Ο Περικλής Κοροβέσης δεν είναι πια ανάμεσά μας. «Ο δικός μου Περικλής, ο δικός μας Περικλής», όπως μου είπε ο κοινός μας φίλος, ο Σταύρος ο Αντύπας. «Ο πάντα πρόθυμος ό,τι κι αν του ζητούσες», πέρασε στην αιωνιότητα. Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς για έναν άνθρωπο που αφήνει ένα τέτοιο έργο πίσω του, ταυτισμένο απόλυτα με τον ίδιο τον τρόπο της ζωής του. Δεν ξέρω άλλο σύγχρονό μας που να το κατάφερε με τον τρόπο που του το κατάφερε ο Περικλής: απόλυτης εξίσωσης και αρμονίας ανάμεσα σε λόγο και έργο. Έγραφε όπως ζούσε και ζούσε όπως έγραφε. Πώς την έλυσες ετούτη την εξίσωση φίλε μου, σύντροφέ μου;
Για τον Περικλή η ζωή δεν υπήρξε μόνο μια διανοητική εμπειρία βίου αλλά περιπλανήθηκε, όχι μόνο διανοητικά μα και πραγματικά, με περισσή γενναιότητα στη βία της Ιστορίας. Μια διαδικασία οδυνηρή ηθικής και πολιτικής Τέχνης. Με έναν σχεδόν φυσικό τρόπο και μέσα από το σκοτάδι που μας περιβάλλει, ο Περικλής υπηρέτησε την πολιτική ελπίδα—ότι ναι, μπορούν τα πράγματα ν’ αλλάξουν. Δίχως να φετιχοποιήσει καμιά ιδεολογία, παρέμεινε πιστός στην κριτική σκέψη και εναντιώθηκε στον ανορθολογισμό της εποχής μας, χωρίς να γυρίσει την πλάτη του ούτε στον Ντοστογιέφσκι ούτε στον Μαρξ, για χάρη κανενός «γκουρού» της εποχής μας. Δεν υπέκυψε στη σαγήνη της εξουσίας. Είχε πάθος, χωρίς να είναι εμπαθής. Ήταν νηφάλιος, χωρίς να είναι απονευρωμένος. Ήταν ευφυής αλλά απλός μέσα από την πολυπλοκότητά του. Ήταν εκείνος ο άνθρωπος που εξέφραζε με κάθε τρόπο το αμείωτο ενδιαφέρον του για τον άνθρωπο, σε όποιο σημείο του πλανήτη κι αν ζούσε αυτός, γιατί ο τόπος που κατοικούσε ο Περικλής ήταν η αγάπη και η ελευθερία. Εκείνη η αγάπη που υπερβαίνει κάθε κοσμική αρετή˙ και εκείνη η ελευθερία που σε κανένα πεδίο της ζωής δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όρθιος πάντα, σε ένα διαρκή διάλογο με τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας και του πολιτισμού.
Ήταν πάντα, μέχρι το τέλος στην πλευρά εκείνων που στερούνται όχι μόνο το δικαίωμα του πολίτη, αλλά και κάθε ανθρώπινο δικαίωμα. Όσα εμείς, λόγω της πυκνότητας των πραγμάτων, ενώ πέφτουν στην αντίληψή μας, δεν τα προσέχουμε, εκείνος ήταν εκεί για να τα εντοπίσει, να τα γράψει, να τα πει μπας και τα ακούσουμε. Στις δύσκολες στιγμές που περνάμε, σε αποχαιρετάω Περικλή μ’ ένα αγκάθι στην καρδιά που δεν καταφέραμε, όπως σου είχα υποσχεθεί, την παρουσίαση του τελευταίου σου βιβλίου στον γενέθλιο τόπο σου. Είμαστε και θα παραμείνουμε φτωχότεροι, αν δεν ανοίξουμε τ’ αυτιά, τα μάτια και τις καρδιές μας στο φως που άφησε το πέρασμά σου από τούτη τη ζωή.
Δεν θα σου ευχηθώ καλό ταξίδι, γιατί το ταξίδι που σου αναλογούσε το έκανες εδώ, σ’ αυτή τη ζωή και ήταν μακρύ, πολύ μακρύ, ρε Περικλή. Και ναι, δεν πέθανες ηλίθιος!
Ελένη Τζιβρά-Χιόνη