Ένα στέκι ακριβώς πάνω στο κύμα.. ένας μαγικός χώρος στην πιο διάσημη παραλία της Κεφαλονιάς, τον Μακρύ Γιαλό.
Στην παραλία με τη διάσημη χρυσή άμμο, στην περιοχή της Λάσσης του Αργοστολίου βρίσκεται το «Costa Costa» beach bar, ένας από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς στο νησί.
Ηρεμία, διασκέδαση, καλό φαγητό, δροσερά-εξωτικά κοκτέιλ και… κολύμπι στα καταγάλανα νερά του Μακρύ Γιαλού, όπου το πράσινο του δάσους συναντά το απόλυτο γαλάζιο της θάλασσας, είναι ό,τι ονειρεύεται κανείς για το δικό του καλοκαίρι.
Ένας παραλιακός all day χώρος, που αποτελεί πλέον αγαπημένο προορισμό χαλάρωσης και διασκέδασης προσφέροντας συγχρόνως εκπληκτική θέα προς την καταγάλανη θάλασσα του Ιονίου και το παραδεισένιο σκηνικό που απλώνεται μπροστά σου..
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Πρόκειται με διάφορα για την πλέον οργανωμένη παραλία του νησιού, ενώ το Costa Costa σεβόμενο το περιβάλλον, χρησιμοποιεί μόνο ξύλο και χαρτί από το στήσιμο μέχρι το σερβίρισμα.
Ανέσεις, ασφάλεια και υψηλές προδιαγραφές
Χάρη στη διεθνών προδιαγραφών οργάνωση, τα εξαιρετικά προϊόντα, πάντα με φρέσκα υλικά και το άψογο σέρβις το Costa Costa έχει εδώ και χρόνια καταστεί «θεσμός» από τους επισκέπτες του νησιού.
Διαθέτει διαδρόμους πρόσβασης στο χώρο των θαλάσσιων σπορ για αξέχαστες βόλτες, ναυαγοσώστη και σταθμό πρώτων βοηθειών, 4 ντους και 4 τουαλέτες, καλύπτοντας όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές ασφαλείας.
Από νωρίς το πρωί το προσωπικό του βρίσκονται στη διάθεση των φίλων του για ένα καλό πρωινό, τον καφέ, το φαγητό ή το ποτό τους.
Μια ακόμα παροχή που προσφέρει αποκλειστικά το Costa-Costa είναι οι στυλάτες καμπάνες του
25 πανέμορφα σετ με δύο άνετες ξαπλώστρες – κρεβάτια, στην μέση ένα τραπέζι καλυμμένο με σκιά και γύρω λινές κουρτίνες, μεταφέρουν την έννοια της απόλαυσης της παραλίας σε άλλο επίπεδο. Οι επισκέπτες μπορούν εκεί να απολαύσουν με ηρεμία τον καφέ, το φαγητό ή το ποτό τους!
Όλα τα παραπάνω καθιστούν εξαιρετικά ακριβή τη φράση που αναγράφεται στο μενού ότι «Το μέρος αυτό το δημιούργησε ο Θεός, προκειμένου να κατοικούν οι αισθήσεις»!
Κείμενο Ανδρέας Αρβανιτάκης //Φωτογραφίες Αντριάνα Καραντινού