Η συστηματική ανακίνηση του προβλήματος της αναγκαίας σύνδεσης του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας τίθεται πολύ συχνά με λάθος τρόπο, τουλάχιστον για λόγους που δεν είναι πάντα επαρκώς ορατοί.
Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με την προφανή απώλεια μνήμης. Δεν μπορεί να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με την αγορά εργασίας. Η πρόσφατη ιστορία της χώρας μας αποτελεί αψευδή μάρτυρα. Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, η γρήγορη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την ύπαρξη ποσοτικά επαρκούς και ποιοτικά κατάλληλου επιστημονικού δυναμικού, τουλάχιστον με τα μέτρα της εποχής.
Ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί να ασκηθεί για τους εκάστοτε πολιτικούς σχεδιασμούς και τις κοινωνικές προσδοκίες και πρακτικές, το γεγονός είναι ότι η χώρα δεν αντιμετώπισε ουσιώδη έλλειψη στελεχών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Σήμερα που ήδη ξεκίνησε μια νέα σελίδα στην ιστορία της τεχνολογίας και της ανάπτυξης το πρόβλημα δεν είναι η σύνδεση του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας αλλά ο επαναπροσδιορισμός αυτής της σχέσης.
Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με την ίδια την υπόσταση του Πανεπιστημίου. Γιατί δεν ήταν ποτέ, δεν είναι ούτε μπορεί ή πρέπει να είναι απλός μηχανισμός επαγγελματικής κατάρτισης. Ήταν, είναι και θα είναι πάντα θεσμός διάχυσης της υπάρχουσας γνώσης, παραγωγής νέας γνώσης, προσφοράς στην κοινωνία και ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Αυτό δεν σημαίνει αδιαφορία για την επαγγελματική αποκατάσταση των πτυχιούχων. Αλλά πρέπει να κατανοηθούν σαφώς οι διαφορετικές λειτουργίες.
Η αγορά έχει ανάγκη από ανθρώπινο δυναμικό άμεσης χρησιμότητας, σε ειδικότητες αμφίβολης χρονικής διάρκειας. Οι ειδικότητες έρχονται και παρέρχονται, κι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σήμερα, σε μια εποχή γρήγορων αλλαγών και προσαρμογών και υπό το κράτος της ανεργίας των νέων που συνιστά αναμφίβολα κοινωνική μάστιγα. Εκτιμάται ότι το 80% των σημερινών γνώσεων θα έχουν απαξιωθεί σε μια 10ετία ή ότι ο νέος πτυχιούχος θα αλλάξει 4-6 φορές ειδικότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Αν το Πανεπιστήμιο μετατραπεί σε επαγγελματική σχολή «απασχολήσιμων» τότε θα απαξιωθεί αλλά και οι σημερινοί «απασχολήσιμοι» θα είναι οι αυριανοί άνεργοι.
Το Πανεπιστήμιο αντίθετα οφείλει να εξασφαλίζει κυρίως υψηλή ποιότητα πτυχίου, με γερά θεμέλια στις βασικές γνώσεις που αντέχουν στον χρόνο και σχετική εξειδίκευση σε «τρέχουσες» ειδικότητες στο επιστημονικό αντικείμενο του κάθε Τμήματος. Μόνο τότε ο νέος πτυχιούχος θα μπορεί μεν να προσαρμόζεται άμεσα και άνετα στις βραχυχρόνιες συνθήκες της αγοράς εργασίας αλλά ταυτόχρονα θα είναι εφοδιασμένος με εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες που του επιτρέπουν να προσαρμοστεί στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς εργασίας, κατά την διάρκεια της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του και να αποφύγει τις τραγικές συνέπειες μιας νέου τύπου περιθωριοποίησης.
Ο τρίτος λόγος αφορά τη μονοσήμαντη κατανόηση της σχέσης του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας. Το Πανεπιστήμιο δεν υποστηρίζει μόνο όσα υπάρχουν, οφείλει να προετοιμάζει για αυτά που έρχονται. Η αγορά απαιτεί κατά κανόνα απολύτως ώριμη και πλήρως βεβαιωμένη γνώση. Η νέα γνώση, στο βαθμό που ωριμάζει και αποδεικνύει την κοινωνική ή/και οικονομική της χρησιμότητα, είναι διαθέσιμη για όλους όσους έχουν την ικανότητα να «διακινδυνεύσουν» την ενσωμάτωση της σε υπάρχουσες ή νέες δραστηριότητες.
Πορευόμενοι προς την κοινωνία και την οικονομία της γνώσης είναι σαφής η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας μιας σχέσης που καθίσταται περισσότερο περίπλοκη σήμερα από ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Όμως αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ένα όραμα και μια μακροχρόνια στρατηγική με την συστράτευση όλων μας, ώστε να καθίσταται αναληθής μια κινέζικη παροιμία που αναφέρει : «Όταν φυσάνε οι άνεμοι της αλλαγής, κάποιοι κτίζουν τοίχους και κάποιοι άλλοι κτίζουν ανεμόμυλους».
Δρ. Σπυρίδων Α. Θεοτοκάτος