Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού
Το καρναβάλι είναι μια παραδοσιακή γιορτή μέσα στον εθιμικό κύκλο, αγροτικής προέλευσης. Κυριαρχεί δε, σε αυτήν την εθιμική γιορτή το πείραγμα, ο σατιρικός στίχος, μα πάνω από όλα το γέλιο, που άλλοτε είναι χοντρό και άλλοτε αμφίσημο.
Το γέλιο και μάλιστα το καρναβαλικό, πηγάζει περισσότερο από τα λαϊκά στρώματα, μια και αυτά είναι ο κύριος φορέας που παράγει και δημιουργεί εικόνες καρναβαλιού.
Ωστόσο, η αμφισημία αποτελεί δομικό στοιχείο του καρναβαλιού, μια και σατιρίζει στοιχεία θανάτου και ζωής, έρωτος και πάθους, γιομίζει την κοιλιά με το φαγοπότι, ερεθίζει με την εμφάνιση την σεξουαλικότητα και διεγείρει εσωτερικές καταστάσεις που συγκρούονται με τη λογική, τής καθώς πρέπει κοινωνίας.
Επιπλέον το καρναβάλι ενώνει τους ανθρώπους, τους μαζεύει για να συνεργαστούν και να πράξουν σε μια εναρμόνιση ιδεών και κινήσεων. Μας κάνει να βιώνουμε τη ζωή από την ανάποδη πλευρά της, αφού ο φτωχός με την αμφίεση μπορεί να γίνει βασιλιάς ή πλούσιος, ο κακός να φυλάει τους καλούς, ο καντηλανάφτης να γίνει παπάς, ο σκύλος να προστατεύει τη γάτα, η εκθρόνιση του παλιού και η ενθρόνιση του νέου και τόσες άλλες συνήθειες που αντιστρέφουν την κανονική τάξη πραγμάτων.
Το καρναβάλι ως τελετή έρχεται από τα αρχαία χρόνια, φυσικά από την αντίστροφη πλευρά της ζωής, με αναπαραστάσεις γάμων, θανάτου, νεκρανάστασης, όπου το σώμα ξαναγεννιέται, πράγματα που μόνο στα παραμύθια συμβαίνουν.
Είναι μια λαϊκή γιορτή, που όλοι τη χαίρονται και όλοι γελούν με όλους και με όλα. Ακόμη για το χριστιανικό κόσμο, το καρναβάλι σημαίνει επανάληψη της κρεατοφαγίας και της σεξουαλικής δραστηριότητας και όλα αυτά εκδηλώνονται με τη αθυροστομία, τη σάτιρα, τις βωμολοχίες και το γέλιο. Αποτελεί δε το γέλιο πρωταρχική τελετουργική δύναμη, γνωστή τόσα στα αρχαία έθιμα όσο και σε παλιούς μύθους και ιστορίες. Το γέλιο ξυπνά μια ερωτική, γόνιμη επιθυμία και μέσα από την αθυροστομία ξεσπά και λέει πράγματα και κάνει εκφράσεις που διαφορετικά είναι κοινωνικά περιορισμένες.
Αναφέρεται ιστορικά στις τελετές των Θεσμοφορίων, ότι οι γυναίκες έκαναν άσεμνες κινήσεις και έλεγαν υβριστικές αισχρολογίες, όταν ο ιερέας άγγιζε με το ματωμένο μαχαίρι της θυσίας, το μέτωπο δυο αγοριών που έπρεπε να γελούν ασταμάτητα. Οι ιστορικοί, στις αρχαίες τελετές των μυστηρίων, περιγράφουν στιγμές γέλιου που σκοπό είχαν, να δώσουν κέφι και ζωντάνια, να δώσουν στοιχεία γονιμότητας και να εισάγουν σε έναν άλλον κόσμο τους θεατές και αυτούς που έπρατταν τα μυστήρια.
Το γέλιο του λαού που περισσότερο εκφράζεται την περίοδο των Αποκριών είναι αμφίσημο, δεν είναι δηλαδή μόνο σάτιρα και χλευασμός, αλλά εκφράζει ταυτόχρονα και σεβασμό και αισιοδοξία. Αυτός που γελάει μπορεί και δέχεται το γέλιο του άλλου, νιώθοντας μια ελευθερία λόγου με αυτόν τον τρόπο. Το καρναβάλι αντικαθιστά την σοβαρότητα με το γέλιο, σατιρίζει με γέλιο το αντίθετο που κυριαρχεί στην κοινωνία, όπως τον ασκητισμό με τον ηδονισμό, την άκαμπτη επισημότητα με την άκρα οικειότητα. Έτσι στο καρναβάλι ο καθένας επιστρέφει σε εκείνο που ήταν πριν χιλιάδες χρόνια. Δηλαδή, σε ένα πρωτογονισμό που υπάρχει μέσα μας και θέλει τη στιγμή της ομαδικής τελετουργικής διαδικασίας για να εκφραστεί.
Στον Χριστιανισμό το καρναβάλι συμπίπτει με την ελληνική αποκριά και είναι μια κινητή εορτή που τελείται πριν τη Σαρακοστή, σημαδεύοντας το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της οργιώδους άνοιξης, την ευφορία της γης και της γονιμότητα των ζώων και ανθρώπων. Η καρναβαλική γιορτή στοιχειοθετείται από μια ποικιλία πράξεων τελετουργικών, όπως το κάψιμο του ανδρείκελου, αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, του έρωτα, του θανάτου, του γάμου, της κηδείας, γλέντια πλούσια, αθυροστομίες και βωμολοχίες και φυσικά ξέφρενοι χοροί και μεταμφιεσμένες πομπές με προσωπίδες.
Όλος αυτός ο κόσμος του καρναβαλιού είναι ένας πόλεμος ενάντια στη Σαρακοστή, εναντίον της νηστείας, είναι πόλεμος της αφθονίας εναντίον της λιτότητας, του αισθησιασμού εναντίον της εγκράτειας, της ελευθεριότητας του γέλιου εναντίον της θρησκοληψίας, γενικά ένας συμβολικός πόλεμος του λαού, εναντίον στη θρησκεία.
Μελετώντας το Ληξουριώτικο καρναβάλι, τουλάχιστον από τότε που έχουμε γραπτές αναφορές γι’ αυτό, βλέπουμε πως ακριβώς οι πρωταγωνιστές του, σατίριζαν τις εκφράσεις της καθημερινότητάς τους, ένιωθαν ενδόμυχα τη φτώχια της ζωής και ζούσαν με σατιρικό τρόπο, αυτό που τους έλειπε από τη ζωή τους και δεν μπορούσαν να το αποκτήσουν. Επίσης, επιστράτευαν κάθε ορθόδοξο μυστήριο, κάθε μορφή που τους ήταν αρεστή ή μισητή και όλα αυτά υποσυνείδητα τα έβγαζαν αυθόρμητα σε εικόνες που έμειναν στη μνήμη. Γάμους και κηδείες, βασιλιάδες και εφοπλιστές, τουρίστες και άρχοντες, έρωτες και πάθη, αξιωματικούς και τύπους και πολλά άλλα θέματα απετέλεσαν αντικείμενα σατιρικού βιώματος για τους πρωταγωνιστές του Ληξουριώτικου καρναβαλιού. Η φτωχή ζωή, ο καθημερινός μόχθος, το πάλεμα με τη γη και τη γονιμότητά της, η χειρονακτική εργασία ήταν κάποιες από τις αιτίες που συγκέντρωναν αυτούς που κρατούσαν τους πρώτους ρόλους, σε ομάδες και σκάρωναν αυθόρμητα ιστορίες και καρναβάλια.
Τα Ληξουριώτικα παλιά καρναβάλια έμειναν ιστορικά, γιατί μιλούσαν με το δικό τους τρόπο στην ψυχή του λαού με σκηνές που τις έπλαθαν οι λαϊκοί πρωταγωνιστές. Οι Ληξουριώτες κωμικοί του παλιού καρναβαλιού, χαίρονταν κοινωνικής εκτίμησης και σεβασμού του λαού, γιατί τον αντιπροσώπευαν… κυριολεκτικά. Δηλαδή, οι κωμικοί «μιλούσαν τη γλώσσα του λαού». Το σπουδαίο είναι, πως το Ληξουριώτικο καρναβάλι πάντα είχε και έχει επώνυμους πρωταγωνιστές, που μέσα στο πνεύμα της παρέα, της φιλίας και της καλής διάθεσης γεννούν γέλιο και μοναδικότητα.
Το κείμενο με φωτογραφικό υλικό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην Εφημερίδα «Ο Καρνάβαλος», αρ. φυλ 13, 15-2-2010, που την επιμελείται για πολλά χρόνια ο συντάκτης του άρθρου.