Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου 1971, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971), ο ποιητής ο οποίος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η «Στροφή», η «Στέρνα», το «Μυθιστόρημα», τα «Τετράδια γυμνασμάτων», το «Ημερολόγιο καταστρώματος» (Α΄, Β΄ και Γ) είναι μόνο ορισμένα από τα σημαντικά έργα του σπουδαίου ποιητή, που διαβάστηκε και διαβάζεται όσο λίγοι, μελοποιήθηκε και τραγουδιέται μέχρι σήμερα. Ο Γιώργος Σεφέρης εργάστηκε ως διπλωμάτης και το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης.
Στις 24 Οκτωβρίου 1963, η Σουηδική Ακαδημία τιμά με Νόμπελ Λογοτεχνίας τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες» και γίνεται ο πρώτος Έλληνας που βραβεύεται με Νόμπελ.
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ής Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη μετατράπηκε σε μια μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων γέμισε με κόσμο, νέους και φοιτητές. Άλλοι με λιγοστά λουλούδια στα χέρια, κάποιος με μερικά στάχυα, πολλοί με μια ποιητική συλλογή του Σεφέρη, προσκυνούσαν ευλαβικά το φέρετρο. Tρία δάφνινα στέφανα μπροστά από το φέρετρο του ποιητή. Στο πρώτο η ταινία γράφει: «Λίγο ακόμη να ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν. Στον ποιητή Γ. Σεφέρη οι πολιτικοί κρατούμενοι της φυλακής των Tρικάλων». Στο δεύτερο: «Στον ποιητή Γ. Σεφέρη, οι πολιτικοί κρατούμενοι της φυλακής Aλικαρνασσού». Kαι στο τρίτο: «Στον θείο Γιώργο, οι έξι ανεψιοί της Θεσσαλονίκης»».
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) – δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες – και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Πώς αντέδρασε ο Σεφέρης όταν κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Την ώρα που η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών ανακοίνωνε ότι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 1963 απονέμεται στον Γεώργιο Σεφέρη, ο 63χρονος καταξιωμένος Έλληνας ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης μάθαινε τα ευχάριστα νέα ξαπλωμένος στο κρεβάτι εξαιτίας της κρίσης έλκους που τον ταλαιπωρούσε. Είναι μεσημέρι της Πέμπτης 24 Οκτωβρίου, όταν χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι της οδού Άγρας 24, στο Παγκράτι, που απέχει λίγα μόλις μέτρα από το Καλλιμάρμαρο Στάδιο. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο ανταποκριτής του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων, που τον πληροφορεί ανεπίσημα ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες του είναι ο νικητής.
Σε λίγη ώρα έξω από την πόρτα του σπιτιού βρίσκεται ο πρέσβης της Σουηδίας στην Αθήνα, ο οποίος τον ενημερώνει επισήμως πλέον για το γεγονός. Τιμάστε «για το υπέροχο λυρικό ύφος, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», του λέει. Το ίδιο θα αναφέρει και η κριτική επιτροπή. Εκείνος θα μείνει για λίγο σιωπηλός, θα βουρκώσει και θα αγκαλιάσει τη σύζυγό του Μάρω.
Στους εκπροσώπους του Τύπου που θα σπεύσουν, ο Σεφεριάδης, θα εξομολογηθεί ότι οι πληροφορίες που είχε από τη Σουηδία περί πιθανής βράβευσής του δεν τον άφησαν να κοιμηθεί όλο το βράδυ. Στη μία το πρωί, του είχαν τηλεφωνήσει από το Λονδίνο ζητώντας τα βιογραφικά του στοιχεία προκειμένου να φτιαχτούν αφιερώματα.
Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής και συγγραφέας θα τονίσει επίσης ότι η Ακαδημία της σκανδιναβικής χώρας «διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα, για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν οτιδήποτε ζωντανό από τη μακρά παράδοσή της. Νομίζω ακόμη ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση κάθε λαού και το ελληνικό πνεύμα». Το ίδιο κείμενο θα επαναλάβει και στις επτά το απόγευμα από το κρατικό ραδιόφωνο, κλείνοντας μάλιστα με την απαγγελία του ποιήματος Ελένη, που γράφτηκε κατά δήλωσή του το 1953, όταν ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο.
Επελέγη ανάμεσα σε 80 υποψηφίους για το Νόμπελ
Η ανάδειξή του μόνο εύκολη δεν ήταν. Διεκδικούσε για τρίτη φορά το Νόμπελ, αφού ήταν και πάλι υποψήφιος το 1955 και το 1961, προτεινόμενος από τον διάσημο Άγγλο ποιητή Τόμας Στερνς Έλιοτ. Όντως επελέγη μεταξύ 80 υποψηφίων απ’ όλο τον κόσμο και, σύμφωνα με τα πρακτικά που έγιναν γνωστά μόλις το 2013, στην τελική ψηφοφορία επικράτησε ανάμεσα στον Άγγλο δοκιμιογράφο Ουίσταν Όντεν και τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, που θα λάβει το επίζηλο βραβείο οκτώ χρόνια αργότερα.
Η τελετή βράβευσης θα πραγματοποιηθεί στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 στη Στοκχόλμη και ο Έλληνας ποιητής, αφού παραλάβει το Νόμπελ από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο ΣΤ΄ Αδόλφο, θα αξιοποιήσει το γεγονός για να απευθύνει ένα οικουμενικό μήνυμα για τις πανανθρώπινες αξίες και την αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Θα εκφωνήσει έναν σύντομο λόγο το ίδιο βράδυ στο δείπνο που παρατίθεται προς τιμήν του στο δημαρχείο της Στοκχόλμης και την επόμενη μέρα θα δώσει διάλεξη στη Σουηδική Ακαδημία.
Η ομιλία του Σεφέρη στην τελετή των Νόμπελ
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (μτφρ. «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο· διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»).
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…»***. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
Δεν τον υποδέχθηκε κανένας από την Πολιτεία
Δυστυχώς, παρά τον αρχικό ενθουσιασμόστην Ελλάδα για την κατάκτηση του Νόμπελ Λογοτεχνίας, το γεγονός δεν έτυχε ιδιαίτερης σημασίας. Ο πολιτικός κόσμος και οι πολίτες ασχολούνταν περισσότερο με τις εκλογές που είχαν διεξαχθεί αρχές Νοεμβρίου, αναδεικνύοντας πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στην υποδοχή του Σεφέρη από τη Στοκχόλμη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού δεν θα βρεθεί κανείς από το επίσημο κράτος.
Πηγή: ethnos.gr