Ο λαογραφικός και εθνικός χαρακτήρας της ενωτικής στρατηγικής των Κεφαλλήνων έως την Ένωση
de Facto
20/05/2025 | 19:49

Γράφει η Χαραλαμπία Καρούσου Τσελέντη

Η λαογραφία του κεφαλληνιακού λαού, η θρησκευτική παράδοση και οι κοινωνικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα μετά την ενετοκρατία, οδήγησαν, στο να μην πεθάνει η εθνική του συνείδηση. Κυρίως, στο να αναπτυχθεί η στρατηγική, που οδήγησε στις ενεργητικές δράσεις των ριζοσπαστών και στην Ένωση.

Ήθη, έθιμα, εκκλησιαστική παράδοση στην ζωή με τους Ενετούς, διαμόρφωσαν μια στρατηγική στους Κεφαλλήνες. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία ενεργητική συνέργεια του λαού, όχι του σκλάβου υπό τη σημαία του τιμαρίου, αλλά του υπηκόου. Ενός ανθρώπου με υπόσταση, που αλληλοεπιδρά κοινωνικά και αναπτύσσει συνειδησιακά, την ουσία της ταυτότητας.

Η εθνική ταυτότητα, ενισχύθηκε, διότι προϋπήρχε, από την λαογραφία και την εκκλησιαστική παράδοση. Χρονικά, στο ιστορικό διάβα της δυτικής κυριαρχίας στη Κεφαλονιά, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, ευνόησαν την κορύφωση μιας διεκδίκησης, που οδήγησε στην Ένωση. Ο λαός, πέτυχε να διεκδικεί το όραμα του, όχι απλώς να επιβιώνει. Διεκδίκηση, που οδήγησε στην δημιουργία της ριζοσπαστικής συμπεριφοράς.

Μέσα από τα ισχυρά εργαλεία της ταυτότητας, της ιστορικής μνήμης και της εθιμικής συμπεριφοράς, η πνευματική επιδίωξη του Κεφαλλήνα, έγινε ο αγώνας της ελληνικής κληρονομιάς. Έτσι, ο λαός, μέσα από την αναβίωση της μνήμης, εφαρμόζει την στρατηγική της ταυτότητας.

Καθοριστικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής, είναι η λαογραφία. Οι εθιμικές συμπεριφορές δηλαδή, με τα εργαλεία της παράδοσης. Τα έθιμα και η γλώσσα, έγιναν συνειδησιακά, η στρατηγική. Ο κεφαλληνιακός λαός, χρησιμοποίησε ενστικτωδώς την αρχαία και βυζαντινή του κληρονομιά, βιώνοντας την μέσα στον πυρήνα της εκκλησιαστικής παράδοσης. Ξεκίνησε λοιπόν, να νοηματοδοτεί το εθνικό του φρόνημα.

Η ιστορική μνήμη, ενισχυμένη έντονα από τα εθνοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού στοιχείου, ανέπτυξε την ιδέα, σε πραγματικό εθνικό στόχο. Οι ριζοσπάστες, εξέφρασαν ένα καθαρά εθνικό χαρακτήρα της επιθυμίας του λαού αλλά και της κοινωνικής ελίτ, των ευγενών, που είχε προσηλυτιστεί στα ιταλικά.

Ένα καθοριστικό στοιχείο της οργανωτικής δομής των Ενετών, που συνετέλεσε στην ανάπτυξη του ριζοσπαστισμού, αποτέλεσε, η πρακτική ανεφαρμογή της κληρονομικότητας στα συμβούλια των ευγενών στη Κεφαλονιά. Αυτό σημαίνει, ότι ο ευγενής, δεν αποκτά τη θέση λόγω καταγωγής, αλλά υπάρχει ενεργητικότητα και ανατροφοδότηση του συμβουλίου( πρόκειται ουσιαστικά για το συμβούλιο της αστικής κοινότητας- «ουνιβερσαλιτά»). Η ιδιοτροπία της σύστασης του συμβουλίου που εντοπίζεται στη Κεφαλονιά, αν και φαίνεται να την υποβαθμίζει μπροστά στα άλλα νησιά, ωστόσο, αποτελεί τον μεταστρατηγικό στόχο της εθνικής συνείδησης των Κεφαλλήνων.

Οι αιρετοί του συμβουλίου της Κεφαλονιάς δεν γίνονται δεκτοί από τα υπόλοιπα συμβούλια των ευγενών, όμως οι Κεφαλλήνες, έχουν θέσει την βάση της ενωτικής σκέψης.

Τα Επτάνησα, αποτέλεσαν το πρώτο ανεξάρτητο «ελληνικό κράτος» στη νεότερη ιστορία, και αυτό αφορά την γνωστή Επτανήσιο Πολιτεία. Το ημιαυτόνομο αυτό κράτος, που διήρκησε περίπου μια δεκαετία, εκφράζει την απόλυτη επιθυμία του λαού, να έχει τη δική του ταυτότητα, που είναι κατά βάση ελληνική.
Οι δυτικές επιρροές στην λαογραφία και την κοινωνία, όσο έντονες και αν είναι, επιβιώνουν στην ανώτερη τάξη, ενώ ο λαός κρατά αμιγώς την ελληνική διαφορά. Στο νησί επομένως, συνυπάρχουν δύο στρατηγικές. Παρόλα αυτά, αυτή των ευγενών είναι δανεική, ενώ αυτή του λαού, κληρονομική. Η νοηματοδότηση της κληρονομιάς και η ταύτιση της ταυτότητας με το όραμα, είναι αυτά που δίνουν στην πρώτη, το πλεονέκτημα της διεκδίκησης.

Ακόμα όμως και οι αναφορές που απορρέουν από την έννοια των Επτανήσων, είναι σύγχρονη σύλληψη. Τα Επτάνησα, αποκτούν και ολοκληρώνουν την οριστική φυσιογνωμία τους ως Ιόνιοι Νήσοι, από τα τέλη του 18ου αι., όπου αντικαθίστανται η έως τότε ονομασία «Νήσοι της Ενετίας». Αρχίζει τότε να εκφράζεται μια μορφή ενότητας μεταξύ τους, η οποία κορυφώνεται το 1797 με την αποχώρηση των Ενετών. Αυτό σημαίνει, ότι η Κεφαλονιά, κρατά μια κυρίαρχη στρατηγική θέση στην περιοχή, ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους με το θέμα Κεφαλληνίας, στο οποίο ανήκουν τα Επτάνησα. Η ιστορική αυτή κληρονομιά, προσθέτει άλλο ένα πλεονέκτημα στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης του κεφαλληνιακού λαού.

Οι στρατηγικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν στην Κεφαλονιά, δεν συντέλεσαν μόνο στην εμφάνιση των Ριζοσπαστών και στην Ένωση. Η συνέργεια της στρατηγικής, συνέβαλε σημαντικά και στην επανάσταση της υπόλοιπης υπόδουλης Ελλάδας το 1821.

Για παράδειγμα, ο Ι. Καποδίστριας αποβιβάζεται στη Λευκάδα στις 27.5.1807 πλαισιωμένος από έναν Γάλλο μηχανικό οχυρωματικών έργων και τον δραστήριο Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο. Τον συνόδευαν, ο διορισμένος από την Γερουσία Κερκυραίος γραμματέας Παύλος Πεδεμόντης και ο λοχαγός του πυροβολικού Πιέρρης, ως προγυμναστής των πολιτοφυλάκων πυροβολητών. Τον ακολούθησαν, οι Κερκυραίοι, αξιωματικοί Απέργης, Τιμοθ. Ούγγαρος, Κομ. Βούλγαρης, Βατάλιας και Ριζικάρης, διάφοροι υπαξιωματικοί και πλείστοι στρατιώται, συνοδευόμενοι από ναυλωμένα πλοία Επτανήσων και κυρίως Κεφαλλήνων. Τότε ο Καποδίστριας ξεδίπλωσε τις πανελλήνιες πεποιθήσεις του, καλώντας σε βοήθεια για την άμυνα της Λευκάδας τους πιο ξακουστούς οπλαρχηγούς (Κατσαντώνης, Βλαχάβας, Λ. Τζαβέλας, Κ. Μπότσαρης, Νικοτσάρας, Περαιβός, Αναγνωσταράς, Μπουκουβάλας, λέγεται ότι ήταν και ο Κολοκοτρώνης). Αυτό που προέκυψε από τη συγκέντρωση ήταν ο αδελφικός σύνδεσμος, έκτοτε, μεταξύ των οπλαρχηγών. Οι επιζήσαντες από την εθνεγερσία ανακαλούσαν αργότερα τις μνήμες αυτές όταν προσέβλεπαν στον Ι. Καποδίστρια ως τον καταλληλότερο να κυβερνήσει το επαναστατημένο έθνος (Θεοτόκης Μ., 1889: 222-235).

Στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης του λαού, καθοριστικό ρόλο, είχε και ο ενωτικός χαρακτήρας των ιερέων. Σε αυτό ήρθε να συμβάλλει η ενετική διοίκηση, η οποία έθεσε τους ιερείς ως συνδετικό κρίκο με το κράτος. Η τήρηση των ληξιαρχικών βιβλίων από τους ιερείς, διαμορφώνει μια άμεση και ουσιαστική σχέση του λαού με την εκκλησιαστική παράδοση. Η λατρεία, είναι άρρηκτο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας.

Τα ιστορικά εργαλεία στρατηγικής, ο ρόλος της παράδοσης, ο εθνοτικός χαρακτήρας των ιερέων, το πρώτο ολοκληρωμένο θεσμικά ελληνικό κρατικό μόρφωμα στα νεότερα χρόνια, συντέλεσαν στην ανάπτυξη της εθνικής ταυτότητας και της διεκδίκησης των Κεφαλλήνων πρώτα και ύστερα των Επτανησίων, της ελευθερίας τους.

Βιβλιογραφία:
1. Παύλος Χ. Καρούσος, Εκλογική και πολιτική συμπεριφορά των Κεφαλλήνων την περίοδο 1865-1875, Πάντειο Πανεπιστήμιο, χολή Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, αρχείο διδακτορικών διατριβών
2. Παναγιώτης Πανάς(1832-1896): ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Φιλολογίας. Τομέας Νεοελληνικής Φιλολογίας, αρχείο διδακτορικών διατριβών
3. Πετράτος Πέτρος, Οι πολιτικές λέσχες στην Κεφαλονιά κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας, αρχείο διδακτορικών διατριβών.

4. Μικρές παραπομπές:
1. «Από το 1705, με ειδικό διάταγμα του Γενικού Προβλεπτή για τη θάλασσα Φρ. Γκριμάνη, οι ιερείς υποχρεώθηκαν να τηρούν ιδιαίτερα βιβλία, στην ενορία, για κάθε κατηγορία ληξιαρχικής πράξης» (Μοσχόπουλος Γ., 1988: 5-6).

2. «… παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη την διάρκεια του βυζαντινού κράτους η «ευγενική καταγωγή» ήταν αυτή που τα μέλη της συγκροτούσαν την άρχουσα τάξη (πολιτική, θρησκευτική και αξιωματούχοι της διοίκησης) και τα μέλη της τάξης αυτής, πίστευαν ότι όσοι κατάγονταν από κατώτερες τάξεις (αγρότες, έμποροι, κα) δεν έπρεπε να είχαν δικαιώματα κοινωνικής ανέλιξης. Όμως η ίδια η οργάνωση του βυζαντινού κρατικού συστήματος παρείχε δυνατότητες ανέλιξης στα μέλη εκτός άρχουσας τάξεως, μέσω της εκπαίδευσης και του στρατού, που ήταν ανοικτοί θεσμοί στο λαό και παρείχαν τη δυνατότητα να γίνουν αξιωματούχοι και να αποκτήσουν το δικαίωμα διάκρισης. Σημαντικό διαδικασία ανέλιξης ήταν και οι μικτοί γάμοι γάμοι με μέλη διακεκριμένων οικογενειών.» (Χερίν Τζ. 2017: τ. β΄, 177-178).

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ