Το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Γερασίμου (Μεμά) Συνοδινού, συμβολαιογράφου Ληξουρίου από περ. 1935 έως 1978
Οι συμβολαιογράφοι όλης της χώρας απέχουν από την σύνταξη μεταβιβαστικών συμβολαίων και την διενέργεια πλειστηριασμών μέχρι τις 8/1/2024, αντιτιθέμενοι, κυρίως, στην ψηφιοποίηση των συμβολαίων, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τη συνηθισμένη κουτοπονηριά της προωθεί μέσω του συστήματος “ηλεκτρονικού φακέλου ακινήτου”.
Το ζήτημα μπορεί να ακούγεται τεχνικό και εξειδικευμένο, αλλά δεν είναι. Κάθε άλλο μάλιστα, καθώς δεν πρόκειται για κάποιον απλό εκσυγχρονισμό μιας διοικητικής διαδικασίας, από αυτούς που παρηγορητικά ευαρεστούνται να μας παραχωρήσουν κάθε φορά που θεσπίζουν νέους μηχανισμούς ασφυκτικού ελέγχου της ζωής μας.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την βούληση των συμβαλλομένων, που μέχρι τώρα και για αιώνες αποτυπωνόταν στο “χαρτί”, στο συμβόλαιο δηλαδή, που ο συμβολαιογράφος συνέτασσε με κονδυλοφόρο, πένα, στυλό ή υπολογιστή και διάβαζε “καθαρά και μεγαλόφωνα” στους δικαιοπρακτούντες, που τους είχε ενώπιόν του, πρόσωπο με πρόσωπο, σε μία επικοινωνία άμεση, σε μία σχέση ανθρώπινη.
Αυτή η βούληση τώρα φυλακίζεται σε μία ψηφιακή φόρμα, που συμπληρώνει ο συμβολαιογράφος με κουτάκια και στέλνεται σε κάποιο “ηλεκτρονικό νέφος” προς “κτηματολογικό” και φορολογικό έλεγχο. Είναι η εμβληματική κατάργηση ακόμη μιας ελευθερίας: της ελευθερίας των συμβάσεων. Είναι μία ακόμη επιβουλή κατά της ελεύθερης βούλησης του πολίτη.
Μα είναι και κάτι ακόμη χειρότερο: Ο συμβαλλόμενος μέχρι τώρα κατείχε το συμβόλαιό του, ήξερε ότι αυτό το “χαρτί” είναι ο τίτλος κτήσεώς του, σύμβολο και απόδειξη της εξουσίασης, της κυριότητος, της νομής του ακινήτου του. Πλέον, με την ψηφιοποίηση του συμβολαίου, μερική ή ολική, ο κύριος του ακινήτου θα έχει την αίσθηση ότι ο τίτλος δεν είναι απόλυτα δικός του, ότι (και) κάποιος άλλος τον κατέχει και τον ελέγχει. Συνεπώς θα αποξενώνεται και από το ίδιο το ακίνητό του, που θα το αντιλαμβάνεται πλέον ως δέσμιο της “ελεύθερης” οικονομίας.
Εξυπηρετεί δε, και τούτο το καινούργιο “επίτευγμα” και κάτι ακόμα: τον σκοπό των εξουσιαστών μας προς μετακίνηση των ακινήτων!
Μην σας φαίνεται περίεργο· η πίστη, λένε, κινεί βουνά και οι μεγαλομπακάληδες που μας κυβερνούν έχουν, ως γνωστόν, αρκετή πίστη στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, για να μετακινήσουν βουνά, ραχούλες, δάση, αμπελοχώραφα, κτίρια, χωριά, πόλεις (smart και μη), Δήμους ολόκληρους.
Έτσι, με μια σειρά από μέτρα που όζουν αντισυνταγματικότητα και ασελγούν επί ενός εμπραγμάτου δικαίου, που πήρε πάνω από μία χιλιετία για να διαμορφωθεί (όπως η κατάργηση των “εντόπιων” υποθηκοφυλακείων και η ψηφιοποίηση των αρχείων τους – από ιδιωτικές εταιρείες, φυσικά και αντί ανταλλάγματος ουχί ευκαταφρονήτου- η γιγάντωση του Κτηματολογίου, ενός θεσμού που ελάχιστη σχέση έχει με την ελληνική πραγματικότητα, ο περιορισμός μέχρι μηδενισμού της εκτός σχεδίου δόμησης, η καταβολή του τιμήματος στις αγοραπωλησίες μόνο μέσω Τραπέζης – -προς πάταξιν δήθεν της φοροδιαφυγής, στην πραγματικότητα όμως προς ανάπτυξη του Τραπεζικού Συστήματος- η φόρτωση των δικαιοπραξιών με δεκάδες δικαιολογητικά που κάποια από αυτά ουδεμία σχέση έχουν με το ακίνητο, αυτό το τελευταίο της ψηφιοποίησης του συμβολαίου και άλλα πολλά), το υβρίδιο μιντιακής, κοινωνικής και οικονομικής ολιγαρχίας που μας κυβερνά, επιδιώκει και όπως πάντα πετυχαίνει την αποξένωση του ακινήτου όχι μόνο από τον ιδιοκτήτη του, αλλά και από τον τόπο που βρίσκεται.
Θα γίνουν έτσι όλα πιο εύκολα· από την απαλλοτρίωση της ατομικής “ονομαστικής” ιδιοκτησίας υπέρ της ιδιοκτησίας των (ανωνύμων) εταιριών, μέχρι και την αλλοτρίωση του ανθρώπου, με την στέρηση κάθε είδους τοπικής αναφοράς – ιδιοκτησίας, εργασίας, κατοικίας, καταγωγής.
Ας γίνει σήμερα κατανοητό, αυτό που παλαιότερα ήταν αυτονόητο: ζητήματα που αφορούν την ακίνητη ιδιοκτησία εκφεύγουν από το στενό “συμβολαιογραφικό” πλαίσιο και καθίστανται ζητήματα βαθιάς πολιτικής σημασίας. Μιλάμε για την γη που πατάμε (που κάποτε μας προσέφερε τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και τώρα ελέω Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μας προφέρει τίποτε από τα τρία και προσπαθούμε να την εκμεταλλευτούμε με χίλιους δυο άλλους τρόπους) μιλάμε για την οικογενειακή κατοικία, για την πατρογονική οικία, για την εστία όπου καταφεύγει και απ’ όπου αναπτύσσεται οικονομικά και κοινωνικά η προσωπικότητά μας, οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτά τα στοιχεία, επηρεάζει την (αληθινή) ατομική μας ελευθερία.
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες συμβολαιογράφοι, είμαστε πολιτικά υπόλογοι απέναντι στην ελληνική κοινωνία, της χρωστάμε, δηλαδή πολλές “αποχές από τα καθήκοντά μας”.
Είμαστε όμως υπόλογοι και απέναντι στους εαυτούς μας: άλλοι από εμάς ανεχθήκαμε και άλλοι αποδεχθήκαμε να μετατραπούμε από δημόσιοι λειτουργοί, που στέκονται αρωγοί, οδηγοί και προστάτες του πολίτη κατά την ελεύθερη συναλλαγή του, σε φορολογικούς και πολεοδομικούς δημίους του. Άλλοι ανεχθήκαμε και άλλοι αποδεχθήκαμε να γίνουμε κυματοθραύστες της δυσαρέσκειας του πολίτη, να γεμίσουμε με άγχος, να αρρωστήσουμε ψυχικά και σωματικά, κυνηγώντας παράλογες προθεσμίες, που σαδιστικά τάσσει ο κάθε αποκομμένος από την κοινωνία που καταδυναστεύει κύριος Μητσοτάκης, Χατζηδάκης, εσχάτως δε και Κυρανάκης.
Και αυτή η αποχή μας είναι καταδικασμένη να αποτύχει, όπως και οι αποχές ή απεργίες όλων των άλλων εργασιακών κλάδων και κάθε συνδικαλιστική δράση, κυρίως λόγω “ελλείψεως προβολής από τα Μ.Μ.Ε.”, τα οποία αποχαλινωμένα εξυπηρετούν τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας που τα δημιούργησε, κοιμίζοντας το κοινό τους με θέματα όπως αν έχουν δικαίωμα τα ομόφυλα ζεύγη να υιοθετούν παιδιά, καθ’ ην στιγμήν ετερόφυλα και ομόφυλα ζεύγη κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς στέγη για να “ασκήσουν” την ετεροφυλοφιλία ή την ομοφυλοφιλία τους.
Όμως, η αποχή αυτή μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα, μικρό έστω, εναρκτήριο βήμα για την μεγάλη απόσταση που έχουν να διανύσουν η ελληνική συμβολαιογραφία και η ελληνική κοινωνία μέχρι και πάλι να συναντηθούν.