«Κάθε χρόνο, η τελευταία Τετάρτη του Απριλίου έχει οριστεί ως η παγκόσμια ημέρα ευαισθητοποίησης κατά του θορύβου (International Noise Awareness Day – INAD). Πρόκειται για μία πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το Αμερικανικό Κέντρο για την Ακοή και την Επικοινωνία και έλαβε παγκόσμια διάσταση λόγω της επιτακτικής ανάγκης ευαισθητοποίησης των πολιτών σε θέματα αποφυγής άσκοπης παραγωγής θορύβου, αλλά και λήψης προστατευτικών μέτρων για την αντιμετώπισή του.
Για να μπορέσει κανείς να οριοθετήσει και να τεκμηριώσει την ανωτέρω επιτακτική ανάγκη, πρέπει αρχικά να αναφερθεί στην πολυδιάστατη ταυτότητα του φαινομένου του ακουστικού θορύβου, σε πλήρη διαχωρισμό, αλλά και σε αντιστοιχία με άλλους τύπους ενοχλήσεων που σχετίζονται με άλλες ανθρώπινες αισθήσεις, όπως για παράδειγμα η όραση. Ειδικά λοιπόν για τον ακουστικό θόρυβο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτός περιγράφεται ως ένας ήχος, συνήθως δυνατός και μη-ευχάριστος, ο οποίος προκαλεί ενόχληση. Από τον ορισμό αυτό καθίσταται σαφές ότι η ταυτοποίηση του ακουστικού θορύβου έχει διάσταση τόσο αντικειμενική (με δυνατότητα μέτρησης της στάθμης του για παράδειγμα, αλλά και καθορισμού του συχνοτικού του εύρους), όσο και υποκειμενική. Ειδικά η δεύτερη διάσταση – της υποκειμενικότητας – είναι αυτή που καθιστά σύνθετη τη διαχείριση του φαινομένου του θορύβου και των συνεπειών του στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα με ένα παράδειγμα: το ίδιο ακουστικό συμβάν, όπως η ακρόαση μουσικής, μπορεί για τον άμεσο ακροατή να είναι ευχάριστο ως ακουστική εμπειρία. Ταυτόχρονα όμως, για το γειτονικό του περιβάλλον μπορεί να δημιουργεί ενόχληση – ειδικά εάν η στάθμη της αναπαραγόμενης μουσικής είναι υψηλή. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή καθίσταται θόρυβος.
Η ευαισθητοποίηση κατά του θορύβου λοιπόν ξεκινά από την προσπάθεια αποφυγής άσκοπης δημιουργίας θορύβου. Η πολιτεία λαμβάνει μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή, τα οποία όμως συχνά παραβιάζονται, ή, ακόμα συχνότερα, γίνονται αντικείμενο παρανόησης. Ενδεικτικά αναφέρονται θεσπισμένα μέγιστα όρια αναπαραγωγής μουσικής σε κέντρα διασκέδασης, αλλά και οι μετρήσεις παραγόμενου θορύβου από κλιματιστικές συσκευές ως κίνητρο τελικής επιλογής αγοράς. Είναι σημαντικό λοιπόν να γίνει κατανοητό ότι ο καθένας μας αποτελεί εν δυνάμει πηγή θορύβου και ότι αποτελεί μέγιστη προτεραιότητα η ευρεία κατανόηση των τρόπων μείωσης ή και αποφυγής δημιουργίας θορύβου κατά τις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες.
Η καλλιέργεια μιας νέας στάσης απέναντι στο φαινόμενο της παραγωγής άσκοπου θορύβου δημιουργεί την ανάγκη ενίσχυσης της ακουστικής παιδείας ήδη από την σχολική ηλικία. Δεδομένου ότι ο θόρυβος αποτελεί σημαντική συνιστώσα περιβαλλοντικής υποβάθμισης, η αντιμετώπισή του μπορεί να ενταχθεί σε υφιστάμενα εκπαιδευτικά προγράμματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης. Η ίδια η φύση του θορύβου μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη τέτοιων αλληλεπιδραστικών, βιωματικών προγραμμάτων, που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών, αλλά και των γονέων, οι οποίοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η συστηματική έκθεση σε θόρυβο έχει πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις για τους ίδιους, αλλά και για τα παιδιά τους, κατά ευρεία αντιστοιχία με την έκθεση π.χ. σε μολυσματικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες. Προς την κατεύθυνση αυτή και σε εθνικό επίπεδο, το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής (ΕΛ.ΙΝ.Α.) έχει ήδη αναπτύξει ένα πλέγμα εκπαιδευτικών δράσεων το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί από εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι επιπτώσεις της έκθεσης σε θόρυβο έχουν αποτυπωθεί ήδη σε αναφορές της ιατρικής κοινότητας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και περιλαμβάνουν εξαιρετικά επιβαρυντικές για την ανθρώπινη υγεία συνέπειες, όπως σημαντικά ποσοστά απώλειας ακοής, φαινόμενα διαταραχής αυτής (π.χ. εμβοές), ψυχικές διαταραχές, διαταραχές στον ύπνο και στην γνωστική λειτουργία των παιδιών, αλλά και αρνητικές επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα. Η έντασή τους εξαρτάται από την διάρκεια έκθεσης στον θόρυβο, αλλά και στην στάθμη αυτού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει ήδη καταγράψει τα ασφαλή όρια στάθμης και διάρκειας έκθεσης σε θόρυβο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για θόρυβο στάθμης της τάξης των 85dB, αντίστοιχο με αυτόν που δημιουργείται εντός της καμπίνας ενός αυτοκινήτου σε ένα περιβάλλον βαριάς κυκλοφορίας, το ασφαλές χρονικό διάστημα έκθεσης σε θόρυβο σε καθημερινή βάση είναι της τάξης των 8 ωρών. Μεγαλύτερες στάθμες θορύβου περιορίζουν δραματικά το διάστημα αυτό: για στάθμη θορύβου ίση προς 110dB, το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ασφαλούς έκθεσης (σε ημερήσια πάντα βάση) είναι της τάξης του ενός λεπτού, εάν φυσικά δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας ενάντια στον θόρυβο.
Θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα του κατά πόσο τόσο υψηλές στάθμες απαντώνται στην ανθρώπινη καθημερινότητα και εάν τελικά το πρόβλημα των δυσμενών επιπτώσεων του θορύβου σχετίζεται με συγκεκριμένα (π.χ. βιομηχανικά) περιβάλλοντα. Η απάντηση δυστυχώς, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, και ιδίως για τις νεότερες γενιές. Η εξατομικευμένη ακρόαση μουσικού περιεχομένου μέσω ενδοωτικών ακουστικών, σε επίπεδα που απομονώνουν τον ακροατή από το άμεσο ακουστικό του περιβάλλον – κατάσταση η οποία είναι πλέον αρκετά συνήθης – συνεπάγεται στάθμη της τάξης των 105dB ή και μεγαλύτερη, εντός του ακουστικού πόρου. Εάν ληφθεί υπόψιν ότι η διάρκεια της ακρόασης μουσικής συχνά υπερβαίνει την μία ώρα, γίνεται κατανοητό ότι παραβιάζονται κατά πολύ τα ορισμένα όρια αφαλούς έκθεσης, οδηγώντας με μεγάλη πιθανότητα σε μια γενιά η οποία εν δυνάμει θα αντιμετωπίσει σημαντικές ακουστικές διαταραχές και αναπηρίες.
Το μήνυμα της 27ης Απριλίου 2022 ως παγκόσμιας ημέρας ευαισθητοποίησης κατά του θορύβου καθίσταται σαφές ότι είναι σύνθετο, αλλά άκρως σημαντικό. Ο θόρυβος αποτελεί μολυσματικό παράγοντα υποβάθμισης της ποιότητας του περιβάλλοντος και ως τέτοιος πρέπει να αρχίσει να αντιμετωπίζεται. Η όποια διαταραχή της ακοής αυτός δημιουργεί, παρατηρείται σε βάθος χρόνου, μπορεί να είναι μη-αναστρέψιμη και αποτελεί πλήγμα στην ανθρώπινη υγεία. Οι συνέπειές του αφορούν δε στις περισσότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες και δημιουργούνται «αθόρυβα» (αλήθεια, πόσο αντιφατικό είναι αυτό όταν αναφερόμαστε στον θόρυβο!), κυρίως λόγω της άγνοιας και της έλλειψης βασικής γνώσης σε θέματα ακουστικής παιδείας, η οποία πρέπει να αναδειχθεί ως κεντρική συνιστώσα της ευρύτερης περιβαλλοντικής εκπαίδευσης».