Aν πάσχεις από άγνοια και ιδεολογικές εμμονές δεν υπάρχει φάρμακο για την περίπτωση σου. Υπάρχει όμως ο τομέας της δημοσιογραφίας που θα σου επιτρέψει να μετατρέψεις αυτές τις δύο αδυναμίες σε μια λαμπρή καριέρα.
Μισείς μετά πάθους τον πορτοκαλί πρόεδρο των ΗΠΑ. Ωραία. Αρχίζεις λοιπόν να γράψεις ένα άρθρο για τα πρόσφατα γεγονότα στις ΗΠΑ που κατά την γνώμη σου σηματοδοτούν την αρχή του τέλους του. Και τι γράφεις; «Χθες, στη σκιά των διαδηλώσεων κατά του ρατσισμού, καταψηφίστηκε στις εσωκομματικές προκριματικές εκλογές ο Στιβ Κινγκ, Ρεπουμπλικανός βουλευτής στην Αϊόβα.» (Καθημερινή 4.6.20). Το πρόβλημα εδώ είναι ότι πρόκειται για εσωκομματικές προκριματικές εκλογές και ο υποψήφιος που κέρδισε είχε κάνει μια εκστρατεία με το σύνθημα ότι αυτός θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικός στο να περάσει η ατζέντα του Τραμπ…
Ο συνδυασμός άγνοιας και τεμπελιάς συνεχίζεται στο ίδιο άρθρο όπου σε κάποια στιγμή διαβάζουμε περί της «άθλια διαχείριση της πανδημίας από τον Τραμπ.» Η πολιτικές σε αυτό το θέμα στις ΗΠΑ καθορίζονται από τους κυβερνήτες και τους δημάρχους. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, στην καλύτερη περίπτωση, έχει ρόλο υποστηρικτικό. Τα πήγε πολύ καλά στην Φλόριντα, αλλά απέτυχε στη Νέα Υόρκη ο Τραμπ;
Και αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι ο Τραμπ προσφέρει, αυτό που θα ονόμαζαν οι στρατιωτικοί, μια πλούσια από στόχους περιοχή. Αυτά που μερικές φορές λέει είναι γεμάτα με ανακρίβειες και ψεύδη. Υπάρχει πεδίο της δόξης λαμπρό για όποιον επιθυμεί να του ασκήσει κριτική. Ότι γίνεται κριτική όπως η παραπάνω απλά πόσο χαμηλά έχει πέσει η ποιότητα της αρθρογραφίας. Ούτε τα πιο βασικά δεδομένα του θέματος με το οποίο ασχολούνται δεν κάθονται να επιβεβαιώσουν. Είναι σχεδόν σαν να λες ότι η πρόεδρος της ευρωπαϊκής επιτροπής επέτυχε στην Ελλάδα, αλλά απέτυχε στην Ιταλία.
Σε ένα θέμα όπως η αστυνομική βία στις ΗΠΑ, όπου ο θύτης είναι λευκός και το θύμα μαύρος, τότε έχουμε να κάνουμε με το απόλυτο θέμα να διεγείρει τα προαναφερθέντα δημοσιογραφικά πάθη. Έτσι από το παραπάνω άρθρο μαθαίνουμε για «το πρόβλημα της υπερβολικής χρήσης βίας και της επιδημίας δολοφονιών άοπλων μαύρων Αμερικανών από την αστυνομία»(Καθημερινή 4.6.20). Τι ακριβώς συνιστά «επιδημία δολοφονιών»; Σε μια χώρα που πλησιάζει τα 330 εκατομμύρια σε πληθυσμό, η αστυνομία έρχεται σε επαφή με τους πολίτες 375 εκατομμύρια φορές το χρόνο. Το 2019 η αστυνομία πυροβόλησε θανάσιμα 9 μαύρους και 19 λευκούς άοπλους πολίτες. Αν είσαι μαύρος στις ΗΠΑ οι πιθανότητες να πεθάνεις από πυρά αστυνομικών είναι 0,00000056%. Αυτά όσον αφορά την «επιδημία δολοφονιών» που αναφέρει η «Καθημερινή». Παρεμπιπτόντως, στατιστικά, έχεις περισσότερες πιθανότητες να πεθάνεις από μια συμπλοκή με την αστυνομία στις ΗΠΑ αν είσαι λευκός, λιγότερες αν είναι μαύρος. Αυτό όσον αφορά το ρατσισμό. Επίσης από τις 9 περιπτώσεις όπου αστυνομικός πυροβόλησε θανάσιμα άοπλο μαύρο, μόνο στις 2 κρίθηκε ότι η χρήση βίας δεν ήταν δικαιολογημένη.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι η επίλεκτη ευαισθησία της συντρόφισσας από την «Καθημερινή». Το 2015 η αστυνομία είχε πυροβολήσει θανάσιμα 38 μαύρους και 32 λευκούς άοπλους πολίτες. Αλλά τότε πρόεδρος ήταν ο Ομπάμα, οπότε το θέμα φαντάζομαι δεν είχε ενδιαφέρον. Επίσης σημαντικό είναι το στοιχείο ότι στις ΗΠΑ η αστυνομία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κάθε δημάρχου, εκτός από τις περιπτώσεις που οι πολίτες του δήμου ψηφίζουν τον αρχηγό της αστυνομίας. Άλλο ένα σημείο της άγνοιας των ελληνικών ΜΜΕ είναι ότι δεν ξέρουν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ ούτε ελέγχει, ούτε μπορεί να διατάξει την αστυνομία.
Στα «Νέα» αρθρογράφος θα διατυπώνει την άποψη πως «Καμιά ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη. Σύνθημα που ακούγεται αυτές τις μέρες σε μια Αμερική που φλέγεται. Σύνθημα που λέει μια πολύ απλή αλήθεια, που κάποιες φορές την προσπερνάμε: Ότι οι κοινωνίες είναι βαθιά διαιρεμένες, άνισες και άδικες. Είτε μιλάμε για το ρατσισμό, είτε για την εκμετάλλευση, είτε για τον σεξισμό, βαθιές διαιρετικές γραμμές τις διαπερνούν, ορίζοντας πεδία ενεργών συγκρούσεων.»
Καλό θα ήταν να υπενθυμίσουμε στον σύντροφο από τα «Νέα» πως προσφάτως τιμήσαμε την μνήμη των τεσσάρων νεκρών της Μαρφίν, οι οποίοι πέθαναν γιατί κάποιοι πιστεύουν στο «Καμιά ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη.» Στις δημοκρατίες λύνουμε τις διαφορές μας ή υποστηρίζουμε τα αιτήματα μας με ειρηνικά μέσα. Έχουμε την ελευθερία του λόγου, έχουμε δρόμους και πλατείες για ειρηνικές συγκεντρώσεις, έχουμε δικαστήρια και το δικαίωμα να ψηφίζουμε αυτούς που διοικούν το κράτος. Στις δημοκρατίες δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την αιμοσταγή και αυταρχική λογική του «Καμιά ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη».
Στην «Αυγή», άλλος σύντροφος θα αναπαράγει ένα αφήγημα όπως το παραπάνω, γράφοντας «Ο ρατσισμός, η φτώχεια, η ανισότητα σκοτώνουν. Το ξέρουμε και στην Ελλάδα. Δεν αρκεί να καταγγέλλουμε, να χειροκροτούμε τους «ήρωες» και τους «μάρτυρες», να εξοργιζόμαστε με αυτά που γίνονται αλλού.»
Αφού οι σύντροφοι στην «Καθημερινή», «Τα Νέα» και την «Αυγή» τους πονάει τόσο πολύ το συγκεκριμένο θέμα, γιατί το γράψιμο τους μαρτυρά ότι δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με την ουσία του; Γιατί αρχίζουν και τελειώνουν με τα συνηθισμένα και βαριεστημένα αριστερά τσιτάτα; Γιατί για παράδειγμα δεν τους δημιουργεί καμία περιέργεια το γεγονός ότι αυτά τα συμβάντα στην συντριπτική τους πλειοψηφία λαμβάνουν χώρα σε πόλεις ή πολιτείες που είναι για δεκαετίες κάστρα των Δημοκρατικών; Πόλεις και πολιτείες που έχουν ξοδέψει εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε κοινωνικά προγράμματα και την αναδιανομή του εισοδήματος; Γιατί αυτές οι πόλεις και πολιτείες έχουν τα πιο πενιχρά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα; Γιατί ένας μαύρος από τη Νέα Υόρκη ή τη Βαλτιμόρη, το καλύτερο που μπορεί να κάνει για να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση και πρόοδο, την υγεία του και τη ασφάλεια του, είναι να φύγει από αυτές τις πόλεις και να πάει σε ρεπουμπλικανικά κάστρα όπως το Τέξας, η Γιούτα ή η Φλόριντα;
Τα ερωτήματα είναι προφανή. Αλλά η άγνοια, η τεμπελιά και πάνω από όλα οι κυρίαρχες ιδεολογικές εμμονές των ΜΜΕ, τα θέτουν εκτός της δημοσίου σφαίρας. Ο Τζόρτζ Φλόιντ, και ο κάθε Φλόιντ, τους ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που τους δίνει άλλη μια ευκαιρία να προπαγανδίσουν τις χιλιοειπωμένες τους αριστερές μπαρούφες.