Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Η καρναβαλική περίοδος οριοθετείται μέσα από τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μια περίοδος που έρχεται από την αρχαιότητα ονομαστή για την αθυροστομία της.
Μάλιστα δεν ήταν τυχαία μέσα στο χρόνο, ώστε να εξυπηρετεί τη νευρική κάλμα των ανθρώπων που αντρειεύεται την άνοιξη, λόγω του κλίματος της εποχής. Οι τρεις εβδομάδες που ορίζουν το καρναβαλικό πλαίσιο -με βάση την Κυριακή τους- λέγονται: Η πρώτη Προσφωνήσιμη, η δεύτερη της Αποκριάς και η τρίτη της Τυρινής. Κατά την περίοδο αυτής της χρονικής περιόδου, καταλύουμε κρέας και τυρί, υπηρετώντας τις σωματικές μας ανάγκες και διασκεδάζουμε ηδονικά και έξαλλα, εξυπηρετώντας έναν κόσμο εσωτερικό, ο οποίος έχει ανάγκη να εκδηλωθεί για να δείξει την ύπαρξή του.
Όλο αυτό το σκηνικό δεν είναι φτιαχτό των νεοτέρων χρόνων, είναι στη βάση του αρχαιοελληνικό, πέρασε στον χριστιανικό κόσμο και έδεσε πολύ όμορφα μέσα στο τυπικό της νέας Θρησκείας του Θεανθρώπου, εξυπηρετώντας την εσωτερική ανάγκη της ψυχής προς τη θέωσή της. Δηλαδή, μέσα από την πολλή έκθεση των διασκεδάσεών μας, της ηδονής, μέσα από την κραιπάλη της αποκριάτικης χαράς, έρχεται ένα Σαρανταήμερο νηστείας και θρησκευτικής ανάτασης για να δεχτούμε τελετουργικά και εσωτερικά την κορύφωση του Θείου Μαρτυρίου του Χριστού και να ξαναγεννηθούμε ως καθαρές ψυχές ακολουθώντας το φως της άνοιξης.
Κλείνοντας το αναφορικό πλαίσιο για το πώς έχουν τα πράγματα και τα θέματα σε σχέση με εμάς τους ανθρώπους πάνω στον εθιμικό κύκλο που έχουμε χαράξει στους αιώνες, μπορούμε να καταλάβουμε ότι και τα αποστολικά αναγνώσματα, τα ψυχοσάββατα, τα ευαγγέλια δεν είναι τυχαία τοποθετημένα στον ημερολογιακό κύκλο του χρόνου σε συνάρτηση με το εθιμικό τελετουργικό. Πολλοί που δεν θέλουν το καρναβάλι ή γενικότερα τις εκφραστικές του ιδιότητες, ή ακόμη και πολλοί που το θέλουν και δεν θέλουν τη Σαρακοστή ή το αντίθετο, κάνουν λάθος, διότι πράττουν μονόπλευρα για το είναι τους, για κάτι που δεν γνωρίζουν και απλώς το υπηρετούν τυφλά. Το Καρναβάλι και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, το ένα υποστηρίζει το άλλο, αρκεί να τοποθετείται κανείς και στις δυο περιπτώσεις, χωρίς ακρότητες, υπηρετώντας αρμονικά και τη λογική και το συναίσθημα.
Η αποκριάτικη περίοδος επιβάλλεται και σ’ αυτές τις γραμμές που ακολουθούν θα σταθώ στη λανθάνουσα απόκλισή της, γιατί αυτή είναι και ατομική και συλλογική. Βέβαια, η απόκλιση αυτή έχει σχέση με τις κλιματικές και γεωγραφικές πλευρές ενός τόπου, έχει σχέση με τις οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις του τόπου που την πράττει, καθώς και από το θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων του τόπου. Πρωτίστως όμως έχει σχέση με την παράδοσή και την ιστορική καταβολή του τόπου και πόσο οι κάτοικοί του μπορούν να ξέρουν ότι μέσα στη συλλογική συνείδηση υπάρχει αυτή η ιστορική καταβολή. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι δευτερευούσης σημασίας.
Πρέπει να κλίνουμε προς τη «λανθάνουσα συμπεριφορά»; Πρέπει να τολμάμε προς αυτή την έκφραση της υπερβολής συνειδητά, για να χαιρόμαστε κάτι που είναι αναγκαίο στην ψυχή και στο σώμα; Πρέπει να υπηρετούμε έναν κόσμο που θα εκφράζει πρωτίστως εμάς, προσωπικά και συλλογικά, για να έχουμε ταυτότητα στο είναι μας; Φοβόμαστε να εκφραστούμε πάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο της εσώτερης ψυχολογίας και τη δράση της;
Όλα αυτά θα τα τοποθετήσω σ’ ένα κάδρο αναγκαίο για προβληματισμό και αναθεώρηση προς την τοποθέτησή μας. Η διαφορετική υπόσταση του καθενός μας, όταν σταθεί απέναντι στον καθρέπτη, θα υποστηρίξει κατά βάση την αναγκαιότητα της «λανθάνουσας απόκλισης», εφόσον θέλουμε να είμαστε χριστιανοί, θέλουμε να διατηρούμε την αρχαία κληρονομιά των παραδόσεων, θέλουμε να ζούμε σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες παραδόσεις και εικόνες που κληροδοτήσαμε και θα κληροδοτήσουμε.
Οι εκφράσεις της «λανθάνουσας απόκλισης» κατά την αποκριάτικη περίοδο, έχει σχέση με τα φαγητά, με το κρέας και το τυρί, έχει σχέση με το κρασί και τα υπόλοιπα ποτά, έχει σχέση με τη γενετήσια ορμή της σεξουαλικής ηδονής. Αυτά τα υλικά και οι επιθυμίες της περιόδου αυτής, φυσικά όταν αυτά υπερβάλουν κατά τη χρήση τους, είναι στοιχεία που θέλουν να ικανοποιήσουν τον εσώτερο φόβο μας για το θάνατο. Με άλλα λόγια αυτές οι αποκλίνουσες συμπεριφορές μας, που κάνουμε στην καρναβαλική περίοδο και που τις πράττουμε αθέλητα ή ανήξερα -οι περισσότεροι δε κατά συνήθεια- κρύβουν τον φόβο του θανάτου, που όλοι έχουμε μέσα μας.
Θέλουμε να οριοθετήσουμε το είναι μας, την παρουσία μας, την ύπαρξή μας, να ενεργοποιήσουμε τους στομαχικούς μας νευρώνες , τους ηδονικούς μας αδένες για να δείξουμε πως είμαστε ζωντανοί, πως έχουμε θέση στη ζωή. Αυτά λοιπόν τα εξωτερικά και εσωτερικά συμβάντα που κοχλάζουν μέσα μας κατά την αποκριάτικη περίοδο πρέπει να υπάρχουν, αλλά να τα τοποθετούμε με εναρμόνιση μέσα στο κοινωνικό σύνολο, και όχι σε βάρος ή εναντίον άλλων. Κλείνοντας το πρώτο μέρος αυτού το θέματος, θα τονίσω ότι είναι αναγκαία η «λανθάνουσα απόκλιση», δηλαδή το αποκριάτικο βίωμα, γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα η τεσσαρακοστή, δεν έχει νόημα ο αγώνας για τη εσωτερική ανάταση προς το Θείο, που μας τη δίνει η μυσταγωγία της Μεγάλης Εβδομάδας με κορύφωση την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Αν αυτό είναι συνειδητοποιημένο στον καθένα μας, τόσο το καλύτερο και το ιδανικότερο, γιατί αυτή η συνείδηση σου διατηρεί το μέτρο και τη χαρά της ηδονής μέσα από τη γνώση των πραγμάτων.
Το δεύτερο μέρος του θέματος της «λανθάνουσας απόκλισης» είναι κατά πόσον μπορεί να είναι φανερή ή κρυφή ή κατά πόσο αυτή είναι ατομική ή συλλογική. Αν και τα όρια αυτά είναι υποκειμενικά, μπορούν να τοποθετηθούν και να εκφραστούν με καθαρότητα σκέψεων.
Η φανερή έκφραση, αυτή που δεν «κρύβεται πίσω από τη μάσκα», δηλώνει μια ωριμότητα, μια πράξη ανοικτού καθρέπτη μέσα στο κοινωνικό σύνολο, μια πράξη συνείδησης και μια υπερνίκηση του φόβου του θανάτου, δηλώνει πως το άτομο έχει αποδεχτεί το εφήμερο της ζωής. Η κρυφή έκφραση στην «λανθάνουσα απόκλιση» κατά την περίοδο της αποκριάς δηλώνει φόβο κοινωνικό και εσωτερικό. Το άτομο που την πράττει φοβάται να οριοθετήσει το είναι του μέσα στην κοινωνία που ζει και δρα. Προσπαθεί να παίξει, να χαρεί ψεύτικα όχι αδειάζοντας και μοιράζοντας τα εσώτερα θέματα της ψυχής του με τους άλλους συνανθρώπους του, αλλά φορτώνοντας τις εικόνες που βλέπει καλυμμένος από τη μάσκα και τραβώντας τες μέσα του με την ψευδαίσθηση πως δεν τον ανακάλυψαν, πως δεν είδαν τις κινήσεις του, πως δεν τον σχολίασαν. Ο φόβος θανάτου τότε, χωρίς αυτό το άτομο να το γνωρίζει, είναι μεγαλύτερος και η εικόνα της μάσκας θα τον συνοδεύει ολοχρονικά, γιατί απλά δεν θα έχει την κοινωνική εξομολόγηση, το κοινωνικό μοίρασμα του κεφιού.
Η περίπτωση της συλλογικής έκθεσης στην αποκριά είναι σπουδαία, και η ανάλυσή της θέλει πολύ μελάνι και χώρο για να ξετυλίξει κανείς όλες τις πτυχές αυτής της έκφρασης. Αντίθετα, το επώνυμο και το ατομικό της λανθάνουσας απόκλισης, αυτό που δεν καλύπτεται από μάσκα, δείχνει μια τόλμη και μια συνείδηση που από πρώτη ματιά σε παραξενεύει και το φοβάσαι, αλλά εύκολα μ’ αυτό εξοικειώνεσαι ψυχοσωματικά.
Η επιτυχία υπάρχει πιο πολύ σ’ αυτόν που την πράττει ατομικά, επώνυμα και γίνεται αθέλητα για τους άλλους καθρέπτης συνείδησης. Η περίπτωση της συλλογικής έκθεσης στην αποκριά φανερώνει χαρά κοινωνική και συνεργασία, εφόσον οι άνθρωποι είμαστε όντα κοινωνικά. Δείχνει εσώτερα μια ασφάλεια αποδοχής του είναι μας, που θα την φοβόμασταν σε ατομικό επίπεδο έκφρασης, δείχνει όμως και μια μεγάλη αποδοχή: ότι δεν είμαστε μόνοι μας αλλά αυτό που κάνουμε είναι αποδεχτό από τη μεγάλη μάζα. Προτεραιότητα στον εσώτερο κόσμο μας είναι το μοίρασμα του φόβου μας, πράξη αθόρυβη που την κάνουμε αθέλητα, «ασυνείδητα», χωρίς να την σκεπτόμαστε, γιατί ανήκουμε σε ένα κοινωνικό σύνολο και το ακολουθούμε τις περισσότερες φορές πολιτικοκοινωνικά και θρησκευτικά.
Μέσα στη λανθάνουσα απόκλιση της αποκριάς μεγάλο μέρος είναι και η «διακωμώδηση» θρησκευτικών και εθνικών συμβόλων. Το θέμα ως θέση είναι πολύ δύσκολο, αλλά και απλό. Οι προεκτάσεις και οι αναλύσεις είναι πολλές. Οι ερμηνείες που μπορούν να σταθούν με επιχειρήματα είναι θεολογικές ή πολιτικές με χρώμα, αλλά και κοινωνικές. Μπορεί ακόμη να είναι και μηδενικές έως και πλήρους απαξίωσης αυτών των γεγονότων και της χρησιμοποίησης αυτών των ιερών –πατριωτικών συμβόλων. Ο χώρος δεν επιτρέπει μεγαλύτερη ανάλυση. Βέβαια, δεν είναι εξ ανάγκης αρνητές αυτές οι εκφράσεις, ούτε χρειάζεται προκατάληψη· χρειάζεται να ξέρει όποιος χρησιμοποιεί αυτούς τους ιερούς συμβολισμούς, γιατί το κάνει ή γιατί δεν πρέπει να το κάνει.
Η λανθάνουσα απόκλιση της ψυχής κατά την άβουλη επιθυμία της να χρησιμοποιήσει αυτούς τους συμβολισμούς μέσα από ιερατικές και πατριωτικές εικόνες για να τις σατιρίσει, θα πει πως τις υπολογίζει, απλά δεν τις έχει ακόμη αποδεχτεί σταθερά ή βρίσκεται σε στάδιο αναγνώρισής τους. Έτσι, αγαπά κανείς αυτό που θα μάθει καλά, αυτό που θα τον εξυπηρετήσει ψυχικά και θα του δείξει δρόμο για σταθερότητα και αγάπη. Γιατί στο δρόμο του Φωτός, τα πράγματα είναι επικίνδυνα, δύσκολα, αγωνιστικά και σε θέλουν να είσαι ακέραιος, γιατί το φως δίνει στα μάτια τη γεωμέτρηση της εικόνας και αυτήν την εικόνα καλείται ο κάθε άνθρωπος να την τιθασεύσει και να την τοποθετήσει αρμονικά μέσα του κινούμενος, αν θέλει να είναι σωστός, στο μέτρο, στην αγάπη και στον έλεγχό του προς τη συνείδησή του.
Επιπλέον, θα προσθέσω μέσα στις πολλές θέσεις που υπάρχουν για το θέμα των εκκλησιαστικών ιερών συμβόλων και πατριωτικών, πως κατά μένα κάτι που έχει πληρωθεί με αίμα αγωνιστικό, που έχει στερεωθεί από μαρτυρικό θάνατο, κάτι που υπηρετεί μια ιερή ενεργειακή τελετουργία θα πρέπει να το σεβόμαστε και να το εξυψώνουμε προς το δρόμο που αυτό το ίδιο σύμβολο μας ανεβάζει: προς το Φως του Ουρανού. Με άλλα λόγια να έχουμε για αυτά τα πατριωτικά και τα ιερά θρησκευτικά μας σύμβολα το «Άνω σχώμεν τας καρδίας».
Εν κατακλείδι, η λανθάνουσα απόκλιση, ιδίως κατά την περίοδο της αποκριάς, επιβάλλεται να έρχεται και να την τηρούμε διότι είναι αυτή που μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ας βρούμε τη σωστή κλείδα εναρμόνισής της για να υπηρετηθεί το σώμα, ώστε να υπηρετήσει την ερχόμενη απόκλιση της επιθυμίας που θέλει η ψυχή κατά την Τεσσαρακοστή για να οδηγηθεί η ψυχή προς το θείο. Οι αποκλίσεις, η λανθάνουσα της αποκριάς και της στερητικής ηδονικής συνείδησης της Τεσσαρακοστής, αλληλοβοηθούνται και η μία δηλώνει την ύπαρξη της άλλης.