Στην εκκλησιά δεν πας χωρίς Σύνοψη, μπαίνεις, κάνεις τον σταυρό σου, ανάβεις κερί και με το βλέμμα αιχμαλωτισμένο από το φέγγος των κεριών στο κατάφορτο μανουάλι, κάνεις την προσευχή σου, προσκυνάς την εικόνα και παίρνεις την θέση ανάμεσα στους πολλούς πιστούς. Με αυτά τα «πρέπει» συνοδεύεται η μυσταγωγία του εκκλησιασμού το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής.
H κοινή περιφορά των Επιταφίων όλων των ενοριών της πρωτεύουσας του νησιού μας αποτελεί ένα θέαμα αλησμόνητο, τόσο για του ντόπιους όσο και για τους επισκέπτες- τουρίστες, καθώς οι ανθοστόλιστοι και φωταγωγημένοι Επιτάφιοι περιφέρονται στο φως και στα χρώματα του δειλινού που σβήνει, δίνοντας τη θέση του στη μυρωμένη κεφαλλονίτικη νύκτα. Η μπάντα της φιλαρμονικής και οι μελωδικές φωνές ψάλλουν το «Αι γενεαί πάσαι», ο Δεσπότης, οι ιερείς, τα παπαδοπαίδια με τα εξαπτέρυγα και οι επίσημοι γίνονται ένα με τον λαό. Όσοι δεν είναι στους δρόμους σκύβουν σε μπαλκόνια και παραθύρια των σπιτιών, κρατώντας αναμμένο το κερί του Επιταφίου.
Και τα διπλοκάμπανα των εκκλησιών ηχούν πένθιμα. Είναι αυτός ο ήχος της καμπάνας – ο θλιβερός, μακρόσυρτος, ώσπου να ηχήσει θριαμβικός τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου.
H συγκίνηση δίνει τη θέση της στην προσδοκία της Ανάστασης. Όσα χρόνια και αν περάσουν, η ευωδία της ανοιξιάτικης νύκτας από τις βιολέτες, τα γαρύφαλλα και τους λεμονανθούς που σμίγει με το λιβάνι και τα ραντίσματα με μύρο πάνω στο πέπλο που σκεπάζει, με τα πολύχρωμα πέταλα, το σεπτό σώμα του Θεανθρώπου, μας ακολουθεί, σαν τη μοίρα μας.
Δρ. Σπυρίδων Α. Θεοτοκάτος