάση» του 10, αλλά που μένει έξω από την επισήμως καταγραφόμενη ανεργία, ροκανίζοντας το χρόνο, μη καταλήγοντας σε ουσιαστική εκπαίδευση, εκμεταλλευόμενος το ευαίσθητο σημείο της κάθε ελληνικής οικογένειας, «να πάρει το παιδί ένα χαρτί», που στις περισσότερες των περιπτώσεων θα του επέτρεπε να έχει μια προνομιακή εξέλιξη, ως «πτυχιούχος», στην εξασφαλισμένη από το «πελατειακό» κράτος θέση. Κάπως έτσι φθάσαμε να έχει δημιουργηθεί το πρωτοφανές παγκοσμίως φαινόμενο των «αιωνίων φοιτητών»!
Η προσπάθεια διεύρυνσης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που επιχειρήθηκε τη δεκαετία του ’90, χωρίς την ταυτόχρονη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών, έφερε τη συνεχή πτώση του επιπέδου των σπουδαστών καταλήγοντας στα τωρινά αποτελέσματα. Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό, απλά τώρα έφτασε στο μέγιστό του.
Οι νέες προσπάθειες στην εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει οπωσδήποτε να κοιτούν μπροστά και να μην «υπηρετήσουν» τις όποιες συντεχνίες… Που είχε αγνοήσει και σωστά η Μαριέττα Γιαννάκου…
Δρ. Σ. Α. Θεοτοκάτος