Φίλες και φίλοι,
Ο τέως Νομός και νυν Π.Ε Κεφαλληνίας και Ιθάκης είναι ένα νησιωτικό σύμπλεγμα με μοναδικό ανάγλυφο. Η μοναδικότητα του αυτή συντέλεσε στην ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η Κεφαλονιά διαθέτει το μεγαλύτερο ζωικό κεφάλαιο στην ΠΙΝ με τεράστια διαφορά από τα υπόλοιπα νησιά ενώ ανάλογες είναι και οι διαφορές στην παράγωγη γάλακτος και τυριών. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η ετήσια παραγωγή γάλακτος στην Κεφαλονιά είναι 6.200 τόνοι έναντι 362 τόνων στην Λευκάδα και 81 τόνων στη Ζάκυνθο!
Είναι γεγονός ότι η κτηνοτροφία στα νησιά μας είναι δομημένη με τον παραδοσιακό τρόπο. Υπάρχουν εκατοντάδες μεμονωμένοι κτηνοτρόφοι με μικρομεσαία κοπάδια σε δικές τους διάσπαρτες εγκαταστάσεις. Κύριοι πελάτες τους οι λεγόμενοι «γαλατάδες» που κάθε πρωί τρέχουν από άκρου εις άκρο του νησιού για να συλλέξουν το φρέσκο γάλα, το οποίο κατά 80% προορίζεται για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων. Και εδώ τίθεται το ερώτημα:
Είναι εφικτή η λειτουργία ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΠΑΡΚΩΝ στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη; Ως προείπα στα νησιά μας το σημερινό μοντέλο κτηνοτροφίας είναι αυτό που παραδοσιακά ακολουθείται επί αιώνες. Αντίθετα στην ηπειρωτική χώρα ο θεσμός του κτηνοτροφικού πάρκου δεν είναι καινούργιος καθώς επί της ουσίας αντικαθιστά τον αρχιτσέλιγκα. Δηλαδή τον άνθρωπο που έκανε την στρατηγική διαχείριση της βοσκής πολλών κοπαδιών, αποφασίζοντας για το μέρος της βόσκησης ανά περίοδο, την κοινή συλλογή του γάλακτος , την μεταποίηση κλπ. Το κτηνοτροφικό πάρκο λοιπόν είναι μια καινοτομία βασισμένη σε μια παραδοσιακή πρακτική των ελλήνων κτηνοτρόφων των ηπειρωτικών νομών της Ελλάδας.
Και όμως η δημιουργία τους στα νησιά και ιδίως στα νησιά μας φαντάζει ως μοναδική λύση για τη βιωσιμότητα της κτηνοτροφίας. Μην ξεχνάμε ότι η Κεφαλονιά και η Ιθάκη είναι δυο αναπτυσσόμενοι -με ιλιγγιώδης ρυθμούς- τουριστικοί προορισμοί ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν τα γνωστά χωροταξικά ζητήματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε εκείνη την ανεκδιήγητη ΚΥΑ επί Υπουργίας ΠΕΧΩΔΕ Μπιρμπίλη το 2010 και τους εξωφρενικούς περιορισμούς που αυτή έθετε στη βόσκηση.
Επομένως, στα θετικά των κτηνοτροφικών πάρκων είναι η εξοικονόμηση χώρου, η κοινή διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου, η επιστημονική υποστήριξη, η δημιουργία μεταποιητικής μονάδας των προϊόντων της κτηνοτροφίας εγγύς, αν όχι εντός του κτηνοτροφικού πάρκου. Υπάρχουν όμως και κάποια «αγκάθια» τα οποία οφείλουμε να δούμε.
Πρώτον είναι το να πεισθούν οι κτηνοτρόφοι ώστε να προχωρήσουν σε τέτοιες συμπράξεις και δεύτερον -το οποίο είναι σε άμεση συνάρτηση με το πρώτο- είναι η παροχή των χρηματοδοτικών εργαλείων. Μπορεί ο νόμος να βγήκε το 2014, ωστόσο τα πάρκα ακόμα δεν έχουν ενταχθεί στα προγράμματα ΕΣΠΑ. Σημειώνω δε ότι το κόστος για τη δημιουργία ενός πάρκου ανέρχεται περίπου σε 800-1000 ευρώ ανά ζώο.
Άρα κύριο μέλημα μας πρέπει να είναι το να δοθούν τα κίνητρα και τα μέσα, ώστε επιτέλους να δημιουργηθούν τα κτηνοτροφικά πάρκα στην Κεφαλονιά και στην Ιθάκη.
Μιλώντας όμως για κτηνοτροφία στην Κεφαλονιά δεν μπορούμε παρά να μην αναφερθεί κανείς στη μεγάλη πληγή που λέγεται φέτα. Μια από τις ποιοτικότερες φέτες, η οποία παράγεται από τους καλύτερους τυροκόμους της χώρας, τους Κεφαλονίτες τυροκόμους, να τιτλοφορείται στα super market ως «βαρελίσιο τυρί Κεφαλονιάς». Είναι ένα βαρίδι το οποίο εμποδίζει την εξαγωγή της κεφαλλονίτικης φέτας και την διατήρηση της τιμής της σε επίπεδο αντίστοιχο της υψηλής ποιότητας της. Εντός Ελλάδας θεωρώ οτι όπως και να ονομαστεί, είναι ευτυχώς εδραιωμένη στη συνείδηση του μέσου καταναλωτή ως «φέτα Καφαλληνίας».
Από τη φέτα περνάμε στο άλλο «ατού» του πρωτογενούς μας τομέα που είναι το κρασί, για να αναφερθούμε και στη δεύτερη θεματική της ενότητα. Η Κεφαλονιά διαθέτει πέρα από τη Ρομπόλα, τη ναυαρχίδα της, μοναδικές ποικιλίες όπως το Μοσχάτο, η Μαυροδάφνη, το Βοστυλίδι, το Τσαούσι. Πριν αναφερθώ στο κεφαλονίτικο κρασί πρέπει από εδώ να επισημανθεί και να καταγραφεί ότι ο ΕΦΚ στο κρασί είναι ένα τεράστιο λάθος. Όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα έσοδα αλλά πρόσθεσε μια σημαντική γραφειοκρατία στους οινοπαραγωγούς. Για αυτούς τους λόγους πρέπει να καταργηθεί άμεσα!
Επιστρέφω όμως στο ζητούμενο της σημερινής ημερίδας. Πώς θα γίνει η διασύνδεση του τουρισμού με τις οινικές εμπειρίες; Πως θα έρθουν σε επαφή οι επισκέπτες μας με τις μοναδικές ποικιλίες του κεφαλονίτικου κρασιού;
«Οι δρόμοι του κρασιού» είναι μια εφαρμοσμένη, με επιτυχία, μορφή οινικού τουρισμού. Στην Κεφαλονιά, σε αδρές γραμμές, οι δρόμοι του κρασιού διέρχονται δυο τμήματα του νησιού. Το κεντρικό και νότιο τμήμα όπου κυριαρχεί η «ζώνη ρομπόλας». Η ζώνη ρομπόλας περνάει από τον κάμπο των Ομαλών και φτάνει μέχρι τα 800 μ υψόμετρο στις πλαγιές του Αίνου. Συνεχίζει στα Τρωιαννάτα και φτάνει κοντά στη θάλασσα στα χωριά της Εικοσιμίας. Ορόσημα σε αυτή την διαδρομή είναι το μοναδικό προσκύνημα στη Μονή του Αγίου που αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων επισκεπτών, ο εθνικός δρυμός Αίνου – Ρουδίου και το Κάστρο.
Η άλλη διαδρομή είναι στην Παλλική με το ήπιο ανάγλυφο της, τις γραφικές παραλίες και τα οινοποιία της.
Δεν διεκδικώ «δάφνες» ειδικού στο κρασί, γιατί άλλωστε δεν διαθέτω τις ανάλογες γνώσεις. Προερχόμενος όμως από την καρδιά της «ζώνης Ρομπόλας» έχω δει και ζήσει από κοντά την ανάπτυξη αυτού του μοναδικού είδους – του μόνου που η ονομασία χαρακτηρίζει την ποικιλία (ΠΟΠ Ρομπόλα Κεφαλληνίας).
Θέλω να βρίσκω την Ρομπόλα και τα άλλα κεφαλονίτικα κρασιά στα καλύτερα εστιατόρια της χώρας. Γνωρίζω ότι οι οινοποιοί προσπαθούν και ήδη η ρομπόλα γνωρίζει μεγάλη ζήτηση στην Β. Αμερική και στην Αυστραλία.
Πιστεύω όμως ότι χωράει ακόμα μεγαλύτερη εξωστρέφεια και ελπίζω ότι στο μέλλον οι κεφαλονίτικες ετικέτες θα έχουν περίοπτη θέση στις αγορές, καταλαμβάνοντας τη θέση που τους αξίζει.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας
Παναγιώτης Κανελλόπουλος