Από τον σύντροφο Νίκο Μαρμαρινό (ΚΟΒ Ανω Καισαριανής), πολιτικό κρατούμενο φυλακισμένο στις φυλακές Κεφαλονιάς όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός στις 13 Αυγούστου 1953, πήραμε ένα μικρό άγνωστο ιστορικό για το πώς οι φυλακισμένοι αγωνιστές πάλεψαν για να σωθούν όλοι οι κρατούμενοι των φυλακών, από την καταστροφή της φυλακής από το σεισμό. Ας το παρακολουθήσουμε:
Αγαπητέ «Ριζοσπάστη»,
Κάθε Αύγουστο μου έρχεται στη μνήμη ο καταστροφικός σεισμός της Κεφαλονιάς. Αυτές τις ημέρες βρήκα ένα σημείωμα που είχα γράψει τότε σαν ημερολόγιο της κατάστασης που ζήσαμε στη φυλακή. Επειδή μπορεί να είμαι από τους τελευταίους επιζήσαντες, θέλω να το αφιερώσω στη μνήμη δύο εξαίρετων ανθρώπων, δύο θαυμαστών γιατρών Κομμουνιστών, των Μανώλη Σιγανού και Στάθη Καναβού.
Την άνοιξη του 1953 από τις φυλακές Κέρκυρας διαλέξανε 200 βαρυποινίτες, πρώην θανατοποινίτες. Ορισμένοι είχαν γλιτώσει από τα εκτελεστικά αποσπάσματα, άλλους τους πρόλαβε η αναστολή που είπε ότι αποφάσισε το τότε καθεστώς ή δικάστηκαν μετά από την αναστολή. Μίλησαν για αναστολή των εκτελέσεων κατόπιν επέμβασης στον ΟΗΕ του εκπροσώπου της Σοβιετικής Ενωσης Βισίνσκι.
Ετσι μέναμε με αναστολή μέχρι τη δολοφονία του ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ τον Μάρτιο του 1952, από την κυβέρνηση Πλαστήρα (ΕΠΕΚ).
Μας πήγανε στις φυλακές της Κεφαλονιάς που από εκεί είχαν πάρει άλλους τόσους και τους μετέφεραν σε διάφορες άλλες φυλακές. Τις ελλείψεις στα διάφορα συνεργεία καθαριότητας, μαγειρεία, αναρρωτήριο κ.λπ. τα πλαισιώσαμε εμείς οι καινούργιοι.
Το Αναρρωτήριο δεν είχε γιατρούς, παρά μόνον ένα νοσοκόμο (Μπάιρας Νίκος), ο οποίος σε τρεις μήνες αποφυλακιζόταν.
Ετσι το Γραφείο της Ομάδας Συμβίωσης αποφάσισε να εκπαιδεύσει δύο και διάλεξαν εμένα και έναν άλλον σύντροφο (Ανδριανόπουλος) και επί μια εβδομάδα, ο Μπάιρας μας έμαθε ορισμένα πράγματα γύρω από τα φάρμακα, τις ενέσεις και γενικά την περίθαλψη. Εγκατασταθήκαμε στο αναρρωτήριο μαζί με τους γιατρούς ΣΙΓΑΝΟ και ΚΑΝΑΒΟ.
Υστερα από μερικές μέρες, μας έφεραν τον ΦΩΤΗ ΑΓΓΟΥΛΕ, ο οποίος ήταν σε τραγική κατάσταση από το στομάχι του. Δεν μπορούσε να φάει κανένα φαγητό της φυλακής, παρά μόνο έναν χυλό από νερό και ρυζάλευρο που το ονόμαζε μουχαλεμπί. Μου είχαν αναθέσει να τον φροντίζω, σαν κοντοπατριώτες που είμαστε, αυτός από τη Χίο, εγώ από τη Μυτιλήνη.
Την Κυριακή 9 Αυγούστου του 1953, το μεσημέρι, έγινε ο πρώτος σεισμός. Οι ζημιές δεν ήταν και τόσο σοβαρές. Αρχίσαμε να ανησυχούμε γιατί για τους κρατούμενους ο σεισμός είναι πολύ πιο τρομερός από τον ελεύθερο πολίτη, επειδή στερείται της δυνατότητας να βγει έξω την ώρα της δόνησης. Παρ’ όλες όμως τις διαμαρτυρίες μας, δεν μας έβγαλαν έξω. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να αφήσουν τις πόρτες των θαλάμων ανοικτές.
Την Τρίτη 11 Αυγούστου, πολύ πρωί, που όλος ο κόσμος κοιμόταν, γίνεται ο δεύτερος σεισμός, που ήταν πολύ πιο ισχυρός από τον πρώτο και προκάλεσε πολλές ζημιές και θύματα στην πόλη.
Ολοι οι κρατούμενοι κατεβήκαμε στο προαύλιο και με έντονες διαμαρτυρίες ζητούσαμε να μας βγάλουν έξω από τη μάντρα των φυλακών γιατί το προαύλιο ήταν τόσο στενό, που πέτρες, κεραμίδια, σοφάδες είχαν πέσει στη μέση από το δεύτερο όροφο. Απόδειξη, όταν με τον τρίτο σεισμό έπεσαν τα κτίρια, αν ήμαστε μέσα δεν θα γλίτωνε κανένας.
Οταν είδαν ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάτσουμε «με δεμένα χέρια» και να ταφούμε, ήρθε ο Διοικητής και ο Εισαγγελέας, οι οποίοι δεν αναλάμβαναν την ευθύνη να μας βγάλουν έξω, στο Αλσος κοντά στην παραλία. Ο μόνος που ανέλαβε την ευθύνη ήταν ο Διευθυντής των φυλακών ΜΠΟΥΤΖΑΚΗΣ, ένας από τους πιο σκληρούς Διευθυντές που πέρασε από τις διάφορες φυλακές και από τη Γυάρο. Μίλησε με αγριάδα και απειλές και είπε στον Α. Αμπατιέλο: «Εσάς δεν σας φοβάμαι μην δραπετεύσετε, αλλά τους 40 ποινικούς κρατούμενους να τους βάλετε στη μέση και να τους προσέχετε».
Πίσω από το αναρρωτήριο είχε πέσει ο μαντρότοιχος με δύο χωροφύλακες σκοπούς. Ο γιατρός ΣΙΓΑΝΟΣ την ώρα που εμείς πηγαίναμε στο Αλσος, πήρε ένα συνεργείο από πέντε ανθρώπους και πήγαν και τους ξεπλάκωσαν.
Οταν πήγαμε στο Αλσος, τακτοποιηθήκαμε κατά παρέες. Ζητήσαμε να πάμε συνεργεία να βοηθήσουμε τους τραυματίες και εγκλωβισμένους και δεν μας το επέτρεψαν. Μόνο μας άφησαν να στήσουμε το ιατρείο και να φροντίζουμε διάφορα ελαφρά περιστατικά πολιτών που έρχονταν.
Την Τετάρτη 12 Αυγούστου, το Γραφείο της Ομάδας μας πήρε απόφαση να πάνε πρωί – πρωί από κάθε Ακτίνα 20 άτομα στα κτίρια να πάρουν τα πράγματα των κρατουμένων. Εγώ πήγα δυο φορές στο αναρρωτήριο και κουβάλησα τα φάρμακα και τα προσωπικά είδη γιατρών και ασθενών.
Γύρω στις 11 π.μ. είχαμε βγάλει όλα τα πράγματα. Περίπου στις 12 το μεσημέρι άρχισε ο μεγάλος χαλασμός. Οσους βρέθηκαν όρθιοι τους έριξε κάτω χωρίς να το καταλάβουν. Ενας μάγειρας που είχε το καζάνι στη φωτιά, ο ΚΑΡΟΥΝΗΣ, για να μην αναποδογυρίσει το καζάνι και χάσουμε το φαγητό (κρέας), προσπάθησε να το κρατήσει με τα χέρια του. Τον πετάει 5 μέτρα μακριά και ευτυχώς το καζάνι έπεσε από την άλλη μεριά και δεν κάηκε.
Μετά τον χαλασμό και τον κουρνιαχτό που σηκώθηκε, ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος στην παραλία για να βρει μέσον φυγής. Είχαν απαγορεύσει την έξοδο με οποιοδήποτε μέσο.
Οι μόνοι που ήμαστε σίγουροι ότι θα φεύγαμε από εκεί ήμαστε εμείς, γιατί στην Κεφαλονιά δεν υπήρχαν πια σίδερα και μπουντρούμια, καταστράφηκε ολοσχερώς η φυλακή, και οι αρμόδιοι φρόντιζαν να μας στείλουν εκεί που υπήρχαν.
Νομίζοντας ότι τελειώσαμε με όλα αυτά, είχαμε ακόμα μια περιπέτεια. Τις μέρες που μέναμε εκεί, το φαγητό μας ήταν ξερή τροφή, ελιές, ρέγγες, τυρί, γαλέτες. Εξω από το Αργοστόλι είχαν αράξει Εγγλέζικα Πολεμικά και σαν «φιλάνθρωποι» που είναι οι Εγγλέζοι, μας έστειλαν μια «ρόδα» τυρί. Αμέσως οι μάγειροι το έκοψαν και άρχισαν να μοιράζουμε μερίδες. Είχαν πάρει καμιά 200 άτομα και οι μισοί το είχαν φάει. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά έπεσαν κάτω με τρομερούς πόνους και εμετούς.
Αμέσως οι γιατροί βάλανε τις φωνές να σταματήσει η διανομή και να μην φάει κανείς. Διαπιστώθηκε οξεία μορφή δηλητηρίασης. Ταυτόχρονα, φτιάξαμε ένα καζάνι αλατόνερο και αρχίσαμε να ποτίζουμε τους δηλητηριασμένους για να κάνουν εμετό συνέχεια. Ετσι αποφύγαμε τα χειρότερα.
Μετά απ’ όλα αυτά, μας φόρτωσαν σε ένα καράβι και μας πήγαν στην Κρήτη. Τους μισούς τους πήγαν στις φυλακές του Ιτζεδίν (Καλάμι Χανίων). Τους υπόλοιπους μας πήγαν στις φυλακές Αλικαρνασσού Κρήτης.
Μαζί μας ήταν και ο Αγγουλές, τον οποίον πήραμε εγώ και ο Καρούνης στο ίδιο κελί. Ολο αυτό το διάστημα ο Αγγουλές έτρωγε ό,τι μας έδιναν, ακόμη και ρέγγες. Υστερα από μια εβδομάδα όμως, κατέρρευσε. Είχε αφόρητους πόνους. Ξεσηκώσαμε με τις φωνές θύελλα διαμαρτυρίας και τον πήραν για το Νοσοκομείο στην Αθήνα για εγχείρηση.
Πριν φύγει, όμως, απάντησε σε ένα γράμμα που του έστειλε μια δικηγόρος (Αριάδνη) από Αθήνα, η οποία του ζητούσε να της γράψει για όλα αυτά, για τη ζωή στη φυλακή.
Αυτός έγραψε σε μια λευκή κόλλα:
«Οσο είναι η θλίψη πιο βαθιά
τόσο λιγότερο πονεί
αν έχει ο πόνος κορυφές
έρχομαι από την πιο ψηλή».
Δεν πρόλαβε να το στείλει όμως, γιατί τον πήραν άρον άρον και το στείλαμε εμείς. Με αυτές τις αναμνήσεις τελειώνω την περιπέτεια των σεισμών.
Πηγή: rizospastis.gr