Του Ναπολέοντα Λιναρδάτου
Αν σου βάζουν την ετικέτα του φασίστα, δεν είναι επειδή πιστεύουν ότι είσαι φασίστας. Σε κατηγοριοποιούν ως φασίστα, γιατί θέλουν να φοβηθείς και να σιωπήσεις. Η σιωπή σου είναι αναγκαία για ένα πολιτικό σύστημα που έχει προ πολλού πάψει να εκπροσωπεί τον μέσο Έλληνα.
Ο σπουδαίος σοβιετολόγος Leonard Schapiro είχε πει ότι «το πραγματικό αντικείμενο της προπαγάνδας δεν είναι ούτε να πείσει ούτε να προσηλυτίσει, αλλά να παραγάγει έναν ομοιόμορφο τρόπο δημόσιου λόγου, έτσι ώστε και το παραμικρό ίχνος ανορθόδοξης σκέψης να ηχεί ως μια απειλητική παραφωνία».
Επί 40 χρόνια προσπαθούν να εκπαιδεύσουν τον Έλληνα στην ιδέα ότι πρέπει να είναι ένα άβουλο ον, που το μόνο το οποίο μπορεί και πρέπει να διεκδικεί είναι παροχές ως ζήτουλας από το κράτος-αφέντη. Μια σχέση εξάρτησης και υποτέλειας του πολίτη με το «βαθύ» κράτος και την πολιτική τάξη.
Το πόπολο δεν δικαιούται να έχει τα δικά του «πιστεύω», εκτός από αυτά που του υποδεικνύει το κατεστημένο. Ειδικότερα, δεν δικαιούται να έχει ανησυχίες για θέματα που έχουν να κάνουν με την Ιστορία και τον πολιτισμό του. Αυτά για την πεφωτισμένη ελίτ είναι ξεπερασμένες εμμονές, που δεν έχουν καμιά σχέση με τη νέα, πολυπολιτισμική Ελλάδα την οποία θέλει να εδραιώσει.
Το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη ήταν μια πολύ μεγάλη έκπληξη για το κατεστημένο. Όχι τόσο για τη σημασία και τις επιπτώσεις του στο Μακεδονικό όσο για το γεγονός ότι υπάρχει ακόμα μεγάλη μερίδα των Ελλήνων που είναι διατεθειμένη να βγει στον δρόμο όχι για «τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα», αλλά για «τα δε μη βλεπόμενα αιώνια».
Η «απειλητική παραφωνία» του συλλαλητηρίου φόβισε, γιατί κατέδειξε ότι υπάρχει η πιθανότητα το πόπολο να αυτονομηθεί. Ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι ότι ίσως κάποια ημέρα οι πολίτες συνειδητοποιήσουν πως το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο ούτε τους εκπροσωπεί ούτε τους υπηρετεί ούτε προτίθεται να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Η πολιτική τάξη εκπροσωπεί την πολιτική τάξη και τις ιδεοληψίες της.
Για τα ΜΜΕ, το συλλαλητήριο ήταν μια φασιστική, ακροδεξιά, ακραία εκδήλωση, ένα καρναβάλι γραφικών ή, στις πιο μετριοπαθείς προσεγγίσεις, η έκφραση του ελληνικού θυμικού, μια συναισθηματικά επιπόλαιη αντίδραση ενός λαού ο οποίος εσφαλμένα δεν αποδέχεται την ήττα ως κάτι αναπόφευκτο, ως τη μόνη «ρεαλιστική» διέξοδο για ένα θέμα το οποίο δεν θα έπρεπε καν να τον ενδιαφέρει.
Η καλύτερη φωτογραφία από την Ελλάδα το 2018 δεν θα ήταν από μια παραλία ή από ένα αξιοθέατο. Αλλά η φωτογραφία ενός διαμερίσματος με έναν άδειο καναπέ και μια ανοιχτή τηλεόραση που παίζει, αλλά κανείς δεν βλέπει.