Του Ναπολέοντος Λιναρδάτου
Μετά από την μήνυση που κατέθεσε ο κ. Δημητράς εναντίον της κας Σώτης Τριανταφύλλου, θυμήθηκα ένα πρόσφατο άρθρο, στο Claremont Review of Books, για την πολιτική ορθότητα. Γράφει ο Angelo M. Codevilla, «η επιβολή της πολιτικής ορθότητας δεν έχει ένα τελικό στάδιο, γιατί το να αισθάνεσαι καλύτερα για τον εαυτό σου ομολογώντας τις αμαρτίες άλλων ανθρώπων, ταπεινώνοντάς και πληγώνοντάς τους, είναι μια εθιστική ηδονή. Όσο περισσότερο ενοχή βρίσκω σε εσένα, τόσο πιο ενάρετος είμαι εγώ. Όσο περισσότερο αμαρτωλός είσαι, τόσο πιο ισχυρή η θέση μου και η εξουσία μου να σου επιβληθώ.»
Το 2013 με αφορμή τη επιβολή νόμου λογοκρισίας, είχα γράψει για το «τι είδος ανθρώπου πρέπει να είναι κάποιος που εθελοντικά ρουφιανεύει στο κράτος συμπολίτες του, μόνο και μόνο επειδή οι απόψεις τους δεν του είναι αρεστές.» Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ένα βασικό κριτήριο για να κρίνει κάποιος την φύση και την ποιότητα ενός νόμου, είναι να εξετάσει το είδος του πολίτη που ο νόμος προϋποθέτει για την εφαρμογή του. Στην περίπτωση των νόμων λογοκρισίας, τα πράγματα είναι κάτι περισσότερο από ξεκάθαρα. Οι νόμοι λογοκρισίας προϋποθέτουν για την εφαρμογή τους άτομα σαν τον κ. Δημητρά.
Ο κ. Δημητράς έχει επίσης μηνύσει την δημοσιογράφο Λώρη Κέζα, γιατί τόλμησε να γράψει στο «Βήμα» για την καταπίεση των γυναικών στο μουσουλμανικό κόσμο. Την ΠΑΕ Ολυμπιακός, επειδή σε ανακοίνωσή της χαρακτήρισε τον ομογενή πρόεδρο της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Ιβάν Σαββίδη “φιλοξενούμενο”. Την “Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος,” επειδή τάχθηκε εναντίον του Συμφώνου Συμβίωσης. Κάπου στις 34 μηνύσεις έχει στο ενεργητικό τον τελευταίο καιρό ο κ. Δημητράς.
Το θέμα εδώ είναι τι οδηγεί ένα άτομο να αποφασίσει να γίνει ο ιερός εξεταστής των πολιτικών απόψεων των συμπολιτών του. Ποιο είναι το κόμπλεξ ηθικής ανωτερότητας που σου επιτρέπει να ρουφιανεύεις στο κράτος πολίτες όχι για παράνομες πράξεις, αλλά για ιδέες που τόλμησαν να γράψουν ή να εκστομίσουν;
Το πρώτο πρόβλημα με τους νόμους λογοκρισίας είναι ότι δίνουν στο κράτος την εξουσία να αστυνομεύει την σκέψη των πολιτών, πράγμα ανεπίτρεπτο για μια κοινωνία που θέλει να είναι δημοκρατική και φιλελεύθερη. Το δεύτερο πρόβλημα με τους νόμους λογοκρισίας, είναι ότι δίνουν σε άτομα εξουσιομανή και αυταρχικά δημόσιο ρόλο κατήγορου και εξεταστή συνειδήσεων. Οι χειρότεροι εξ ημών γίνονται οι κριτές των πάντων, εξασκώντας τα πιο οικτρά και επικίνδυνα ένστικτα του ανθρώπινου είδους.