του Γεράσιμου Παπαδόπουλου*
Η Μεγάλη Βδομάδα είναι η μοναδική ίσως περίοδος του χρόνου που οι βυζαντινές ψαλμωδίες και οι ψαλτάδες των εκκλησιών έχουν τόσα πολλά φώτα στραμμένα πάνω τους. Βυζαντινοί ύμνοι φτάνουν στα αυτιά πιστών ή μη, καθότι ηχούν από τα ραδιόφωνα, την τηλεόραση, και – φυσικά – από τα ηχεία των εκκλησιών που κάθε μέρα (πρωί κι απόγευμα) στεγάζουν τις παραδοσιακές λατρευτικές τελετές για τα Πάθη και την Ανάσταση του Ιησού.
Το μουσικό, λοιπόν, ιδίωμα που οι πιο πολλοί ξέρουμε ως «Βυζαντινή Μουσική» έχει αυτές τις μέρες την τιμητική του. Κι όχι άδικα! Μερικά από τα ομορφότερα και σημαντικότερα αριστουργήματα του ρεπερτορίου αυτής της μουσικής, ψέλνονται τη Μεγάλη Βδομάδα. Τι πραγματικά, όμως, ξέρουμε για τη Βυζαντινή Μουσική; Κι από όσα ξέρουμε, τι είναι μύθος και τι αλήθεια;
Στο άρθρο μου αυτό, βασισμένος στις διάφορες μελέτες των ειδικών του κλάδου της βυζαντινής μουσικολογίας, θα εξετάσω και θα επιχειρήσω να ανασκευάσω κάποιους από τους ευρέως διαδεδομένους μύθους για τη Βυζαντινή Μουσική – μερικοί από τους οποίους αποτελούν λανθασμένες αντιλήψεις ακόμα και των ίδιων των ψαλτάδων για την τέχνη τους!
Μύθος 1ος: Ο Πέτρος Γαϊτάνος είναι ο σημαντικότερος σύγχρονος ψάλτης.
Αν και ο Γαϊτάνος πιθανότατα αποτελεί τον διασημότερο ερμηνευτή ψαλτικών μελών στην Ελλάδα σήμερα, μάλλον κι ο ίδιος θα αντιδρούσε με αυτή την άποψη. Οι πιο πολλοί ψάλτες, μάλιστα, δυσκολεύονται ακόμα και να κατονομάσουν τον Γαϊτάνο ως «ψάλτη» για ποικίλους λόγους: Πρώτον, γιατί δεν ψέλνει σταθερά σε μία ενορία. Δεύτερον, γιατί δεν φαίνεται να έχει ευρεία γνώση του ψαλτικού ρεπερτορίου, παρά μόνο ξέρει να ψέλνει τα διάφορα ψαλτικά «σουξέ» (σαν να λες πιανίστα κάποιον απλά επειδή ξέρει να παίζει το «Für Elise»). Τρίτον, γιατί ο τρόπος που ψέλνει τούς φαίνεται αρκετά «τραγουδιστικός» και θεατρινίστικος και τους ξενίζει (όπως θα μας ξένιζε αν ένας τενόρος της όπερας τραγουδούσε τον «Αφούση»). Αν θέλουμε, τώρα, να δούμε ποιοι θεωρούνται από τους ίδιους τους ψάλτες σημαντικότεροι σύγχρονοι εκπρόσωποι της τέχνης τους, για τον 20ο αιώνα θα λέγαμε τον Θρασύβουλο Στανίτσα (1910-1987), ενώ για την εποχή μας τον σημερινό πρωτοψάλτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Παναγιώτη Νεοχωρίτη (από τους ψάλτες της νεότερης γενιάς) και τον Δημοσθένη Παϊκόπουλο (από τους ψάλτες της παλιάς γενιάς).
Μύθος 2ος: Η Βυζαντινή Μουσική ψαλλόταν στις ενορίες πάντα μόνο από άντρες.
Υπάρχει η κοινή αντίληψη ότι διαχρονικά το γυναικείο ψάλσιμο περιοριζόταν αποκλειστικά στις γυναικείες μονές. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα στοιχεία της μουσικολογικής έρευνας, μια βυζαντινή χορωδία στην πλήρη της μορφή (όπως π.χ. στην Αγία Σοφία) συμπεριλάμβανε, πέρα από άντρες (βαθύφωνους και υψίφωνους), δεκάδες γυναίκες ψάλτριες (που ονομάζονταν «άδουσες» ή «ασκήτριες») και πολλά παιδιά, ενώ οι πρωτοψάλτες και οι σολίστες ήταν κατά κανόνα …ευνούχοι, με την παρουσία τους να μαρτυρείται ήδη από τον 5ο αιώνα! Οι Βυζαντινοί μάλιστα αρέσκονταν στο ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνή των ευνούχων, καθότι τους παρέπεμπε στις άφυλες φωνές των αγγέλων…
Μύθος 3ος: Η Βυζαντινή Μουσική του σήμερα είναι ολόιδια με του τότε.
Ο όρος «Βυζαντινή Μουσική» είναι ιδιαιτέρως προβληματικός και παραπλανητικός: Κατ’ αρχάς, ταυτίζει την εκκλησιαστική μουσική με το σύνολο της μουσικής του Βυζαντίου, σαν να μην υπήρχε οργανική ή δημώδης μουσική (που – φυσικά – και υπήρχαν). Κατά δεύτερον, αναφέρεται στη μουσική των σημερινών ψαλτάδων, σαν να είναι η ίδια και η αυτή με τη μουσική των ψαλτάδων του Βυζαντίου. Αν και υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μελετητών ως προς τον βαθμό διαφοροποίησης, όλοι συμφωνούν ότι πολλά έχουν αλλάξει από τότε ως τις μέρες μας. Κατ’ αρχάς, μεγάλο μέρος των όσων ψάλλονται στις εκκλησίες σήμερα (και ειδικά τη Μεγάλη Βδομάδα) είναι συνθέσεις του 18ου αιώνα, οι περισσότερες – μάλιστα – ενός συγκεκριμένου συνθέτη, του Πέτρου Πελοποννησίου. Πέρα από τις μελωδίες αυτές καθ’ αυτές, το ψαλτικό στυλ, τα διαστήματα των νοτών, και η προσέγγιση του ρυθμού, είναι στοιχεία για τα οποία υπάρχουν – επίσης – αρκετές ενδείξεις εξέλιξής τους στην πάροδο του χρόνου.
Μύθος 4ος: Η σημερινή Βυζαντινή Μουσική είναι απόγονος της μουσικής των Αρχαίων Ελλήνων.
Εδώ κρύβεται ένα μπέρδεμα μεταξύ θεωρίας και πράξης: Στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας επίσκοπος με το όνομα Χρύσανθος, θεμελίωσε τη θεωρία πάνω στην οποία βασίζεται η διδασκαλία και η πρακτική της σύγχρονης ψαλτικής. Πολλές από τις ιδέες του τις πήρε από τη μουσική θεωρία των Αρχαίων Ελλήνων (αλλά και από άλλες θεωρίες, όπως της Δυτικής και της λόγιας Οθωμανικής μουσικής). Αυτό οδήγησε πολλούς στο να πιστεύουν ότι οι σύγχρονες ψαλτικές μελωδίες, επειδή περιγράφονται με αρχαιοελληνικούς όρους, σχετίζονται με τις αρχαιοελληνικές μελωδίες. Στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί κάτι τέτοιο. Ήδη – όπως είδαμε παραπάνω – οι σημερινές ψαλτικές μελωδίες αποτελούν εξέλιξη των βυζαντινών. Αλλά και οι βυζαντινές μελωδίες θεωρούνται κατά κύριο λόγο εξέλιξη των ψαλμωδιών των πρώτων Χριστιανών, οι οποίοι ήταν Εβραίοι, Σύριοι και Παλαιστίνιοι, και είχαν τις δικές τους μουσικές παραδόσεις. Η είσοδος Ελλήνων στον Χριστιανισμό σίγουρα θα έφερε και ελληνικές μελωδίες στο (ήδη διαμορφωμένο) ψαλτικό τοπίο, γεγονός που – όμως – απέχει κατά πολύ από τον παραπάνω ισχυρισμό.
Μύθος 5ος: Η σημερινή Βυζαντινή Μουσική είναι ο μοναδικός απόγονος της μεσαιωνικής.
Κι όμως, πέρα από την σύγχρονη ψαλτική των Νεοελλήνων, κι άλλες ψαλτικές παραδόσεις που φτάνουν ως τις μέρες μας είναι (μακρινοί ή κοντινοί) απόγονοι της ψαλτικής του Βυζαντίου ή εξελιγμένων εκδοχών της! Οι Ρώσοι έχουν τα λεγόμενα Άσματα Znamenny και Demestvenny, που αποτελούν σλαβόφωνη εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ψαλτικής του 10ου και 11ου αιώνα, αντίστοιχα. Στη Σικελία υπάρχει μία κοινότητα Ιταλο-Αλβανών που ψάλλουν στα ελληνικά (χωρίς να καταλαβαίνουν γρι από ό,τι λένε), με την παράδοσή τους να προέρχεται από την πελοποννησιακή ψαλτική του 15ου αιώνα. Στα Επτάνησα υπάρχει αναπτυγμένη μία πολυφωνική ψαλτική παράδοση, που αποτελεί απόγονο της κρητικής ψαλτικής του 17ου αιώνα. Επιπλέον στη Ρωσία, υπάρχει το λεγόμενο «Ελληνικό Άσμα» με μέλη που προέρχονται από την κωνσταντινουπολίτικη ψαλτική του ίδιου αιώνα. Τέλος, στη Σερβία ψάλλεται παραδοσιακά το Άσμα Κάρλοβτσι, που αποτελεί εξέλιξη της μεταβυζαντινής ψαλτικής των Ρωμιών των αρχών του 18ου αιώνα.
Μύθος 6ος: Η Βυζαντινή Μουσική ήταν πάντα μονοφωνική.
Για τους λιγότερο μυημένους στα μουσικά, μονοφωνία έχουμε όταν δεν υπάρχει σμίξιμο φωνών που λένε διαφορετικές μελωδίες φτιάχνοντας αρμονίες – πρακτική που ονομάζεται «πολυφωνία» και χαρακτηρίζει τη δυτική μουσική. Η σημερινή εκδοχή της ψαλτικής των Νεοελλήνων είναι μονοφωνική (με το ισοκράτημα να αποτελεί μια «εμβρυακή» εναρμόνιση). Φαίνεται, όμως, ότι οι Βυζαντινοί και Μεταβυζαντινοί ψάλτες σε πολλές περιπτώσεις ακολουθούσαν πολυφωνικές πρακτικές, πιθανότατα σε εύρος πολύ μεγαλύτερο από όσο θα υποψιαζόμασταν. Ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα μαρτυρείται για τους Κωνσταντινουπολίτες χορωδούς χρήση πολυφωνιών με ισοκρατήματα και αυτοσχέδιες διφωνίες σε τέταρτες. Οι πρακτικές αυτές κληρονομούνται στην ψαλτική παράδοση που αναπτύσσεται στην Κρήτη και στην Κύπρο από τους Κωνσταντινουπολίτες ψάλτες μετά την Άλωση της Πόλης, και από κει μεταφέρονται στα νησιά του Ιονίου.
Μύθος 7ος: Η Βυζαντινή Μουσική ψάλλεται μόνο από Έλληνες στα ελληνικά.
Ειδικά τα τελευταία 20-30 χρόνια, υπάρχει μια ιδιαίτερη ανάπτυξη της σύγχρονης εκδοχής της Βυζαντινής Μουσικής σε όλα τα πλάτη της γης, όπου υπάρχουν Ορθόδοξοι. Έτσι, η Βυζαντινή Μουσική ψάλλεται σήμερα από λαούς ποικίλων εθνικοτήτων, με τους ύμνους μεταφρασμένους στις γλώσσες τους: από αραβόφωνους στα αραβικά (στον Λίβανο, στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ, στην Αίγυπτο, στις Η.Π.Α. κ.α.), από Ρουμάνους στα ρουμάνικα, από Σέρβους, Βούλγαρους, Ρώσους και άλλους σλαβόφωνους στα σλαβονικά (μια παλιά σλαβική διάλεκτο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στη λατρεία), από αγγλόφωνους στα αγγλικά (στις Η.Π.Α., στη Μεγάλη Βρετανία, στην Αυστραλία κ.α.), από Αλβανούς στα αλβανικά, ακόμη και από μια νεόφυτη ομάδα Κορεατών στα κορεάτικα!
* Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας Βυζαντινής μουσικολογίας στο ΕΚΠΑ, συνθέτης ανατολίτικης μουσικής, ψάλτης και τραγουδιστής.