Το μικρό παιδί μας, στην προσχολική ηλικία, κλαίει, κάτι το ενοχλεί, κάτι έχασε, κάτι θέλει, κάτι το πείραξε. Εμείς, συνήθως, ανταποκρινόμαστε με ένα «έλα, μην κλαις, είσαι μεγάλος τώρα πια, δεν πειράζει». Όμως, εκείνο συνεχίζει να κλαίει. Τα παιδιά μας αντιμετωπίζουν δυσκολίες στα μαθήματα, στη συμπεριφορά, στη συναναστροφή. Εμείς τείνουμε να τα νουθετούμε «μην κάνεις αυτό, κάνε εκείνο, μη δίνεις σημασία, μη στεναχωριέσαι».
Στην εφηβική ηλικία τα προβλήματα «σοβαρεύουν» και ο έφηβος τώρα πια δε μας μιλάει, ίσως μας απορρίπτει και ίσως ήρθε η ώρα της αποκαθήλωσης της «αυθεντίας» μας. Είναι, όμως, η καθοδήγηση και οι συμβουλές αυτό που πραγματικά χρειάζονται τα παιδιά μας ή μήπως χρειάζονται απλά ένα «καλό αυτί»; Μήπως με τον τρόπο μας φωνάζουν απλά «άκου με, άσε με να βιώσω τον πόνο, δώσε μου απλά μία αγκαλιά, θα βρω μόνος μου την λύση»; Το καθημερινό άγχος με όλες τις υποχρεώσεις αλλά και οι δυσκολίες που βιώνουν πλέον οι σχέσεις, καθώς και το νεαρό της ηλικίας των παιδιών μας, μάς ωθεί στη βεβαιότητα πως η δική μας εμπειρία είναι μεγαλύτερη, άρα και οι συμβουλές μας «σοφότερες».
Είναι, όμως, στην πραγματικότητα αποτελεσματικό να πεις σε ένα παιδί «μην στεναχωριέσαι»; Είναι τόσο αποτελεσματικό, όσο το να πεις σε έναν ενήλικα «μην αγχώνεσαι που οι καθημερινές υποχρεώσεις τρέχουν και πρέπει να αντεπεξέλθεις, μην αγχώνεσαι που χάλασε μία σχέση, μην αγχώνεσαι που τα έξοδα είναι πολλά κτλ». Δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν είναι αποτελεσματικό.
Ο μικρόκοσμος του παιδιού, σε όποια ηλικία και αν βρίσκεται, μεγαλοποιεί τις καταστάσεις και επιβαρύνει την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση. Τότε οι γονείς φαίνεται να λαμβάνουν και να ενεργοποιούν «το σήμα κινδύνου», που τους καλεί να επέμβουν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του παιδιού τους σαν δικό τους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε, βέβαια, να είναι, δεδομένης της αγάπης των γονιών για τα παιδιά τους και το άγχος τους για την ευτυχία τους; Και όμως φαίνεται πως υπάρχει λύση, η οποία ονομάζεται «ενεργητική ακρόαση».
Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην ανάπτυξη ενσυναίσθησης προς το παιδί μας, χωρίς να παίρνουμε θέση ή να το παροτρύνουμε προς κάποια κατεύθυνση ή συμπεριφορά. Έτσι, το παιδί μαθαίνει πως έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει και να λύσει μόνο του τις δυσκολίες του, και πως ο γονιός δεν είναι ο σούπερ-ήρωας και περισσότερο ικανός από το ίδιο. Βασικό στοιχείο για την επίτευξη αυτού, είναι να δίνουμε προσοχή στο πρόβλημα του παιδιού χωρίς να υποτιμάμε τη σημασία του, όσο μικρό και αν φαίνεται στα δικά μας μάτια. Για να δούμε, λοιπόν, στην πράξη ένα παράδειγμα ενεργητικής και μη ενεργητικής ακρόασης:
Μη ενεργητική ακρόαση: Ο δεκάχρονος Γιάννης γυρίζει στο σπίτι από το σχολείο και είναι θυμωμένος. Λέει στην μητέρα του «ο Κώστας δεν είναι φίλος μου, δε θα του ξαναμιλήσω» και η μητέρα απαντάει «έλα είστε φίλοι, θα τα ξαναβρείτε και θα είστε μια χαρά» και απομακρύνεται να συνεχίσει τις δουλειές της. Ο θυμός του παιδιού εξακολουθεί να υπάρχει και δεν πρόλαβε καν να εξηγήσει γιατί μάλωσε με το άλλο παιδί και δεν το θεωρεί πια φίλο του. Στην περίπτωση αυτή η μητέρα άκουσε το πρόβλημα από τη θέση του ενήλικα κι όχι από τη θέση του παιδιού, δίνοντας στο παιδί το μήνυμα ότι θεωρεί τέτοιου τύπου προβλήματα ασήμαντα. Έτσι, το παιδί εισπράττει ότι η μητέρα του δεν το καταλαβαίνει και την επόμενη φορά δεν θα μοιραστεί μαζί της κάτι άλλο που το απασχολεί.
Ενεργητική ακρόαση: Ο δεκάχρονος Γιάννης γυρίζει στο σπίτι από το σχολείο και είναι θυμωμένος. Λέει στην μητέρα του «ο Κώστας δεν είναι φίλος μου, δε θα του ξαναμιλήσω» και η μητέρα απαντάει «μου φαίνεσαι θυμωμένος και απογοητευμένος με τον φίλο σου, θα ήθελες να το συζητήσουμε;». Ο Γιάννης συνεχίζει «σήμερα δεν έπαιζε μαζί μου, και όταν του είπα να παίξουμε με έβρισε». Η μητέρα σκύβει στο ύψος του και του απαντάει «νομίζω πως νιώθεις πως δε σε σέβεται με τον τρόπο του, πιστεύεις πως είναι αυτό;». Σε αυτή την περίπτωση, η μητέρα κατονόμασε το συναίσθημα που το παιδί ίσως δεν ήταν σε θέση, μέσα στο θυμό του, να αναγνωρίσει. Την επόμενη φορά, ωστόσο, θα ξέρει πως όταν νιώθει έτσι, τότε, πιθανόν, να είναι απογοήτευση αυτό που νιώθει και περισσότερη αναζήτηση προσοχής. Η μητέρα, επίσης, αποποιήθηκε τον ρόλο της αυθεντίας με τη στάση του σώματος και έσκυψε στο ύψος του παιδιού, για να συνομιλήσουν σαν δύο άνθρωποι που αναζητούν μαζί τη λύση στο πρόβλημα και όχι σαν τον παντογνώστη που έχει μία απάντηση για όλα. Στην πραγματικότητα, όμως, η μητέρα δεν προσφέρει λύση.
Προσφέρει ανίχνευση και διερεύνηση στα συναισθήματα του παιδιού, ώστε να μπορέσει μόνο του να τα αναγνωρίσει μελλοντικά δίχως να χρειάζεται να βρίσκεται εκεί η ίδια. Δηλαδή, προωθεί τη μελλοντική του συναισθηματική ανεξαρτητοποίηση.
Έτσι, φαίνεται πως το μεγαλύτερο όφελος της ενεργητικής ακρόασης είναι ότι προωθεί την ανεξαρτητοποίηση του παιδιού, δηλαδή το γαλουχεί ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που συναντά και ότι άλλο το προβληματίζει. Έτσι, το παιδί μπορεί να κατορθώσει να λύσει μόνο του το επόμενο πρόβλημα, να το αντιμετωπίσει στη ρίζα του, αντί να επαναπαύεται σε προσωρινά δεκανίκια που δεν το βοηθούν να ωριμάσει συναισθηματικά.
Ίσως κάποιος αναρωτηθεί «Και τότε, ποιος είναι ο ρόλος των γονιών σε όλο αυτό;» Ο ρόλος των γονιών είναι αυτός του συνοιδοιπόρου και είναι απόλυτα ενεργός. Είναι ο ρόλος του δεκτικού «ώμου» πάνω στον οποίο το παιδί θα κλάψει για τις συνέπειες των πράξεων του, ο ρόλος της «αγκαλιάς» όταν ζητάει στοργή και ασφάλεια, αλλά, κυρίως, ο ρόλος του «αυτιού» όταν το παιδί ζητάει απλά να εκφραστεί. Έτσι, φαίνεται πως όλες οι αισθήσεις των γονέων «περιθάλπουν» τις ανάγκες του παιδιού με βασικό στοιχείο τη διακριτικότητα στη χρήση τους και τον σεβασμό στην ελευθερία αποφάσεων του παιδιού.
Η ενεργητική ακρόαση είναι στην ουσία μία δεξιότητα επικοινωνίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις μορφές αλληλεπίδρασής μας και όχι μόνο μεταξύ της σχέσης γονέα-παιδιού. Για παράδειγμα, συνηθίζεται να λέμε πως ένας επιτυχημένος γάμος ή συντροφική σχέση εν γένει, βασίζεται στην υγιή επικοινωνία, ενώ διαλύεται όταν υπάρχει ασυμφωνία. Είναι όμως η ασυμφωνία των απόψεων το πραγματικό πρόβλημα ή μήπως είναι η έλλειψη σεβασμού για τις απόψεις του συντρόφου μας; Η επικοινωνία σημαίνει κατά βάση ακούω και σέβομαι χωρίς διάθεση κριτικής, προσπαθώντας να κατανοήσω αυτό που ο σύντροφός μου επιθυμεί να μου πει είτε με λεκτικούς είτε με μη λεκτικούς κώδικες επικοινωνίας. Παρομοίως, η δεξιότητα αυτή βελτιώνει τόσο τις φιλικές μας σχέσεις, όσο και τις εργασιακές μας. Όμως, για να καλλιεργήσουμε το «αυτί» μας, θα πρέπει πρωτίστως να κατανοήσουμε πως αφενός δεν έχουμε λύση για όλα, αφετέρου οι γύρω μας δε ζητάνε απαραιτήτως λύση όταν μας κάνουν κοινωνούς στο πρόβλημα τους. Ίσως ζητάνε, απλά, έναν καλό και σιωπηλό ακροατή, γιατί καμιά φορά όταν εκφράζεις το πρόβλημα το ακούς και βρίσκεις μόνος σου τη λύση. Μια λύση όχι δοτή, αλλά ταιριαστή στην δική σου προσωπικότητα και συνεπώς πιο ουσιώδη.
Ελένη Φλέβα
Ψυχολόγος ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας
Αργοστόλι, Μάρτιος 2024