Η οικονομική κρίση που επικρατεί στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια, έχει ως συνέπεια την αδυναμία πολλών επιχειρήσεων να καταβάλλουν εγκαίρως τους μισθούς των εργαζομένων τους. Από την άλλη μεριά, έχουμε τους εργαζομένους οι οποίοι μένουν απλήρωτοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές οικονομικές τους υποχρεώσεις. Αυτό πολλές φορές τους οδηγεί να αναζητούν τρόπους μέσα από την εργατική νομοθεσία για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ένας από αυτούς, είναι η επίσχεση εργασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 325 του Αστικού Κώδικα, ως επίσχεση εργασίας ορίζεται το δικαίωμα που έχει ο εργαζόμενος να αρνηθεί την παροχή εργασίας έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει κάποια δική του ληξιπρόθεσμη υποχρέωση που τον βαρύνει από την εργασιακή του σχέση και ως προς την οποία έχει καταστεί υπερήμερος.
Η ληξιπρόθεσμη αξίωση που έχει συνήθως ο εργαζόμενος κατά του εργοδότη, είναι η μη καταβολή ή καθυστέρηση καταβολής αποδοχών, επιδομάτων εορτών, αμοιβών από υπερεργασία, υπερωρίες κτλ., ή μη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας και υγιεινής κ.α.
Με την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης ο εργαζόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής εργασίας. Επειδή για την μη παροχή εργασίας κατά την διάρκεια της επίσχεσης υπαίτιος είναι ο εργοδότης, για αυτό το λόγο περιέρχεται σε υπερημερία και οφείλει αποδοχές υπερημερίας. Η υπερημερία του εργοδότη μπορεί να διακοπεί με καταγγελία συμβάσεως εργασίας. Το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας ασκείται ατομικά με σαφή δήλωση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Μπορεί μάλιστα να ασκηθεί και ομαδικά από περισσότερους μισθωτούς, με κοινή δήλωση, οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες αξιώσεις από τον εργοδότη.
Τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της επίσχεσης είναι:
- Η ύπαρξη ενεργούς και έγκυρης εργασιακής σύμβασης ( δηλ. να μην έχει καταγγελθεί νόμιμα).
- Η ύπαρξη απαιτητής ή ληξιπρόθεσμης αξίωσης του μισθωτού η οποία θα πρέπει να είναι σαφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη.
- Να δηλώνεται ρητώς και σαφώς (γραπτώς ή προφορικώς, εγκαίρως) ότι ο εργαζόμενος αρνείται να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι σαφής εξώδικη έγγραφη δήλωση επίσχεσης η οποία πρέπει να περιέλθει σε γνώση του εργοδότη.
- Να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, διαφορετικά ασκείται καταχρηστικά (άρθρο 281 Α.Κ.).
Η άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας απαγορεύεται να γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή όταν η οφειλόμενη απαίτηση είναι ασήμαντη ή όταν δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη για καταβολή των μισθών του εργαζομένου. Το αξιόλογο ή μη της καθυστέρησης όπως και ο σημαντικός ή όχι χαρακτήρας της απαίτησης, κρίνεται από το δικαστήριο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές συνθήκες και οι ανάγκες του εργαζομένου.
Η επίσχεση εργασίας έχει κριθεί καταχρηστική όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε απρόβλεπτες περιστάσεις, καθώς και όταν αυτή προξενεί δυσβάσταχτη ζημία στον εργοδότη σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Επίσης, εξετάζεται αν η καθυστέρηση καταβολής αποδοχών οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση της επιχείρησης η οποία είχε γνωστοποιηθεί στον εργαζόμενο.
Ο μισθωτός δικαιούται να άρει την επίσχεση όταν ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση για την οποία ασκήθηκε ευθύς εξαρχής το δικαίωμα επίσχεσης. Ταυτόχρονα, ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για τους μισθούς του κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας.
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο εργαζόμενος δικαιούται να απασχοληθεί σε άλλη εργασία. Σε αυτήν την περίπτωση όμως ο εργοδότης έχει δικαίωμα, να ζητήσει να εκπέσουν από τους καθυστερούμενους μισθούς που οφείλονται κατά την διάρκεια της επίσχεσης τα ποσά τα οποία έλαβε ο εργαζόμενος από την άλλη εργασία, ώστε να καταβάλλει μόνο την πιθανή διαφορά.
Με την υπ’αριθμ. 30659/Β΄239/1989 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Εργασίας εκδοθείσα κατ΄εξουσιοδότηση του άρθρου 22 του Ν. 1836/1989, οι εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας και παραμένουν άνεργοι επί τρείς μήνες, έχοντας πραγματοποιήσει τουλάχιστον 60 ημέρες εργασίας στο έτος που προηγείται, δικαιούνται επιδότηση επίσχεσης εργασίας.
Κατά την διάρκεια της νόμιμης επίσχεσης εργασίας, υφίσταται κανονικά υποχρέωση ασφάλισης, καθώς ο εργαζόμενος δικαιούται για το χρόνο αυτό τις πλήρεις αποδοχές του. Σύμφωνα όμως με σχετική γνωμοδότηση που εκδόθηκε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ( υπ΄αριθμ. 136/2016 ), μπορεί η υποχρέωση ασφάλισης να είναι χρονικά απεριόριστη κατά την διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, αλλά δίδεται ερμηνεία ότι η ασφάλιση στο ΙΚΑ δεν μπορεί να διαρκέσει πέραν εύλογου διαστήματος, το οποίο προσδιορίζεται στους πέντε μήνες, με την αιτιολογία ότι μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού η αποχή του μισθωτού από την εργασία του συνιστά κατά αντικειμενική κρίση σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας ( δηλαδή παραίτηση ), εκτός αν προσκομιστεί δικαστική απόφαση που κρίνει διαφορετικά.
Σημειώνουμε ωστόσο ότι η ανωτέρω κρίση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ότι δηλαδή μετά την παρέλευση 5μηνης επίσχεσης διαρκείας θεωρείται πως ο εργαζόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, δεν επιβεβαιώνεται από το νόμο ούτε από την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της χώρας. Για αυτό συνίσταται στους εργαζομένους, προς αποφυγή απώλειας των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, να ελέγχουν την υπαγωγή τους στην ασφάλιση από τον ασφαλιστικό τους φορέα και σε περίπτωση που διαπιστώνουν ότι έπαυσε η ασφαλιστική τους τακτοποίηση να προβαίνουν σε καταγγελία, αιτούμενοι την πλήρη ασφαλιστική τους κάλυψη για ολόκληρο το χρονικό διάστημα εργασίας και μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας και πέραν του πενταμήνου. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και το Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη της 29ης Φεβρουαρίου 2016, σύμφωνα με το οποίο καθ΄όλο το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας διατηρείται στο ακέραιο το δικαίωμα του εργαζομένου για ασφαλιστική κάλυψη.
Πηγή: Χριστίνα Ψυχογυιού, Λογίστρια-Εργατολόγος, Συνεργάτης Ε.Ε.Α