«Ο Σπύρος δημιουργεί ιστορική πηγή». Αυτός πρέπει να είναι ο τίτλος ετούτου του κειμένου, όμως επειδή πρόκειται για συνοπτική βιβλιοπαρουσίαση και βιβλιοκριτική, οφείλω να μεταφέρω –ως είθισθαι- αυτούσιο τον τίτλο του βιβλίου.
Ο Σπύρος δημιούργησε, σε μια έκδοση που καλύπτει 479 σελίδες, ιστορική πηγή για τους μελλοντικούς, αλλά και για τους παρόντες ερευνητές, όπως δημιούργησε και με το προηγούμενο βιβλίο του «Αργοστόλι η χαμένη πόλη».
Στο πρόσφατο έργο του βρίσκουμε παρατσούκλια συγκεντρωμένα και ταξινομημένα αλφαβητικά, ή ανά περιοχές και παρατσούκλι, ή ανά περιοχές, επώνυμο και παρατσούκλι. Υπάρχει αιτιολόγηση τού κάθε ενός παρανομιού: κάποια από φανερή αιτία και κάποια άλλα που η ρίζα τους είναι ασαφής κι ανεξιχνίαστη. Ο Σπύρος μεταγράφει επιλεκτικά σκωπτικές λασκαράτειες επεξηγήσεις ονομάτων, και παραθέτει όχι και τόσο κοινά βαφτιστικά, αλλά και αυτά που έχουν μοναδικότητες κι υπερβολές.
Ο ίδιος αποκαλύπτει πως η έρευνα για τη συγκέντρωση και την τεκμηρίωση για τα κεφαλλονίτικα παρατσούκλια και βαφτιστικά διήρκεσε τρία χρόνια. Αμφιβάλλω. Κι αυτό για έναν απλούστατο λόγο: γιατί ήδη, κουβαλούσε στη μνήμη του αναρίθμητα ονόματα, μνήμη που μετρά κάμποσα χρόνια. Με διάθεση και καθαρό μυαλό, τα έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί και μετά, άρχισε να χτυπά πόρτες για περισσότερες πληροφορίες, αλλά και για συλλογή νέων ονομάτων. Αυτή η τελευταία δράση του θα πρέπει να κράτησε τρία χρόνια. Μόνον όμως αυτή. Γιατί μέσα σε τόσο διάστημα είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν εκ του μηδενός 7.200 παρατσούκλια με ακριβή αντιστοίχιση ονομάτων, τη στιγμή μάλιστα που η προϋπάρχουσα βιβλιογραφία είναι ελλιπέστατη.
Έγγραφα πρωτογενή τεκμήρια δεν του παρείχαν τα πλούσια και πολυπληθή αρχεία στα ΓΑΚ Κεφαλληνίας, αλλά η «αλληλογραφία με φίλους, με ευγενικούς συντοπίτες άνδρες και γυναίκες» (ως ο ίδιος σημειώνει) και το βιβλίο του Παν. Καθηγητή κ. Γεωργίου Μοσχόπουλου «Ένας Κώδικας της Μονής Αγίου Γερασίμου». Τοιουτοτρόπως, τα συλλεχθέντα παρατσούκλια και βαφτιστικά, στο μεγαλύτερο μέρος τους «πάλλονται», είναι ζωντανά, κουβαλιούνται στις μνήμες συμπολιτών μας, και στους ίδιους ως οντότητες, και δεν υπάρχουν γραμμένα σε αρχεία. Ελάχιστα, διάσπαρτα, μόνον βρίσκονται «επί χάρτου». Κι αυτά, δημοσιεύονται στο τέλος του βιβλίου υπό τον τίτλο: «Παράρτημα – Τεκμήρια». Εκεί υπάρχουν δεδομένα από εφημερίδες, επιτύμβια, νεκρώσιμα, επιγραφές καταστημάτων, χειρόγραφο του αείμνηστου Βουνά, οδονυμικά, επιστρατευτική πρόσκληση, ακόμη και Θεοτοκονύμιο.
Αν ο Σπύρος δεν εκμαίευε ονόματα από τους συγκαιρινούς του φίλους και γνωστούς κρούοντας την καμπάνα της νοσταλγίας, αν δεν «άρπαζε» την πρόσκαιρη στασιμότητα του χρόνου, όλες αυτές οι μνήμες θα χάνονταν. Δούλεψε το υλικό επίμοχθα κι επίπονα, με ρεαλισμό και αυστηρότητα, έδωσε σημασία στη λεπτομέρεια, τόλμησε να πει λέξεις που πολλοί θα τις έκρυβαν πίσω από επίπλαστη σοβαρότητα, ξύπνησε μνήμες που ύπνωναν, ανάπλασε παλιές ιστορίες και τώρα στα χέρια μας κρατάμε το αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής μελέτης, μιας μελέτης που απαίτησε χρόνο, κόπο, μεράκι, αγάπη, υπομονή κι αναμόχλευση αναμνήσεων, ίσως επώδυνων κάποιες φορές, μα τις περισσότερες μπερλινοειδών: περιπαικτικών, αυτοσαρκαστικών, κωμικών.
Λέξεις απλές και σύνθετες, μονοσύλλαβες και πολυσύλλαβες, αρχαϊσμοί και νεολογισμοί, όροι και γλωσσήματα, συνθέτουν το κάδρο της κεφαλλονίτικης κοινωνίας αναδεικνύοντας την ευφυΐα και το προικισμένο μυαλό ενός φωτισμένου γλωσσοπλάστη. Του ίδιου του λαού. Ευτυχής τύχη βέβαια το ότι τη «γλώσσα μού έδωσαν Ελληνική» και μπορεί ο Λαός να γεννά αστείρευτα, να πλάθει με φυσικότητα, απλότητα, σαφήνεια, θυμηδία. «Τραμπουνάλες», «Κλαπατσάρας», «Γκρινιάουλας», «Βαστάκωλος» δηλώνουν πασιφανώς την άπλετη πλαστικότητα της γλώσσας μας. Αλλά και άλλα παρανόμια, από τα χρόνια της Βενετικής κατοχής, όπως «Ντολόρες», «Δεσπέτος», «Καμπαλιέρης», «Κουβέρνος», ενώ είναι ατελείωτα αυτά που ως πρώτο συνθετικό έχουν το «Κουτσο-». (Και σταματώ εδώ, γιατί η παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου εύκολα παρασύρει και μετατρέπεται σε πολυσέλιδο μελέτημα).
Εμφανής ο ανήσυχος χαρακτήρας του ερευνητή κατασκεύασε κιβωτό για πολλούς προορισμούς, ένας από τους οποίους είναι και η Γλωσσολογία, η ερμηνεία των λέξεων, αλλά και η μαγεία της ετυμολογίας και της ιστορίας των ονομάτων καθώς πίσω από κάθε ένα κρύβεται μια προσωπική ιστορία που διαμόρφωσε πλαίσιο ύπαρξης. Ο «Τσίφτης», ο Σπύρος Κρεμμύδας, ο γιός της «Τσούφως» της Βαλεριάναινας, παντρεύτηκε την «Τσίφτισσα», την Θεόπλαστη. Τόσο λεβέντης ήταν ο αείμνηστος Σπύρος, ώστε ακόμη και τα ανήψια του κουβαλούσαν το τιμητικό για αυτούς παρανόμι «Τ’ ανήψια του μπάρμπα Τσίφτη», πολύλεξο παρατσούκλι, ικανό τόσο, ώστε έσβησε τα πραγματικά τους ονόματα.
Το έντονο τοπικό χρώμα της εργασίας του Σπύρου προβάλλει την κοινωνία της Κεφαλλονιάς χωρίς, κάθε λογής, όρια. Μια κοινωνία με τα πικάντικα και πιπεράτα χαρακτηριστικά των προσώπων της, τη μεφιστοφελική της ατμόσφαιρα, ανάκατη χρονικά, κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά. Δίπλα στον «Λεμπούχο» και στην «Ανυπακοή» του 19ου αι., στέκει ο «Πίτσουνας» κι ο «Πέπονας» του 21ου. Δίπλα στον «Αναρχικό» είναι ο «Κάτσας», στον «Γλωσσά» ο «Μουγγός», στον «Κάκα» ο «Κατρουλιάρης», στον «Βρωμήσιο» ο «Κολώνιας», στον «Παπα-Τσάρλεστον» ο «Πουτανάκιας», στον «Πεινάο» και στον «Ψωμοζήτα» ο «Πακτωλός», στον «Εξαδάχτυλο» ο «Κουλοχέρης», στον «Γλίδα» ο «Σαπούνης», στον «Μυγάκη» ο «Κωλάρας» και ο «Τσιμεντόλιθος», στον «Ρέγγο» ο «Βούβαλος», στο «Μαλλιάγκουρα» ο «Σπανομαρίας» κι ο «Καραφλής», στον «Κουνιαμπέλλα» ο «Άμπωσον», στον «Σαλιαμύξα» ο «Πάστρας», στον «Ταγκανίκα» ο «Βερολίνος» κι ο «Κολόμπος».
Στα χρόνια ετούτα της μετάπτωσης από την μια εποχή στην άλλη, στις ημέρες τής υποβάθμισης αξιών και της συρρίκνωσης της πλουσιώτατης Ελληνικής γλώσσας, η διάσωση του τοπικού λόγου σηματοδοτεί και συμβάλλει στη συνέχεια του Έθνους και στον εμπλουτισμό της γλώσσας μας. Η δημογραφική αμαλγαματοποίηση που έχει συντελεσθεί κυρίως στο Αργοστόλι τις τελευταίες δεκαετίες, έχει απαλείψει παρατσούκλια που έφεραν όλοι οι παλιοί γόνοι των οικογενειών, άλλοτε με καμάρι, κι άλλοτε κοκκινίζοντας από οργή ή ντροπή. Στην περιφέρεια κάπως διατηρούνται. Αισιόδοξο γεγονός είναι το ότι αρκετοί από τους νεώτερους γνωρίζουν στοιχεία της ντοπιολαλιάς, και στο αίμα τους σπινθηροκοπά η σάτιρα και το σκωπτικό πείραγμα, στοιχεία συνδεδεμένα άρρηκτα με την διάδοση των παρανομιών και την διατήρηση της κεφαλλονίτικης ιδιοσυγκρασίας.
Άξιος ερευνητής, δημιουργός πρωτότυπης συλλογής ο Σπύρος Αντωνάτος, έκανε για άλλη μια φορά, με αναμφίβολη επιτυχία, το χρέος του απέναντι στην κοινωνία και στην πόλη «που χάθηκε». Μάζεψε σπυρί σπυρί το κεχριμπάρι της γλώσσας μας κι έπλεξε μακρύ κομπολόι έμψυχων-λέξεων, χάντρες που θα σκόρπιζαν στη σιγή της απουσίας και θα απολησμονώνταν ανεπιστρεπτί.
«Η ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δένδρων, των κυμάτων»,
του λόγου τού τόπου του δικού μας
(προσθέτω εγώ με δέος στους στίχους του Μεγάλου Ελύτη).
Ευρυδίκη Λειβαδά
(Δίνω στον Σπύρο Αντωνάτο τα διαπιστευτήριά μου, που ήδη γνωρίζει καλύτερα από ότι εγώ)
- Δισεγγονή του Ρεβολουτσιόνε (Γεράσιμος Ανδ. Λειβαδάς)
- Εγγονή: (από την πλευρά του πατέρα μου) του Γόμπου (Ανδρέας Γερ. Λειβαδάς) και της Γιούλιας Ταρκάσαινας (Ιουλία Βρεττού από τα Ταρκασάτα).
- Εγγονή: (από την πλευρά της μάνας μου) τση Δασκάλας (Ευρυδίκης Περιστιάνου Γκεντιλίνη Δρόσου -του Μπούρη) και του Βαγγελάκη, τ’ Άγγονου του Παπαδιά (Ευαγγελινός Μοντεσάντος γιός της Περιστέρας Αρσένη, θυγατέρας τ’ Αναστάση Παπαδιά)
- Θυγατέρα του Μορόπουλου (Γεράσιμος Ανδ. Λειβαδάς) και τση Μαρίας (Μαρία Μοντεσάντου), κόρης του Βαγγελάκη και τση Δασκάλας, ανηψιάς του Τρυπητήρη (Ευάγγελος Δενδρινός), του Ρούσου Αρχιπαπά (Αριστοτέλης Μοντεσάντος –Αρχιμανδρίτης στο Ροστώφ), τση Παούρας και τ’ Αρμενάκη (Ιωάννα και Γεώργιος Αρουτιάν), και μικρανηψιάς του Ζολά (Δρόσος τση Παπαρήγας)
- Πρωτοξάδελφη του Σοράγια (Παναγής Παυλάτος, εκ μητρός Καλλινίκης Λειβαδά του Γόμπου), και τση Λαγγούσαινας (Ευανθία Λαγγούση, εκ μητρός Βαρβάρας Λειβαδά του Γόμπου), μικρανηψιά του Κορέλια (Γεράσιμος Ματιάτος), ανηψιά του Αργύρη (Παναγής Ανδρ. Λειβαδάς) και του Αντεράκια (Μάκης Μοντεσάντος).
Ακούω /αντιδρώ στα: Αγγονιά τση Δασκάλας, Θουθού (μικρή δεν μπορούσα να πω σωστά το Σ), και Μοροπουλάκι (αν και όχι συμβατό πλέον με την ηλικία και τα κιλά μου).