Ο Πέτρος Γ. Κολαΐτης (Καλαμόρης) σαν έγιναν οι σεισμοί στην Κεφαλονιά τον Αύγουστο του 1953 ήταν φαντάρος, (ΑΣΜ 113/49602, κλάση 1951) ευρισκόμενος στην Σχολή Πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο (Νέα Πέραμο – Αττικής).
Λίγες μέρες μετά τον μεγάλο σεισμό της 12ης Αυγούστου, πριν ολοκληρωθεί η καθιερωμένη πρωινή αναφορά, βγήκε ο διοικητής της μονάδας και είπε: «Όποιοι στρατιώτες είναι από τα Επτάνησα να μην αποχωρήσουν και να παραμείνουν στις γραμμές τους, οι δε υπόλοιποι, είναι ελεύθεροι». Εκείνη την ώρα επικράτησε μια μικρή αναταραχή. Σαν έφυγαν οι λοιποί φαντάροι και παρέμειναν αυτοί που είχαν σχέσεις με την Επτάνησο, τους είπε: «Καλά μου παιδιά, πληροφορηθήκαμε ότι στην περιοχή της Ζακύνθου, Κεφαλονιάς, Ιθάκης, και Λευκάδας έγινε ένας πολύ μεγάλος σεισμός. Δεν έχουμε επαρκή ενημέρωση και γι’ αυτό δεν ξέρουμε με λεπτομέρειες τι ακριβώς έχει συμβεί! Θα πάτε τώρα στους λόχους σας, θα πάρετε το τυφέκιο σας, σφαίρες, ξηρά τροφή κι ό,τι άλλο χρειαστεί. Θα σας χορηγηθεί ένας μήνας άδεια κι αν οι συνθήκες το απαιτήσουν, αυτή η άδεια θα παραταθεί όσο χρειαστεί. Θα πάτε να δείτε τους οικείους σας αν είναι καλά και τι επικρατεί στα μέρη που έπληξε ο σεισμός, για να βοηθήσετε, όπου παραστεί ανάγκη». Πράγματι, παρέλαβαν τον οπλισμό τους, ένα με δύο γεμιστήρες με σφαίρες, ξηρά τροφή, κ.λπ και ο κάθε φαντάρος αναχώρησε για τον τόπο του.
Έτσι και ο Πέτρος αναχώρησε για την γενέτειρά του τα Κομιτάτα-Ερίσου στην ΒΑ Κεφαλονιά. Σαν ζύγωνε το ποστάλι στο λιμάνι της Σάμης, αντίκρυσε μια ισοπεδωμένη Σάμη, μια «εξαφανισμένη» πόλη και θωρούσε πως τα βουρκωμένα μάτια του τον γελούσαν! Σαν αποβιβάστηκε, η όλη ατμόσφαιρα ήταν γιομάτη σκόνη και αντάρα. Μουδιασμένος ή πιο ορθά τρομαγμένος κατευθύνθηκε για το χωριό του. Το σπίτι του Πέτρου (Καλαμοράτα) είναι το πρώτο που απαντάς μπαίνοντας στο χωριό από τη Σάμη, μετά το νεκροταφείο του Βαρδιονά.
Καθώς σίμωνε ο Πέτρος στην είσοδο του χωριού, αναζητούσαν τα μάτια του γνώριμες εικόνες του χωριού από μακριά. Ποιό χωριό; Ποιά Κομιτάτα; Μόνο χαλάσματα! Σαν αντίκρισε το πατρικό του μισογκρεμισμένο και τον πατέρα του, Γεράσιμο, σκυφτό και απαρηγόρητο να μονολογεί: «Θα μου το χώσουμε, θα μου το χώσουνε», ο Πέτρος πήγε σιμά του σιγά – σιγά για να μην τον τρομάξει και του λέει: «Πατέρα ήρθα. Eίσαστε όλοι σας καλά; Τι μονολογείς εδώ μονάχος σου»; Εκείνος βάζει τα κλάματα, τον αγκαλιάζει, τον φιλάει και του λέει: «Παιδάκι μου, ήρθες; Έχουν βάλει μπουλντόζες και τα μπάζα του χωριού θα τα φέρουνε εδώ, να μας χώσουνε το σπίτι». Τότε αυτός αντικρίζοντας το στρατιωτικό φορτηγό να ’ρχεται, του αποκρίθηκε: «Πατέρα μια στιγμή». Βγαίνει από επάνω στο δρόμο, το σταματά και λέει στον οδηγό: «Συνάδελφε, που πας τα μπάζα;». Εκείνος του αποκρίθηκε: «Πρέπει ν’ ανοίξουν οι δρόμοι του χωριού και πάω να τα ρίξω για συντομία σ’ εκείνο το μέρος» δείχνοντας το σπίτι του. Τότε ο Πέτρος δίχως να χάσει στιγμή, οπλίζει το όπλο του και του λέει αποφασιστικά: «Δεν θα κάνεις βήμα. Αν ρίξεις εδώ που ’ναι το σπίτι μου τα μπάζα, από ’δω που ’μαι… σου την άναψα». Φυσικά το φορτηγό ακινητοποιήθηκε, ο οδηγός κατάλαβε ότι ο φαντάρος δεν χωράτευε και πόσο μάλλον με μια κάννη όπλου να τον σημαδεύει, και μην γνωρίζοντας τι θα επακολουθούσε, σάστισε!
Βλέποντας από το χωριό οι επιτετραμμένοι ότι το φορτηγό είχε ακινητοποιηθεί και δεν έκανε μανούβρα, για να απορρίψει το φορτίο του, ανησυχήσανε και κίνησαν για να δουν τι μεσολάβησε. Όταν φτάσανε εκεί, ερώτησαν τον Πέτρο τι συνέβη και δεν αφήνει το φορτηγό να κάνει την δουλειά του και το καθυστερεί. Τότε αυτός αποκρίθηκε με πάντα προτεταμένο το τύφεκιο: «Θα περάσετε πάνω από το πτώμα μου για να ρίξετε τα μπάζα εδώ, αλλά πρώτα θα σας καθαρίσω όλους, όσοι πάνε να με εμποδίσουν». Βλέποντας τον ότι δεν παίρνει από λόγια, κάλεσαν με τον ασύρματο για οδηγίες άνωθεν και ενισχύσεις από το κοντινό χωριό Ένωση (Βασιλικάδες) που έδρευε Σταθμός Χωροφυλακής. Στο μεταξύ, κάποιοι συγχωριανοί που τον είδαν σε αυτήν την ένταση επήγανε να το συνεφέρουνε λέγοντας του: «Πέτρο-Πέτρο παιδί μου, έλα στα συγκαλά σου και μην κάνεις τρέλες. Θα πας στρατοδικείο, θα πας χαμένος» και πολλά άλλα. Ο Πέτρος όμως δεν άκουγε κανένα κι είχε το όπλο του στραμμένο προς όλους αυτούς που του λέγανε τα διάφορα.
Όταν έφτασαν οι αξιωματικοί (γαλονάδες) με το τζιπάκι (Jeep Willys MB) ρώτησαν να μάθουνε τι συμβαίνει και οι παραβρισκόμενοι υπέδειξαν τον φαντάρο Πέτρο λέγοντας: «Να… αυτός ο φαντάρος δεν μας αφήνει να κάνουμε την δουλειά μας και να ρίξουμε τα μπάζα». Σαν πήγαν προς τον Πέτρο για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα, αυτός μονομιάς στάθηκε προσοχή κι αναφέρθηκε: «Οδηγός Ρυμουκλού Πεδινού Πυροβολικού Κολαΐτης Πέτρος του Γερασίμου». Τότε ρώτησε ο αξιωματικός με όχι και τόσο αυστηρό ύφος: «Τι συμβαίνει παιδί μου εδώ πέρα, κι είσαι τόσο αναστατωμένος και δεν αφήνεις τον οδηγό του φορτηγού να κάνει την δουλειά του, να αδειάσει τα μπάζα, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η κυκλοφορία μέσα στο χωριό»; Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος: «Ευπειθώς αναφέρω κύριε συνταγματάρχα υπηρετώ την μητέρα πατρίδα και μου εδώσανε άδεια, επειδή έγινε ο σεισμός στο χωριό μου, για να ’ρθω να δω τους δικούς μου. Ερχόμενος βλέπω τον οδηγό του φορτηγού να θέλει να ρίξει τα μπάζα στο σπίτι μου και να το χώσει». «Και ποιος έδωσε τέτοια εντολή;», ρωτάει ο αξιωματικός, κοιτάζοντας με αυστηρό βλέμμα τον οδηγό του φορτηγού. «Η διαταγή ορίζει, τα μπάζα να απορρίπτονται, έξω και μακριά από το χωριό». Τότε ο οδηγός του φορτηγού αποποιήθηκε των ευθυνών λέγοντας: «Εγώ δεν ξέρω τίποτα, τη διαταγή μου την έδωσε ο χειριστής της μπουλντόζας». «Εγώ» πετάχτηκε ο χειριστής της μπουλντόζας, «Την οδηγία, μου την έδωσε ο Πρόεδρος του χωριού».
Εν τω μεταξύ όλη αυτήν την ώρα ο πενηντατριάχρονος πατέρας του Πέτρου, Γεράσιμος, όντας μύστης της στρατιωτικής τιμής (υπήρξε δεκανέας εκπαιδευτής Πεζικού στα Ιωάννινα το 1922) παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα βέβαιος πια πως ο γιος του τα ‘χε καταφέρει με την παράτολμη στάση του! Εκείνο το εφιαλτικό για το νησί μας καλοκαίρι, που δέχτηκε τ’ αλύπητα «χτυπήματα» του εγκέλαδου, Πρόεδρος του χωριού, τύγχανε να ’ναι ο Ηρακλής Θεοχαράτος (Μπιλιμές).
Δοθείσης της ευκαιρίας, ο συνταγματάρχης (ξανα)έδωσε την ρητή διαταγή, τα μπάζα να απορρίπτονται μακριά από το χωριό, πέρα από το υπαρκτό ακόμα στις μέρες μας μικρό λατομείο που εφάπτεται με το κοιμητήριο των Κομιτάτων.
Η ιστορία «μεταφέρθηκε» από τον Πέτρο Γ. Κολαϊτη (1930-2015) στον γιο του Ανδρέα Κολαϊτη.