Μετά την ταινία «Χειροπαλαιστής», η οποία κέρδισε το βραβείο καλύτερου ελληνικού ντοκιμαντέρ μικρού μήκους της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου το 2020, ο Γιώργος Γούσης σκηνοθετεί την Έλενα Τοπαλίδου και τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο σε ένα πολύ ατμοσφαιρικό road movie που κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στις 10 Νοεμβρίου, στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
«Μαγνητικά πεδία είναι ο χώρος εντός του οποίου εξελίσσεται η σχέση των δύο ηρώων της ταινίας. Όπως λέει και ο ορισμός, είναι ο χώρος που ασκούνται μαγνητικές ελκτικές δυνάμεις σε κινούμενα φορτία και μεταλλικά υλικά. Ο Αντώνης και η Έλενα είναι δυο άνθρωποι σε κίνηση, που κουβαλάνε ο καθένας από ένα φορτίο και απλώς μαγνητίζονται. Όπως συμβαίνει σε όλες τις συντροφικές σχέσεις, αυτές οι δυνάμεις είναι αόρατες και καμιά φορά προκαλούν και ανεξήγητα φαινόμενα.
Η ιδέα για τον τίτλο μού ήρθε στα γυρίσματα της ταινίας, όταν χάσαμε μια ολόκληρη μέρα γύρισμα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες επειδή η κασέτα της κάμερας, εντελώς ανεξήγητα, δεν έγραψε απολύτως τίποτα και το καταλάβαμε όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Μέσα στην απόγνωσή μας για να απαντήσουμε τα αναπάντητα, κάποιος από την ομάδα αναρωτήθηκε μήπως η μαγνητοταινία της κασέτας απομαγνητίστηκε, επειδή βρισκόμασταν κοντά σε ένα ραντάρ!
Η ιδέα για τον τίτλο μού ήρθε στα γυρίσματα της ταινίας, όταν χάσαμε μια ολόκληρη μέρα γύρισμα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες επειδή η κασέτα της κάμερας, εντελώς ανεξήγητα, δεν έγραψε απολύτως τίποτα και το καταλάβαμε όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Μέσα στην απόγνωσή μας για να απαντήσουμε τα αναπάντητα, κάποιος από την ομάδα αναρωτήθηκε μήπως η μαγνητοταινία της κασέτας απομαγνητίστηκε, επειδή βρισκόμασταν κοντά σε ένα ραντάρ!
Δεν νομίζω ότι μπορώ να απαντήσω πώς προέκυψαν οι χαρακτήρες του Αντώνη και της Έλενας. Όλο αυτό έγινε μέσα από μια διαδικασία που έχει να κάνει και με τη σχέση που αναπτύξαμε όλοι μεταξύ μας στο γύρισμα της ταινίας.
Αυτό που ήξερα από πριν είναι πως και οι δυο χαρακτήρες θα βρίσκονται σε μια φυγή, και οι δυο θα κουβαλάνε ένα φορτίο, ο ένας ορατό και ο άλλος αόρατο, ο ένας υλικό και ο άλλο άυλο και, τέλος, ότι ο καθένας θα έρχεται από έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο σε σχέση με τον άλλον, αλλά ο ένας θα έχει να δώσει στον άλλον αυτό που του λείπει, εκείνη τη δεδομένη στιγμή.
Στην πορεία, μέσα από διάφορες συζητήσεις που είχαμε με την Έλενα και τον Αντώνη για τις ζωές μας, και μετά, στο γύρισμα, μέρα με τη μέρα, από πράγματα που προέκυπταν σε σκηνές, αρχίσαμε να τους ανακαλύπτουμε κι εμείς όλο και περισσότερο. Ή, μάλλον, να τους ανακαλύπτουμε όσο χρειαζόταν για την ταινία και να αφήσουμε τα υπόλοιπα στους θεατές».
— Ο λόγος για την περιπλάνηση του καθενός είναι διαφορετικός, αλλά συναντιούνται και η γνωριμία τους είναι καθοριστική. Ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες να καλύψει. Πόσο τους αλλάζει αυτή η γνωριμία;
Δεν ξέρω αν τους αλλάζει, αλλά νομίζω δεν έχει και μεγάλη σημασία, δεν ξέρω αν είναι πάντα το ζητούμενο αυτό. Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι η γνωριμία τους οδηγεί σε ένα ξεφόρτωμα, τους ανακουφίζει. Τους δίνει ελπίδα και τους αναζωπυρώνει τη φαντασία.
Δυστυχώς είναι πολύ σπάνιο πράγμα να συναντάς συντρόφους στη ζωή, πόσο μάλλον να σου δίνεται κιόλας η ευκαιρία να περιπλανηθείς μαζί τους και να διανύσεις αποστάσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όταν αυτό συμβαίνει είναι δώρο, ένα σημείο αναφοράς, που μπορεί ακόμα και να σε παρηγορήσει στα δύσκολα. Δεν είναι και λίγο.
— Ήθελες να κάνεις μια ταινία εκτός ψηφιακού κόσμου ή απλά προέκυψε;
Η επιλογή της miniDV κάμερας προέκυψε επειδή δεν είχαμε μπάτζετ, αλλά, ταυτόχρονα, επειδή με την ίδια κάμερα είχαμε κάνει ένα βιντεοκλίπ λίγους μήνες πριν, νιώσαμε πως το αισθητικό αποτέλεσμα και τα εργαλεία της ταιριάζουν απόλυτα στην ταξιδιάρικη και ιμπρεσιονιστική ατμόσφαιρα που θέλαμε να έχει η ταινία. Οπότε, αγκαλιάσαμε πλήρως τα χαρακτηριστικά της προς όφελος της αφήγησης και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της.
Με μια άλλη κάμερα θα ήταν σίγουρα μια άλλη ταινία. Μακάρι να είχα την ωριμότητα να έκανα την ίδια επιλογή ακόμα κι αν είχα τεράστιο μπάτζετ.
— Πότε ξεκίνησε η ιδέα για τα «Μαγνητικά Πεδία»;
Η πρόθεση προέκυψε τον Ιούλιο του 2020, όταν κάναμε λίγες μέρες διακοπές με τον Κουτσαλιάρη στην Κεφαλονιά και είχαμε την ευκαιρία να τη γυρίσουμε με το αυτοκίνητο. Τον Σεπτέμβρη η πρόθεση έγινε σκοπός και μέχρι τα Χριστούγεννα ήταν όλα έτοιμα για να πάμε γύρισμα.
Όλο το lockdown του 2021 το έβγαλα παρέα με την ταινία στο μοντάζ και στο post production, που κράτησε ως το καλοκαίρι. Η Κεφαλονιά έγινε ο τόπος της ταινίας επειδή εκεί γεννήθηκε στο μυαλό μου η πρόθεση να γίνει. Το τοπίο της ξεκλείδωσε στη φαντασία ένα road movie.
Επίσης, στην πορεία έγινε και επιλογή ζωτικής σημασίας, γιατί είναι ο τόπος που ζει ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης, διευθυντής παραγωγής και γενικά άνθρωπος-κλειδί της ταινίας. Χωρίς τη βοήθειά του δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή την ταινία με τόσο λίγα λεφτά. Μας ξενάγησε σε τοπία της Κεφαλονιάς, μας φιλοξένησε, μας άνοιξε πόρτες που δεν θα μπορούσαμε να ανοίξουμε ποτέ, όλοι οι β’ ρόλοι της ταινίας είναι φίλοι του και ο ίδιος δούλεψε με μεγάλη ζέση και κέφι για την ταινία.
Αφού το πήρα απόφαση να κάνω την ταινία, το πρώτο πράγμα που έγινε ήταν να δουλέψουμε τον σκελετό του σεναρίου με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο και μετά, μαζί και με την Έλενα Τοπαλίδου, να κουβεντιάζουμε και οι τρεις μαζί πάνω στους χαρακτήρες της ταινίας. Αφού καταλήξαμε, το επόμενο δύσκολο task ήταν να αγοράσω και να βάψω τον τρίτο χαρακτήρα της ταινίας, το αυτοκίνητο.
Τον Νοέμβρη κάναμε ένα ακόμα ταξίδι με τον Κουτσαλιάρη στην Κεφαλονιά για να βρούμε τα locations της ταινίας, και στις 20 Δεκεμβρίου εγώ, ο Κουτσαλιάρης, μια σύνοψη, μια miniDV κάμερα και το αυτοκίνητο της ταινίας ξεκινήσαμε το ταξίδι για την Κεφαλονιά για να προετοιμάσουμε το γύρισμα. Στην πορεία έφτασαν σιγά-σιγά και οι υπόλοιποι εφτά άνθρωποι.
Στις 3 Γενάρη, εγώ και ο Κουτσαλιάρης επιστρέφουμε στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ, έχοντας ανάμεσα στις αποσκευές μας μια ταινία, που τότε είχε τη μορφή ενός κουτιού παπουτσιών με πολλές κασέτες μέσα. Στους επόμενους μήνες προστέθηκε στο δημιουργικό team ο μοντέρ Δημήτρης Πολύζος και τέλος, όταν πια είχε ολοκληρωθεί και το μοντάζ, ο Γιώργος Καρναβάς και η Heretic που αγκάλιασαν πολύ θερμά την ταινία και αποφάσισαν να την κάνουν κομμάτι της εταιρείας τους και να τη στηρίξουν.
Μαγνητικά Πεδία
Ο Αντώνης και η Έλενα είναι δυο άνθρωποι σε κίνηση, που κουβαλάνε ο καθένας από ένα φορτίο και απλώς μαγνητίζονται. Όπως συμβαίνει σε όλες τις συντροφικές σχέσεις, αυτές οι δυνάμεις είναι αόρατες και καμιά φορά προκαλούν και ανεξήγητα φαινόμενα.
— Πόσο δύσκολη έχει γίνει πλέον η γνωριμία δύο ανθρώπων εκτός app και social media, ειδικά σε αυτή την ηλικία που είναι οι ήρωες;
Δεν ξέρω. Ίσως τελικά όλα να είναι θέμα χρήσης και πάντα εκεί που κρίνονται τα πράγματα είναι στη διά ζώσης επαφή και επικοινωνία. Τα app και τα social media είναι απλώς εργαλεία και δίαυλος για να φτάσεις στο ζητούμενο, στην επαφή. Αν φτάσεις, τότε όλα καλά. Αν όμως μένεις στο μεταίχμιο, απλώς για να καλύπτεις τον ναρκισσισμό και το εγώ σου από την digital αποδοχή, στην πραγματικότητα παραμένεις μόνος. Αν κάποιοι αρκούνται σε αυτό, τότε πάλι όλα καλά. Whatever works, ή, όπως λέει και ο Μπακιρτζής στην ταινία «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» του Σταύρου Τσιώλη, «δεν θα λυπάμαι εγώ για όλο τον κόσμο, Θεοφάνη».
— Μου θύμισε κάπως τις περιπλανήσεις του Αντονιόνι. Ποιες είναι οι αναφορές σου για την ταινία;
Μπορώ εύκολα να αναφέρω μια λίστα με ονόματα σκηνοθετών και τίτλους από ταινίες που αποτέλεσαν αναφορά και επιρροή για τα «Μαγνητικά Πεδία», ασυνείδητα και συνειδητά πολλές φορές, αλλά νομίζω αυτό που καθόρισε το συναίσθημα της ταινίας και ξεκλείδωσε την σκέψη μου ήρθε περισσότερο από μια λογοτεχνική φράση, παρά από μια ταινία.
Στο βιβλίο του Κερτ Βόνεγκατ «Η φωλιά της γάτας», υπάρχει κάπου η φράση «όλα τα παράξενα ταξίδια είναι θεόσταλτα μαθήματα χορού». Στο μυαλό μου, μέσα στη λέξη «παράξενα» ηχεί η λέξη ξένος, άγνωστος, ένας άνθρωπος που με γοητεύει και θέλω να τον ανακαλύψω. Η λέξη «θεόσταλτα» για μένα σημαίνει «ανεξήγητα», κάτι που αποδέχεσαι γιατί δεν μπορείς ή και δεν θες να το κατανοήσεις, άρα και να το ελέγξεις. Και τέλος το «μαθήματα χορού» είναι η συντροφιά, όταν κάποιος μπορεί να σε συνοδεύσει και να σε παρασύρει σε σωματική έκφραση, σε χαρά.
Νομίζω πως αυτές οι τρεις έννοιες λειτούργησαν σαν οδηγός και για εμένα, και για τους ηθοποιούς και τον φωτογράφο, τον μοντέρ και όλη την ομάδα, στο να πάρουμε τις αποφάσεις που πήραμε και καταλήξαμε τελικά να ανακαλύψουμε αυτή την ταινία.
Πηγή: lifo.gr