Χαρτί, πένα και μελάνι ήταν πάντα στο πλευρό του σε όλες τις δοκιμασίες και τους καημούς στους έρωτες και τα ταξίδια του! Ο Νίκος Καββαδίας επαναστάτησε με ρομαντικό τρόπο ψάχνοντας το μυαλό του, διαπερνώντας το!
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ.
Στο ημερολόγιο γράψαμε: “Κυκλών και καταιγίς”.
Εστείλαμε το Σ.Ο.Σ μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.
Η ποίηση του Καββαδία ακολουθούσε πάντα την ψυχή της θάλασσας γεμάτη τρικυμίες ρομαντικά παχνίδια με τα κύματα, ναυτικούς και ναυαγούς. Ποίηση και στίχοι ευαίσθητοι που δροσίζονταν από την θάλασσα μακριά από τα σαλόνια της καλής κοινωνίας .
Μα Δε λυπάμαι μια σταλιάν. Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.
Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει,
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.
Εργάσθηκε και έγραψε ακολουθώντας παράλληλα τους κανόνες ζωής και την συμπεριφορά ενός ναυτικού.. Για κάποιους τα λόγια του έμοιαζαν μπερδεμένα και αφηρημένα,αναμνήσεις δύσκολες γεμάτες με την σκληρότητα της ναυτοσύνης μακριά από την θαλπωρή του σπιτιού .
Το καραντί… Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Οι στίχοι του άγγιζαν πολλούς γιατί παρουσίαζε έναν κόσμο που καταλάβαιναν πολλοί έναν κόσμο μέσα στον οποίο ζούσαν.
Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Πού θ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από την Κίο.
Γεμάτος λεπτότητα μισό παιδί με τάση προς το ακαθόριστο και το ομιχλώδες που χαρακτηρίζει τους οπαδούς του ρομαντισμού.
Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! Έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Τίποτε εκτός από την ποίηση δεν θα μπορούσε να τον κάνει πιο τρυφερό !Περιπλανώμενος ναυτικός σημαδεμένος από την Κεφαλονίτικη ανήσυχη ιδιοσυγκρασία ένοιωθε μέσα του ότι τίποτε δεν είναι αρκετό…. χρειαζόταν να εκφράσει και κάτι άλλο!
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα Kάμελ να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.
Επιδίωκε να λησμονά και έγραφε μέχρι τρέλλας επιβεβαιώνοντας την συμμετοχή του στην <<κλίκα>> των μεγάλων ποιητών!
λόγια κοινά, κενά,”καπνός κι αθάλη”,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.