Γράγει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Πέρασαν δέκα εννιά χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή ο Ληξουριώτης καρεκλοποιός Γεράσιμος Κωνσταντίνου Μηνιάτης (1912-2002). Στο νου μου έρχεται η ανάμνηση της φιγούρας του, να κάθεται σ’ ένα κομμάτι κορμό και να φτιάχνει καρέκλες. Ενώ, άλλες φορές να γυρίζει με μία ψεκαστήρα στην πλάτη του και να ραντίζει, εικόνες που απουσιάζουν στα σημερινά χρόνια.
Το επάγγελμα του καρεκλοποιού ελαττώθηκε στις μέρες μας και όλο τείνει προς την πλήρη εξαφάνισή του. Έχουν αλλάξει οι εποχές και «παραγκωνίστηκαν» οι ψάθινες καρέκλες, ενώ μια μεγάλη ποικιλία από βιομηχανοποιημένα καθίσματα κατακλύζουν τους χώρους μας αυτά τα χρόνια.
Έτσι, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από καθίσματα, τόσο, που η εικόνα της παλιάς ψάθινης καρέκλας να έχει γίνει μουσειακό είδος. Μιλάμε για σκαμπό, για χνουδάτες πολυθρόνες, αιώρες, πλατιούς καναπέδες και άλλα, τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες μας, συνήθως την «ξάπλα» και την ξεκούραση. Καρέκλες ολότελα ξύλινες ή μεταλλικές ή ακόμα και πλαστικές που εξυπηρετούν τις δράσεις της ζωή μας.
Τα πιο παλιά χρονιά οι καρέκλες ήταν κατασκευασμένες από ψαθί και ξύλο. Τότε, μιλούσαμε για την ψάθινη καρέκλα του σπιτιού, του καφενείου, του υπαίθριου σινεμά…. Οι καρέκλες ήταν κατασκευασμένες στο σκελετό τους από ξύλο σκληρό, συνήθως από μουριά, από οξιά ή πλάτανο. Το σχήμα της καρέκλας ήταν τέτοιο, ώστε να στηρίζει το σώμα μας και να παίρνει τη σωστή θέση του σκελετού (θέση ορθής γωνίας) όταν καθόμαστε, ώστε να μην κουράζεται το σώμα, έτσι ώστε να αποφεύγονται τα προβλήματα υγείας, που δημιουργούνται από την κακή στάση του σώματος.
Ο Γεράσιμος Μηνιάτης έκοβε το ψαθί από τους βάλτους και τις ρεματιές, το έδενε σε δεμάτια και το φόρτωνε στην πλάτη του. Αργότερα, στις τελευταίες δεκαετίες το αγόραζε, όπως και άλλα υλικά, από την Αθήνα και την Πάτρα.
Σ’ ένα μεγάλο σακούλι κι άλλες φορές σε μία ξύλινη μικρομεσαία κασέλα, είχε μαζεμένα τα εργαλεία του. Πλάνες, ράσπες, σύρμα, σκερπάνι, φαλτσέτα, λίμες, καρφιά και άλλα εργαλεία, απαραίτητα για τη δουλειά του.
Τι φτιάξιμο του ξύλινου σκελετού
Άλλες φορές έφτιαχνε τον ξύλινο σκελετό της καρέκλας, άλλες φορές επισκεύαζε τις καρέκλες, κυρίως τις έντυνε με το ψαθί στην καθιστική έδρα τους. Για να φτιάξει μια καρέκλα από την αρχή, δηλαδή τον σκελετό της, έκοβε με το πριόνι τα ξύλα που χρειαζόντουσαν και τα έσφιγγε με τη μέγγενη (εργαλείο που συσφίγγει τα ξύλα) για να μπορεί να τα δουλέψει. Ύστερα έπαιρνε τις πλάνες και πλάνιζε τα ξύλα για να τα φτιάξει στρογγυλά ή τετράγωνα, ανάλογα με το σχέδιο της καρέκλας. Μετά έξυνε το ξύλο με ένα μαχαίρι και με μια ξυλόρασπα «έτρωγε» το περίσσευμα.
Αφού τελείωνε το πλάνισμα, τρυπούσε με τη ρίδα τα ξύλα και έφτιαχνε στρογγυλές τρύπες στα τέσσερα πόδια του σκελετού, όπου και στερέωνε τα δυο στρογγυλά πλαϊνά ξύλα. Η στερέωση απαιτούσε το χιαστί πλέξιμο του σύρματος ανάμεσα στα πόδια, κάτω, χαμηλά από την έδρα του καθίσματος, με τέτοιο τρόπο, που να κρατά σφικτά προς το κέντρο τα πόδια της καρέκλας και να μην κινούνται. Ύστερα ρασπάριζε τα ξύλα, δηλαδή με μια οδοντωτή λίμα τα λείαινε και τα γυαλοχαρτάριζε με γυαλόχαρτο ή τζάμι. Τέλος, μοντάριζε το σκελετό, κολλώντας και καρφώνοντας τα ξύλα.
Έπειτα, από τη στερέωση του ξύλινου σκελετού της καρέκλας, ερχόταν η ώρα του ντυσίματος με το ψαθί της έδρας της καρέκλας.
Το ντύσιμο με το ψαθί
Με τη φαλτσέτα «άνοιγε», δηλαδή έσκιζε, το ψαθί στη μέση και το έβρεχε, το μούσκευε για τα καλά, ώστε να μαλακώσει. Όσο το ψαθί μαλάκωνε, έπαιρνε τον ξύλινο σκελετό της καρέκλα, τον επισκεύαζε και τον στερέωνε στα πόδια.
Έπαιρνε το ψαθί ανά τρία κομμάτια και το έδενε κόμπο. Τοποθετούσε τον κόμπο στην άκρη μιας πλευράς στο πλαίσιο του καθίσματος, στριφογυρίζοντας συγχρόνως το ψαθί, δηλαδή το έστριβε, ώστε να γίνεται σαν σκοινί. Κάλυπτε τον κόμπο και κατεύθυνε το ψαθί στην απέναντι πλευρά του πλαισίου της έδρας της καρέκλας. Από το επάνω μέρος και την εξωτερική πλευρά κατέβαζε το ψαθί. Το έφερνε εσωτερικά και του έκανε στροφή δεξιά. Έπειτα, ακολουθούσε την ίδια κίνηση πάλι και πάντα το οδηγούσε στην απέναντι πλευρά. Έτσι σχηματιζόταν το πρώτο τετράγωνο. Κάνοντας όλο την ίδια κίνηση το τετράγωνο γιόμιζε εσωτερικά ή έντυνε το εμβαδό του όπως έλεγαν οι παλιοί, ώσπου έκλεινε προς το κέντρο του καθιστικού πλαισίου.
Το ψαθί όλο και το στριφογύριζε και έτσι τροφοδοτούσε ο Γεράσιμος Μηνιάτης την ψάθινη τριχιά. Είχε πάντα το νου του να είναι καλά μουσκεμένο για να έχει ευλυγισία και να δουλεύεται καλά. Το τροφοδοτούσε ανελλιπώς για να «δένει» καλά κομμάτι – κομμάτι. Με τον τρόπο αυτόν, από τον πρώτο κόμπο το ψαθί ήταν ένα συνεχόμενο σκοινί. Πολλές φορές, εκεί που έστριβε το ψαθί, τύλιγε γύρω του μια λεπτή ψάθινη χρωματιστή ταινία για να κοσμήσει το κάθισμα. Θυμάμαι, ότι είχε και πολύχρωμες τέτοιες ταινίες, που ήταν νάιλον σωληνάκι και σωληνάκι πλακέ, καθώς και λεπτά μικρά βούρλα ή καλαμάκια, τα οποία χρησιμοποιούνταν για να διακοσμηθεί η καρέκλα.
Ψάχνοντας τις σημειώσεις του με τη βοήθεια της κόρης του, Τερέζας, βρήκαμε αποδείξεις που δείχνουν ότι αγόραζε πρώτες ύλες καθεκλοποιΐας από το κατάστημα του Αριστοτέλη Ζ. Τρουλλινού «Εισαγωγαί – Διαρκής Παρακαταθήκη» στην Αθήνα, οδός Ερμού, και αργότερα από ανάλογο κατάστημα στην Πάτρα. Οι καρέκλες που έφτιαχνε είχαν την ποικιλία τόσο σε όμορφα και καλλιτεχνικά σιρίτια, όσο και στην ξυλουργική τους τέχνη.
Πέρασαν τα χρόνια και το περιπλανώμενο επάγγελμα του καρεκλά χάθηκε. Οι απαιτήσεις της ζωής μας αναγκάζουν να σκεφτόμαστε εμπορικά και σύντομα, παραγκωνίζοντας παλιούς τρόπους και συνήθειες. Χάθηκαν οι καρεκλάδες, συγχρόνως και οι αναγνωριστικές φωνές τους που ενημέρωναν και ειδοποιούσαν με τις φράσεις τους: Ο καρεκλάααααααας, Εδώ καλές καρέκλες, που πεζοί μέσα στα στενά και στα καντούνια με το σακούλι στον ώμο, γεμάτο ψαθί και τα εργαλεία στο χέρι, περίμεναν όλο και κάποιος να τους δώσει δουλειά.
Ο Γεράσιμος Μηνιάτης, ο γνωστός μας «Τερεζής», όταν ελαττώθηκε η δουλειά του φτιαξίματος της καρέκλας, ασχολείτο και με αλλά βιοπαλέματα της καθημερινότητας. Είτε με εργασίες του κάμπου, είτε με την ψεκαστήρα για τον ραντισμό των αποχετεύσεων της πόλης.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το σώμα του είχε κυρτώσει από την κούραση και το σκύψιμο, αναγκαίο κακό της δουλειάς του, όμως μιλούσε με δυνατή μνήμη και αγάπη γι’ αυτή. Ένα αυτοκίνητο του έκοψε τη ζωή και πήρε μαζί του τα απλά μυστικά της τέχνης του.
Το παλιό επάγγελμα του καρεκλοποιού έχει χαθεί οριστικά από το νησί μας. Υπήρχαν κι κάποιοι άλλοι, όπως ονομαστός ήταν και ο ο Μάστρο Στέφανος από την περιοχή των Πρόννων, που στις αρχές του 2000 έφυγε και αυτός από τη ζωή. Το επάγγελμα του καρεκλοποιού διατηρείται πλέον, μόνο σε κάποιες ομάδες τσιγγάνων, που τους εξυπηρετεί, λόγω της συνεχούς μετακίνησής τους και επειδή είναι εύκολη η μεταφορά υλικού για τις καρέκλες.