Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού
Τη λέξη “Βάΐο” την έχει πάρει η εκκλησία μας από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (12,121) που σημειώνει, ότι μετά την ανάσταση του Λαζάρου, όταν ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, “όχλος πολύς… έλαβαν τα Βάϊα των φοινίκων και εξήλθον εις απάντησιν αυτώ”.
Για να διευκρινίσουμε όμως τα πράγματα και να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, πρέπει να εξηγήσουμε το τι σημαίνει η λέξη βάγιο. Είναι ο νέο βλαστός που βγαίνει από τα δένδρα της άνοιξης, εποχή που πάντα πέφτει η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα του Χριστού μας. Έτσι μόνο στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, προσδιορίζεται το ποια βάγια πήρε ο όχλος για να προϋπαντήσει τον Ιησού, γράφοντας «τα βάγια των φοινίκων», που από παλιά συμβόλιζαν τη βασιλική δόξα.
Την Κυριακή αυτή κάθε τόπος την εορτάζει με τη δική του μεγαλοπρέπεια και μάλιστα έχει και τα δικά του βάγια που είναι σύμφωνα με τη χλωρίδα του τόπου του.
Σε πολλά μέρη τα βάγια είναι δάφνες, πανάρχαιο λατρευτικό φυτό και αλλού ιτιά και μυρτιά ή ακόμη και άλλα νικητήρια φυτά[1] .Στο νησί μας με τη λέξη «βάγιο», εννοούμε ένα είδος φοίνικα, που βρίσκει κανείς σε πολλά μέρη και σε κήπους και αυλές των σπιτιών. Κλαδιά από τέτοιο φοίνικα εικονίζονται σε αγιογραφίες, όπως Μάρτυρες και Άγιοι (Βαρβάρα, Αικατερίνη…) κρατούν στο χέρι τους φοινικόκλαρο ως σύμβολο της νίκης και της δόξας.
Κατά το τέλος του χειμώνα, και ανάλογα το πότε πέφτει το Πάσχα , λόγω ότι είναι κινητή εορτή, τα νέα κλαδιά του τροπικού αυτού φοίνικα[2], τα κόβουν από τη φοινικιά, στην αρχή της εβδομάδας του Λαζάρου και τα βάζουν στο νερό για να γίνουν εύπλαστα και δροσερά. Με αυτά θα πλέξουν τους σταυρούς , τις βαγιοφόρες και θα πλαισιώσουν τα μικρά λιόκλαρα και τα ανοιξιάτικα λουλούδια που θα δοθούν στους πιστούς την ημέρα των Βαΐων.
Τα Βάγια κατά την παλιά εποχή
Αρκετές πληροφορίες μας δίνει ο Τσιτσέλης[3] για το πώς μοιράζονταν τα Βάγια μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας πολύ παλιά στην Κεφαλονιά. Τα έστελναν οι εφημέριοι σε ασημένιο δίσκο στα σπίτια των ενοριτών. Η συνήθεια αυτή όμως καταργήθηκε από τον Μητροπολίτη Σπυρίδωνα Κοντομίχαλο, ως άσκοπος και ότι είναι έξω από τους εκκλησιαστικούς κανόνες, με αποτέλεσμα αυτό να ξεχαστεί εντελώς στην πάροδο του χρόνου.
Τα βάγια τα οποία προορίζονταν για τα σπίτια ήταν καλλιτεχνικές ανθοδέσμες, περιπλεγμένες με ταινία μεταξιού, στο κέντρο ήταν η βαγιοφόρα, μικρά στρογγυλή εικόνα του Χριστού, καθήμενος επί πώλου όνου που εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ. Στο μέσω του βαΐου ένας ή τρεις φοίνικες επίχρυσοι, και ο μεσαίος εσχημάτιζε σταυρό.
Τα βάγια που ήταν να δοθούν στην εκκλησία ήταν απλούστερα, όμως και σε αυτά ήταν απαραίτητος ο κλάδος της ελιάς και του φοίνικα. Έβαζαν μαζί και δεντρολίβανο, βιολέτες, βάλσαμο, αλιφασκιά και όλα αυτά τα έδεναν με μια λωρίδα φοίνικα στο κάτω μέρος.
Τα βάγια που ήταν προορισμένα για να δοθούν σε πλοιάρχους, σε νεόνυμφους και μελλόνυμφους ήταν διακοσμημένα και πλεγμένα με ιδιαίτερο τρόπο. Είχαν δε ποικίλα σχήματα , όπως ολόκληρες καρδιές και άλλες παραστάσεις με επίχρυσες δέσεις και πολλά άνθη. Ειδικά στο Αργοστόλι και στο Ληξούρι οι ιερείς ετοιμάζονταν από καιρό για την καλύτερη διακόσμηση των Βίαιων στα κελιά και στους γυναικωνίτες των ναών. Πολλοί ιερείς αγόραζαν το νεγρόνιον, που ήταν ένα γιγάντιο γαρίφαλο έναντι καλής τιμής και με αυτό κοσμούσαν τα βάγια. Έτσι για να είναι ένα βάγιο «τέλειο» έπρεπε να έχει οπωσδήποτε το νεγρόνιο και να είναι δεμένο με όλη τη διακόσμησή του με πλατειά μεταξωτή κορδέλα ή με τέτοια δέση που να εντυπωσιάζει. Τα βάγια αυτά στέλνονταν στα σπίτια και τα τοποθετούσαν οι νοικοκυραίοι στο εικονοστάσι του σπιτιού. Τα «δε νυμφικά και πλοιαρχικά» στο πάνω μέρος του κρεβατιού και τα πήγαιναν στην εκκλησία για να ευλογηθούν την ημέρα της εορτής.
Όλα αυτά τα εθιμικά με τα Βάγια που γίνονταν παλιά στην Κεφαλονιά, από πολλούς ιερείς υπήρξαν κερδοσκοπικές διακρίσεις, έγιναν παρεξηγήσεις και έριδες και αρκετά αιματηρά επεισόδια. Αυτά τα «εθιμικά συμβάντα» ανάγκασαν τους αρχιερείς να απαγορεύσουν τα κοσμημένα με πολλά άνθη και περίτεχνα βάγια και να δίνουν απλά κλαδί ελιάς. Τα γεγονότα σύμφωνα με το κείμενο του Ηλία Α Τσιτσέλη έγιναν σε ναούς του Ληξουρίου, Άγιο Νικόλαο των Μηνιατών και στο ναό της Αγίας Τριάδας.
Φαίνεται ότι γύρω στα 1900 άρχισε να φθίνει το έθιμο της διανομής των Βαΐων σε σπίτια και τα πολυτελή βάγια των νυμφίων αντικαταστάθηκαν με απλούς σταυρούς από φοίνικα. Δίνονται δε έπειτα από την ευχή και την ευλογία του ιερέως.
Το θέμα με τα Βάγια που καθένας παλιά το έβαζε στο γιλέκο του ή στο τσεπάκι του κουστουμιού του, πολλοί δε από συνήθεια ή τάση επίδειξης και όχι από το κίνητρο της πίστης, το σχολιάζει ο μεγάλος σατυρικός ποιητής Ανδρέας Λασκαράτος[4], στο ομώνυμο με την γιορτή αυτή ποίημά του.
«Κυριακή των Βαΐων»
Σήμερα απάντησα ένανε
Με βάγιο στο γκελέ του,
Και είπα –Εκειός είν’ άνθρωπος.
Εκειός ‘ξέρει να ζήση.
Εκειός !Μουλέει ο φίλος μου,
Εκειός !Και τι νομίζης
Όπως πιστεύει τίποτα;
Τίποτα δεν πιστεύει.
……………………….
Πιστεύει πως το βάγιο του
Τόνε καλοσυστένει
Η Κυριακή των Βαΐων στις μέρες μας
Την Κυριακή αυτή όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία, οι νιόπαντροι με τα γαμπριάτικα. και παρακολουθούν με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία. Οι ιερείς έχουν στολίσει με τα βάγια, όπως γινόταν και παλιά, το εσωτερικό του ναού. Βάζουν βάγια σε εικόνες και στο διάστυλο σε σχήμα σταυρού από φοίνικα Επίσης κρεμούν αστερίσκους και σταυρούς από φοίνικες στο κάτω μέρος των καντηλιών και διακοσμούν τα μανουάλια. Είναι ονομαστά τα βάγια που φτιάχνει η Αντουανέττα Κοσμετάτου από τα Βλαχάτα της Εικοσιμίας, και που δείχνουν την τέχνη και το μεράκι που πηγάζουν από το σεβασμό στην παράδοση και την πίστη.
Την ημέρα αυτή κατά τη λειτουργία μοιράζονται βάγια στο εκκλησίασμα. Ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά την ημέρα αυτή έδιναν στους νιόπαντρους ένα ξεχωριστό βάγιο, το οποίο ονόμαζαν βαγιοφόρα. Ήταν στολισμένο πέρα από τα κοινά βάγια και με κόκκινες διπλές βιολέτες και προσφέρονταν στους νιόπαντρους μέσα σ’ ένα δίσκο και αυτοί παίρνοντάς το έδιναν χρήματα.
Τα βάγια θεωρούνται ιερά και χρησιμοποιούνται ενάντια στα κακά πνεύματα, στον εξορκισμό της βασκανίας και σε κακές αρρώστιες[5]. Οι νοικοκυρές ρίχνουν φύλλα του βαΐου στα λιβανιστήρια και λιβανίζουν τους χώρους του σπιτιού λέγοντας:
Όξου αρρώστια, όξου κακό
σε κυνηγάει το βάγιο του Λαζάρου
το διαβασμένο το ευλογημένο…
Στα φαγητά του σημερινού τραπεζιού (που είναι ακόμη Σαρακοστή) η εκκλησία επιτρέπει το ψάρι. Είτε μπακαλιάρο σκορδαλιά (όπως του Ευαγγελισμού) είτε κοφισόπιτα ή τρώμε κολιούς.
Βέβαια, επειδή τη Δευτέρα αρχίζει μεγάλη νηστεία, τρώμε λαίμαργα και “βαρυστομαχιάζουμε”, και πολλοί τραγουδούν το παροιμιακό τετράστιχο.
«Βάγια, Βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό,
κι ως την άλλη Κυριακή
με το κόκκινο αυγό !»
Ο εσπερινός της Κυριακής των Βαΐων
Από αυτόν τον εσπερινό αρχίζει βασικά η Μεγάλη Εβδομάδα. Οι ιερείς φορούν πένθιμα άμφια. παλαιότερα κάλυπταν τα μανουάλια με μελανά ή μωβ υφάσματα, και κάλυπταν τις εικόνες, άφηναν δε μόνο ακάλυπτο το πρόσωπο. Στους ναούς των χωριών, οι ιερείς αναρτούσαν στο τέμπλο πετραχήλια και φαινόλια μελανά, εθιμικό λείψανο από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας[6].
[1] Δημητρίου Σ. Λουκάτου, Πασχαλινά και της Άνοιξης, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1988, σ. 54
[2] Σε πολλά μέρη του νησιού, σκεπάζουν τα νέα κλαριά του φοίνικα για να μη το βλέπει ο ήλιος και πρασινίσει , αλλά να πάρει ένα χρώμα κιτρινωπό, το οποίο το θεωρούν πολύ καλό για την χρονιά που έρχεται.
[3] Βλέπε Ηλία Τσιτσέλη, Έθιμα εν Κεφαλληνία, Παρνασσός 1892, σ σ. 280-297
[4]Ανδρέα Λασκαράτου «Άπαντα», επιμέλεια Αλέκου Γ. Παπαγεωργίου, εκδόσεις «Άτλας», Αθήνα 1959,Τόμος τρίτος σελ 152
[5] Αυτό συνηθίζεται και με τα βάγια και των άλλων εορτών , της υψώσεως του Σταυρού με το βασιλικό, με της Σταυροπροσκυνήσεως με τις βιολέτες και την Μεγάλη Παρασκευή με τον αμνό, που σύμφωνα με τις δημώδεις προλήψεις έχουν αποκρουστική δύναμη ενάντια στο κακό.
[6] Το έθιμο αυτό διατηρείται ακόμη και σήμερα σε κάποια μοναστήρια του νησιού.
Η Αντουανέττα Κοσμετάτου φτιάχνει την βαγιοφόρα- 2003 Βλαχάτα Λειβαθούς
Ο παπα-Διονύσης Δρακονταειδής φτιάχνει τα βάγια