Γράφει ο Γεράσιμος Γαλανός
Ήταν Κυριακή 2014, 26 Ιανουαρίου, που χτύπησε το οργικό του πρώτου σεισμού την Κεφαλονιά μας. Μα δεν άργησε να έλθει έπειτα από μια βδομάδα και το δεύτερο κακό. Σεισμοί «βαλέντι», δηλαδή καλοί, όπως τους είπανε και οι σεισμολόγοι. Μα τούτα τα οργικά πηγάζουν από τα στριμώγματα του εδάφους στα έγκατα του νησιού, και έπειτα, ωσάν σεληνιασμένα ταρακουνήματα ορμούν στην επιφάνεια για να ελευθερώσουν την ενέργειά τους, με αποτέλεσμα να τρέχει ο κόσμος να σωθεί και να φοβάται για το βιος του.
Μα τούτα το γιομίσματα της ενέργειας του εδάφους δεν στέκονται σε μια μεριά, αλλά από τα αρχαία χρόνια, τριγυρίζουν στα βάθη του νησιού, φωλιασμένα στα θεμέλια του. Ευτυχώς, η συνήθεια έγινε συμφιλίωση και οι Κεφαλονίτες με αυτούς τους «διαόλους» όπως τους αποκαλούν τους έκαναν γνώριμους φίλους και βιωτές τους.
Τούτη τη φορά ξέσπασαν τα σεισμικά κύματα που ήταν τρυπωμένα στον κόλπο του Λιβαδίου και απότομα πετάχτηκαν πάνω στην επιφάνεια και σάρωσαν ότι μπορούσαν. Η βοή, το μούγκρισμα και το σάλεμα της γης έπληξε περισσότερο την Επαρχίας Πάλλης, του Ληξουρίου, που ομοιάζει σαν φύλλο με λεπτό μίσχο κρεμασμένο από τον όγκο του υπόλοιπου νησιού. Ήθελε ο σεισμός να αποκόψει την Πάλλη από την Κεφαλονιά, για να ικανοποιήσει την ιστορία, για να κάνει την Πάλλη αυτόνομη, ξεχωριστή. Να την κάνει το όγδοο Επτάνησο, το ποιο ονομαστό, μια και αυτή η χερσόνησος καμαρώνει πως είναι η Ομηρική Ιθάκη!
Ήταν η ίδια εποχή και μήνας, στα 1867, 23 Ιανουαρίου που το φαινόμενο είχε ξαναχτυπήσει. Ρήμαξε τότε εκκλησιές και σπίτια, μνημεία, μα πιο πολύ πήρε ψυχές ανθρώπινες, πάνω από 400, που δεν πρόλαβαν να είναι έτοιμες για το πώς υπολόγιζαν στο είναι τους. Το ψωμί, το νερό που θόλωσε, το στάρι που έλλειψε, μαύρισε στα μάτια των ανθρώπων τότε. Ήταν Γενάρης του 1867 και η μολυβόπενα κάποιων ιερέων από τα σεισμόπληκτα χωριά της Πάλλης χάραξε στα μεσόφυλλα εκκλησιαστικών βιβλίων: «έκανε ένα σεισμό κατά χριστιανόνε…», «έκανε ένα σεισμό ωσάν εκείνονε τον καιρό της Σταυρώσεως του Ιησού Χριστού…». Τα ίδια τότε, τα ίδια και με τούτους τους σεισμούς. Νεκρική καμπάνα τότε, νεκρική και τώρα, μα παρήγορη, λόγω που τώρα ανθρώπινες ψυχές δεν χάθηκαν.
Αφού οι σεισμοί πήραν την κατεβασιά από τη Θηνιά και στάθηκαν στο βιότοπο του Λιβαδίου, γκρέμισαν τις παλιές ξερολιθιές, γκρέμισαν τα εγκαταλελειμμένα υπολείμματα και τειχίσματα των Αγροτικών Φυλακών του Λιβαδίου.
Έστεκαν από τις αρχές του 1900, καμαρωτά. Τα σώριασαν οι σεισμοί χωρίς ταυτότητα, έτσι απλά να φαίνονται ατάκτως ειρημένα! Μήπως έπρεπε να γίνει αυτό, αφού για μας περιττά ήταν! Πού ήταν η Πολιτεία; Πού οι κληρονόμοι; Πού ήταν όσοι είχαν κηρύξει τις Φυλακές διατηρητέες, για να τις υποστυλώσουν, να τις αξιοποιήσουν, να γίνει ένα αγροτικό μουσείο της περιοχής ή ένα ενεργό πολυκέντρο; Τώρα αναπαύτηκε η σκέψη μας και η Πολιτεία ησύχασε. Οι σεισμοί έδωσαν το τράτο τους, αλλά αφού είδαν και περίμεναν, είπαν να κλείσουν το κύκλο, και ένας άλλος κύκλος ιστορίας να αρχίσει.
Ο βιότοπος του Λιβαδίου χάθηκε από σεισμούς και από ανθρώπους, τα λατομεία έδιωξαν τα πουλιά, τα φουρνέλα δούλευαν για να πάρουμε το υλικό, τα σμπάρα άνοιξαν ρήγματα και έφυγε το νερό, ο δρόμος βουίζει από τα τροχοφόρα ολημερίς και τελικά ένας βιότοπος πέθανε. Επιπλέον, ο σεισμός ανύψωσε το έδαφος και εκτόπισε τη θάλασσα προς τα ανατολικά με αποτέλεσμα να χαθεί το αβαθές του Λιβαδίου, που ήταν για τις χελώνες τόπος ζευγαρώματος. Κι όμως, αν κάτι χαθεί, άλλο αμέσως γεννιέται. Στο τράβηγμα προς τα μέσα της θάλασσας, έγινε πλάτωμα ξέρας που προσφέρεται για τη μάζωξη οστράκων και σωλήνων- οστράκων.
Βγήκαν οι σουληνολόγοι, με τα μακριά σκληρά σύρματα, και μάζευαν τις σωλήνες- όστρακα με μαλάκιο: για δόλωμα, για μεζέδες, για νοστιμιές με μακαρόνια. Άλλοι με τσαπιά και φτυάρια, ακόμη και σήμερα, ψάχνουν στη νέα αμμουδιά να βρουν, καποσάντες και γυαλιστερές, όστρακα για ούζο και τσίπουρο. Εικόνες νεότερες, λαογραφικές και όμορφες, που αντικατέστησαν τις παλιές. Η πιο ονομαστή, που χάθηκε ολότελα, ήταν να βλέπεις την πληθώρα από τρατολόους στο Λιβάδι, που με τα δίχτυα τους έκαναν «πελαωτό». .
Σούρωναν χιλιάδες κυβικά θαλασσινού νερού, πελαωμένοι τραβώντας τα δίχτυα για την αθερίνα και το γόνο.
Τώρα οι σεισμοί συμπλήρωσαν τη λήθη του χρόνου, και χάθηκε αυτή η εικόνα. Μα καθώς το μάτι φεύγει να σκαρφαλώσει σε μέρη που άλλαξαν με τους φετινούς σεισμούς, σφραγίζω την περίπτωση του Λιβαδίου μια και ο σεισμός από αυτό το μέρος όρμησε και απλώθηκε. Το χωριό Λιβάδι και ο βιότοπός του ήταν τόπος δουλειάς, αντιφρονούντων, τιμωρών, αδικιών και σκληρής εργατιάς. Οι σεισμοί κατά καιρούς τα άλλαξαν.
Καθώς το κύμα του σεισμού διάβηκε και από το ομώνυμο χωριό του Λιβαδίου, σημάδεψε οικίες ανεπανόρθωτα και την εκκλησιά του Αγίου Διονυσίου, την περιχαράκωσε με ρηγματώσεις. Αν και μετασεισμικό κτίσμα, δεν άντεξε στο χτύπημα, κάποιοι από το χωριό που βρίσκονται στην Αμερική πήραν να φροντίσουν το ναό. Ευλογημένη να είναι η πράξη τους, τους κτήτορες πάντα να μνημονεύουμε ζητά ο Θεός και οι σεισμοί, που δίνουν την ευκαιρία για προσφορά.
Μετά το χωριό Λιβάδι, σε άκρια εκβολής χειμάρρου έστεκε πλάι στη θάλασσα πυργόσπιτο, παλιό, ως έπαυλη του 17ου αιώνα. Το Σαμόλι, έτσι λέγεται η περιοχή και η παλιά έπαυλη- μουσείο, είχε το όνομα του παλιού αφεντικού της, του Μαράκη Φορέστη και της σιόρας- Κάτε. Αρχοντιά, που πλάι της έβρισκαν εργασία και στήριγμα απλοί του λαού άνθρωποι. Τούτη η δίπατη οικία με τα παλαιά έπιπλα, τους καθρέπτες και τα μεγάλα κάδρα ελαιογραφίες, τις πολεμίστρες και τη φανερή και διάχυτη nobilita, ωσάν να την φύσηξε ο άνεμος, την έγειρε στο πάνω πάτωμα από βόρεια προς νότια. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του δεύτερου σεισμού, έτρεξε και πήρε και σημάδευσε από βορειοδυτικά προς νοτιανατολικά . Η έπαυλη έπεσε, σμπαραλιάστηκε, σκόρπισε, μάς πόνεσε σε όσους την είδαμε. Θυμάμαι, πως δεν με πόνεσε το γκρέμισμα των όμορφων πετροκτισμάτων του δρόμου, που οδηγεί σε αυτήν από το δημόσιο δρόμο, αλλά την ώρα που αντίκρισα το γέρμα του κτηρίου, φώναξα, κάκιωσα, γιατί είχα μνήμες και ο σεισμός μού τις στέρησε από την ορθότητά τους, από την τάξη τους. Ο νεότερος κληρονόμος του μνημείου ενήργησε σωστά μέσα στον πόνο. Έσωσε τα κειμήλια και ζήτησε άμεση βοήθεια για να κοντράρει τον σεισμό και να κρατήσει τη θύμηση. Ελπίζουμε πως το αναγνωρισμένο από το Υπουργείο μνημείο θα βρει την όμορφη εικόνα του, όπως παλιά.
Προχωρώντας από το χωριό Λιβάδι στο Ληξούρι βλέπεις τα σημάδια που αποτύπωσε ο σεισμός στο πέρασμά του. Τειχίσματα δρόμου μισογκρεμισμένα και ξερολιθιές πεσμένες, υποχωρήσεις μεγάλων τμημάτων του δρόμου, καθίσματα της ασφάλτου, για όλα αυτά ειπώθηκα πολλά. Ο καθένας είπε: τα κατά πως τα έκρινε και τον συνέφερε, κατά πως τα υπολόγισε με το μάτι του και το μυαλό του. Ένα είναι σίγουρο, πως οι σεισμοί φανέρωσαν σε δρόμους, σε δημόσια κτήρια, σε οικίες, σε κατασκευές πρόχειρες, την κακοτεχνία μας, το κλέψιμο, την κακολογιά μας, τη μιζέρια μας για το φθηνό και το πρόχειρο, πάνω από όλα την απληστία μας που όλο και μεγαλώνει πιστεύοντας πως έτσι θα νικήσουμε τον θάνατο. Ξέχασαν οι παλιοί, μα και οι νέοι ακόμη και όσοι κάτι ήξεραν από τα παλιά των σεισμών, πως ο σεισμός δεν κρύβεται, έρχεται όταν θέλει να γιομίσει το κενό του, όταν θέλει να σπρώξει για να πάρει το χώρο του, και, όταν ξεσπάσει, τότε οι άνθρωποι αναλογιζόμαστε για τα όσα κάναμε.
Τα Κουβαλάτα έπαθαν ζημιές, ο Άγιος Δημήτριος, χωριό πάνω στο πέρασμα του δρόμου, πληγώθηκε άσχημα. Σπίτια έγειραν, κολώνες λύγισαν και είδαμε τα της κατασκευής λάθη, αλλά και του σεισμού την ένταση, εφόσον ήταν δίπλα το λίκνο του και ταρακούνησε την περιοχή πιο πολύ. Ανάμεικτα όλα τα δίκια και τα άδικα σε τούτη την κρίση.
Πονάει πολύ το χτύπημα στον Κεχριώνα. Το ονομαστό πανηγύρι της Παναγίας της Κεχριωνιώτισας, στο ομώνυμο μοναστήρι, που ύψωνε χαρμόσυνα και εορταστικά πανηγύρι στο Αντημήρι της Θεοτόκου, μοναδικό στην περιοχή της Πάλλης και που γινόταν μεγαλόπρεπα σ’ αυτόν το ναό. Άνοιξε στο ατσούπι ο σεισμός μια μεγάλη τρύπα, τσάκισε την Αγία Τράπεζα και σαν τρελός για να φύγει και να συνεχίσει το καταστροφικό του έργο, κοντραστάρισε στους τοίχους του ναού και τους ράγισε πολύ, βρίσκοντας διέξοδο από το δυτικό ατσούπι.
Και τ’ άλλα χωριά της Πάλλης πειράχτηκαν από τη μανία του Εγκέλαδου. Έπεσαν μάντρες, οικίες έπαθαν ζημιές, στάνες και ξερολιθιές, ράγισαν τοίχοι, αλλά πιο πολύ οι εκκλησιές μας, λες και ο σεισμός ήθελε να τις εξαφανίσει. Οι ναοί έπαθαν μεγάλες ρηγματώσεις, ανοίγματα στα ατσούπια τους, γκρεμίσματα σε πολλά σημεία εσωτερικά και εξωτερικά των τοίχων τους.
Πήρα να μετρήσω το κακό που έγινε σε αυτές, μα σταμάτησα το μέτρημα, λόγω που όλες σχεδόν έχουν πάθει τη ζημιά τους. Και γι’ αυτούς τους σεισμούς οι ναοί αποτελούν σημεία μελέτης, για το πώς κινήθηκε το κύμα του, για το πώς χτύπησε τα μνημεία. Οι περισσότεροι ναοί ήταν παλιοί, άντεξαν σε σεισμούς από : 1867, του 1953, του 1972, του 1983 και άλλους. Φορτωμένοι με αθροιστικά προβλήματα χρόνων οι ναοί προσπάθησαν να κρατήσουν τα υπέροχα «ρεστάμπολα», δηλαδή, τις μεγάλες σε μουσαμά εκκλησιαστικές αγιογραφικές παραστάσεις, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα τους, τις πληθωρικά διακοσμημένες ουρανίες από ντόπιους αγιογράφους. Χάσκουν τα εκκλησιαστικά μνημεία της Πάλλης, και οι αρμόδιοι φορείς κολλάνε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Αγωνίζονται τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια, αλλά άκρη δεν βγάζουν, εισπράττουν μόνο την απάντηση, «πως οι εκκλησιές έχουν άλλο νομικό πλαίσιο και θα δούμε τι θα κάνουμε». Μα ο καιρός δεν αργεί να έλθει με τα νερά και την υγρασία και τα μνημεία θα μπομπάρουν και τι θα αφήσουμε για ταυτότητα στους νεότερους! Πού είναι η Πολιτεία; Απουσιάζει! Αυτό είναι το μόνο σίγουρο!
Οι ναοί της Αγία Θέκλης, των Αποστόλων στα Χαυδάτα, του Αγίου Ιωάννη και της Παναγίας στην Κοντογεννάδα, ο Άγιος Ιωάννης στα Φαβατάτα, η Αργιλιώτισσα στα Χαυριάτα, ο Άγιος Διονύσιος στο Λιβάδι, η Παναγία στο Βουνό στα Δαμουλιανάτα, ο Άγιος Δημήτριος στα Καλάτα, η Παναγία στα Κομινάτα, η Παναγία των Κουβαλάτων και ο Άγιος Δημήτριος στα Βλιχάτα, ο Άγιος Παντελεήμονας στα Λουκεράτα και τόσες άλλες στην Πάλλη και στα χωριά της Θηνιάς, εκκλησίες ιστορικές με θησαυρούς, έχουν μείνει στο έλεος της προσπάθειας εκείνων που πονάνε για την πολιτιστική κληρονομιά. Επίσης, στα μοναστήρια ο σεισμός χάλασε την ομορφιά τους, το Κορωνάτο και τα Κηπούρια. Ελπίζουμε πως σύντομα θα αποκατασταθούν οι παλιές όμορφες εικόνες τους.
Και στο Ληξούρι μας, την πρώτη ιστορική πόλη του νησιού μας, η επίσκεψη των σεισμών ήταν απότομη και οργισμένη. Οι εκκλησίες, της Παναγίας της Περλιγκού, του προστάτη της πόλης μας του Αγίου Χαραλάμπους, της Αγίας Τριάδας, τις ταρακούνησαν και άφησαν σημάδια πολύ δυνατά οι σεισμοί και μέχρι να επισκευαστούν θα μείνουν αλειτούργητες. Και τώρα, η μόνη ελπίδα είναι οι πρόχειρες μικρές εκκλησίες που στήνονται στους αύλειους χώρους των ναών, για να εξυπηρετήσουν τους κατοίκους.
Από παλιά η μνήμη του σεισμού έχει αποτυπωθεί στο Ληξούρι και στην ευρύτερη περιοχή. Μια μαρμάρινη μικρή πλάκα, εντοιχισμένη στην οικία Καλογηροπούλου, στην πλατεία Μηνιατών, μαρτυρεί ακόμη στους διαβάτες, για το πόσο τούτη η πόλη κουράστηκε από των σεισμών τις νευρικές συσπάσεις.
«Ενθυμού Ω διαβάτα
τρομεράν σεισμού φοβέρα
πρόσεχε μην λησμονήσεις
την φρικώδη εκείνη μέρα
Ιανουαρίου στα είκοσι τρεις
όπου κατεστράφη η ατυχίς Πατρίς 1867.»
Γ. Μήλας
Και μέσα στη δίνη της καταστροφής αλλά και του άλλου σωσμού που φέρνει ο σεισμός, δηλαδή το ξύπνημα μας για σύνεση και ταπείνωση, πρόβαλλε η εικόνα των κοιμητηρίων. Τόσο στα χωριά όσο και στο Ληξούρι, έγινε μια Δευτέρα Παρουσία πριν της ώρας της. Ήθελε ο σεισμός να μας δείξει, πώς, δεν είναι μόνο τα υλικά αγαθά χρήσιμα και αναγκαία για μας, αυτά μπορούν να χαθούν, αλλά, είναι και εκείνα που κάτω από τα ασάλευτα κυπαρίσσια κοιμίζουν αιώνια ψυχές. Το Κοιμητήριο του Ληξουρίου δεν άντεξε! Έγινε το καλύτερο δείγμα μελέτης για το πώς κινήθηκε ο σεισμός, για το πώς δούλεψε η ενέργειά του, η οποία τσάκισε τα μνημεία, τα νεκρικάτα. Είθε να είναι ένα νέο εφαλτήριο η δράση του σεισμού για την Πολιτεία, ώστε να προσέξει το χώρο των Κοιμητηρίων.
Και καθώς η σκέψη απολογιστικά στέκεται σε μνημεία και κληροδοτήματα, ας σταθώ στο προσεισμικό κτήριο του Νοσοκομείου Ληξουρίου, που άντεξε παρά την κακότητα ορισμένων για να το κλείσουν, εξυπηρετώντας παράξενα πολιτικά συμφέροντα. Κατηγόρησαν την αντοχή του άδικα, μα αυτό δικαιώθηκε! Το επίσης προσεισμικό κτήριο του Γηροκομείου δεν άντεξε, πληγώθηκαν τα εσωτερικά μοροφίντα του, άνοιξαν οι τοίχοι του, αλλά υπάρχει ελπίδα να τακτοποιηθεί στις επισκευές του, μια και βρέθηκε ο ευεργέτης..
Εκείνο που μας πονά πολύ, είναι η Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη. Κόσμημα αρχιτεκτονικής, κτήριο του 1866, με ζωγραφιστά φατνώματα, με αρχεία και σπάνια βιβλία, σμπαράλιασε και μάτωσε άσχημα. Μερίμνησαν πολλοί στα λόγια, πως θα βοηθήσουν, το κράτος είπε δεν έχουμε λεπτά! Ευτυχώς ασφαλίστηκαν τα αρχεία και τα κειμήλια, μα η βιβλιοθήκη, υπέροχο δείγμα επτανησιακής αρχιτεκτονικής περιμένει τη θετική όπως φαίνεται απόφαση του Υπουργείου που ανήκει, για να σωθεί.
Κεφάλαιο πόνου μέσα σε όλα ήταν και τα μνημεία, αγάλματα και προτομές, που σωριάστηκαν περιστροφικά στο έδαφος. Κάτι έγινε για την αποκατάστασή τους, λόγω που ερχόταν η ανάλογη στο χρόνο επέτειος και έπρεπε να τους αποδοθούν οι τιμές. Αλλιώς, ακόμη κάτω θα βρίσκονταν, δακρυσμένα και πληγωμένα, πρωτίστως για την αμέλειά μας.
Στην περιδιάβαση για όσα συνέβησαν στη σεισμική περίοδο, στεκόμαστε πρώτα και κύρια πως ανθρώπινο θύμα δεν υπήρξε. Αυτό ήταν τυχερό από τους νόμους της φύσης και δεύτερο από τα έργα των ανθρώπων. Τα σπίτια μας άντεξαν στην φοβερή επιτάχυνση του προς τα επάνου και από βορρά προς νότο. Δοκιμάστηκαν σε αυτήν την κρίση οι οικίες μας, ενώ για τα δημόσια κτήρια, αντιστράφηκε η παροιμία μια και ήταν στο ζύγι λειψά « Χέρι που δεν πάει, τόπος δεν αδειάζει». Θα την αναπροσάρμοζα για την περίσταση, «Την κλεψιά βλέπει πρώτα ο σεισμός!» .
Εκείνο που το δίκιο του έχει, μια και στη θάλασσα τοιχίζεται, όπως κάθε λιμάνι, είναι το λιμάνι του Ληξουρίου. Γραμμές σεισμού ξέπλεκες και μπερδεμένες, ωσάν μαλλιά ανακατεμένα φάνταζαν όλες οι ανοίξεις που οι σεισμοί προκάλεσαν σε αυτόν το χώρο. Η προβλήτα άνοιξε και έγειρε και τα καΐκια και τα άλλα πλεούμενα που σε γραμμή στοίχισης ήταν, μπατάρισαν και χτύπησαν στα σκαριά τους. Μέσα σε όλα τα φανερώματα και τα καμώματα των σεισμών, στάθηκαν και τα «προνοητικά» έργα των ανθρώπων και αυτά είναι : Το ψηλότατο καμπαναριό του Αγίου Γερασίμου Ληξουρίου και το παλιό κτήριο του Α΄ Δημοτικού, έργο του Κεφαλονίτη αρχιτέκτονα Θουκυδίδη Βαλεντή. Το τελευταίο έργο ήταν πάντα ένα «φόβητρο» για τους Παλληκησιάνους, πώς το κτήριο θα πέσει και θα σκοτώσει κόσμο. Αλλά το αντίθετο αποδείχτηκε έπειτα και από αυτούς τους σεισμούς. Μακάρι να παραμεριστούν οι κομματικές και πολιτικές σκοπιμότητες και το σχολείο να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις τρέχουσες μελέτες.
Και ύστερα, μέσα στην αναμπουμπούλα του σεισμού και τα βουητά των ανθρώπων σειρά είχε η διαχείριση της κρίσης. Είναι αλήθεια, πως σε στιγμές ανάλογες, όπως πανικού, κρίσης, μεγάλων προβλημάτων, φυσικών καταστροφών φαίνεται η αξία του νοήμονα και λογικού στο κατά πόσο άξια μπορεί να διαχειριστεί προς όφελος του κοινού τις στιγμές. Τούτο το αξίωμα φανέρωσαν ως αναγκαίο οι σεισμοί. Η Πολιτεία ενήργησε δυναμικά στην αρχή και πρόσφερε βοήθεια, έδωσε τα αναγκαία για να εξυπηρετηθούν οι πληγέντες. Ακολούθησε το δελτίο τροφών, το δόσιμο των ρούχων και των άλλων αγαθών.
Ο σεισμός ένωσε τους ανθρώπους, κινητοποίησε Συλλόγους και Σωματεία για βοήθεια, έδωσε το μήνυμά για προσφορά στους Κεφαλονίτες όπου γης αλλά και σε άλλους πατριώτες για να στείλουν βοήθεια, το περίσσευμα της ψυχής τους.
Και έπειτα ήλθαν τα λόγια και οι ψίθυροι του καθενός. Άπληστο το μάτι, αχόρταγος ο άνθρωπος. Γιατί εκεί και όχι εδώ; Αυτό ερχόταν στα χείλη κάποιων. Από όλο το νησί ήρθαν στην Πάλλη για να συμμετέχουν στο γλέντι της προσφοράς. Ίσως η κρίση που γεννά τον θάνατο, να ξυπνά και το άλογο στο μυαλό μας, να ξυπνά τα ενστικτώδη τα πάθη μας για να νικήσουμε τον φόβο.
Τελικά επικράτησε η ηρεμία, η τάξη. Αξιολογήθηκε σωστά η κατάσταση και μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν αυτοί που είχαν πράγματι ανάγκη.
Παράξενοι στη λογική μας που είμαστε οι άνθρωποι! Και όταν πάρουμε εξουσία, ορμούμε επιβλητικά για να σκοτώσουμε με πολλούς τρόπους.
Παράλληλα με τα καλά και τα κακά τεκταινόμενα πορεύονταν και οι της δημοσιογραφικής πένας και εικόνας εκπρόσωποι, που έπρεπε να σταθμίσουν την κατάσταση με αυτό που πουλάει. Εμπόριο του πόνου κατάντησε η σεισμική και μετασεισμική ακολουθία των διαθέσεων του χαραχτήρα μας.
Πέρασαν όλα αυτά και κόπασαν οι σεισμοί και τα πάθη μας, κόπασαν και οι γραφίδες των δημοσιογράφων, μα το αποτέλεσμα βοά, ότι δεν προχώρησε σωστά η διαδικασία, αλλά φρεναρίστηκε σε γρανάζια, κινήθηκε υποκειμενικά. Τι κι αν ο ποιητής Σολωμός είπε «Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός , ευθύς εγιόμισε άνθη».
Σήμερα υπάρχουν αιτήσεις και απαιτήσεις από τους σεισμοπληγέντες, αλλά όλα κινούνται και όσα κινούνται, κατά συμφέρον και αυτά αργά.
Εν κατακλείδι στην κρίση που οι σεισμοί του 2014 έφεραν, ένωσαν οι άνθρωποι τις δυνάμεις τους για να διώξουν τη θλίψη και να απαλύνουν το κακό. Όταν αυτό φάνηκε να υποχωρεί και να χαμογελά η ζωή μέσα στο ξεθάρρεμά της, άρχισαν οι γκρίνιες και τα παρατράγουδα. Κυρίως γιατί είναι απούσα η «δυναμική» Πολιτεία.
Δεν έφταναν και αυτά παρά στα όποια προβλήματα προστέθηκαν και η μικροεξυπηρετήσεις των πολιτικών για άγρα ψήφων, με αποτέλεσμα να έρχεται το επιμέρους της πολιτικής που τροφοδοτείται από τον άκρα ατομισμό.
Μην ξεχνάμε, πως, σε κρίση και σε πόλεμο, καλούνται δυο: Οι γεωργοί και οι ποιητές, για να στηρίξουν το λαό και την πατρίδα. Οι γεωργοί καλλιεργούν τη γη, «που είναι τροφός και άλλων τεχνών μητέρα..», όπως λέει ο Ξενοφώντας, ενώ οι ποιητές καλλιεργούν τον ουρανό για να εμψυχώσουν και να οδηγήσουν… με αυτήν τη σκέψη δανείζομαι το ποίημα- σονέττο του Ληξουριώτη στοχαστή –ποιητή, Ανδρέα Λασκαράτου για το σεισμό του 1886, που έπληξε πάλι το Ληξούρι άσχημα.
«Σείρ’ τε στίχοι μου, δεν είν’ καταισχύνη,
Διακονέψ’τε και σεις καμμιά δεκάρα
Από τη σπλαγχνική νοημοσύνη,
Που βέβαια θαν’ αισθάνεται τρομάρα.
Στο ξαφνικό, και στη μεγάλη οδύνη
Του φρικώδη σεισμού, και στη λαχτάρα.
Δύστυχοι! Τι νυχτιά για σας εκείνη!
Τι φρίκη, τι απορπιά, τι αραχνιασμάρα!
Και ποια βοήθεια ήθελε μπορέσει
Ν ‘ ανακουφίση τα υποφέρματά σας;
Στες αγκάλες σας ποιος να ξαναθέση
Τα πλακωμένα δύστυχα παιδιά σας;
Μα, με το λίγο που κ’ εμείς μπορούμε
Σας λέμε πως , στον πόνο σας, πονούμε».