Σατιρικός ποιητής από την Κεφαλονιά, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής. Μυήθηκε στις αναρχικές ιδέες στην Ελβετία, όπου σπούδαζε και με την ελευθερόφρονα στάση του προκαλούσε συχνά τη μήνι των συμπατριωτών του Ληξουριωτών.
Ο Μικέλης (Μιχαήλ) Άβλιχος γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου του 1844 στο Ληξούρι από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Πετρίτσειο Λύκειο του Ληξουρίου και αργότερα σπούδασε φιλολογία στη Βέρνη της Ελβετίας. Κατά την εκεί παραμονή του επηρεάστηκε αποφασιστικά από τα επαναστατικά ρεύματα που συντάραζαν εκείνη την περίοδο την Ευρώπη και ιδιαίτερα από την προσωπικότητα και τις ιδέες του Ρώσου αναρχικού Μιχαήλ Μπακούνιν.
Όταν αργότερα επέστρεψε στο Ληξούρι, έταξε σκοπό της ζωής του την ηθική και πνευματική αναμόρφωση των συμπολιτών του, την απελευθέρωσή τους από τις θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις τους. Ως όπλο σ’ αυτόν τον αγώνα χρησιμοποίησε τη σάτιρα, μία σάτιρα καυστική, που γρήγορα του στέρησε φιλίες και συμπάθειες και τον έκανε να ζει μέσα σε κοινωνική και πνευματική μοναξιά.
Πολιτικά ήταν οπαδός του Ληξουριώτη ριζοσπάστη πολιτικού Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, γνωστού με το προσωνύμιο Γιωργαντάρας, λόγω της πληθωρικής παρουσίας του στη Βουλή. Όπως και εκείνος, πίστευε πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ελληνισμού ήταν η Ρωσία, γι’ αυτό και σατίριζε δριμύτατα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν αυτός πήρε, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μέρος της Αντάντ, της οποίας ήταν βασικό μέλος η μισητή του Ρωσία.
Σύγχρονος και συμπατριώτης του Ανδρέα Λασκαράτου, πίστευε, όπως κι εκείνος, στην αναμορφωτική και ηθικοπλαστική δύναμη της σάτιρας. Η σάτιρά του δεν καταφεύγει τόσο εύκολα στο γέλιο, όσο του Λασκαράτου. Είναι περισσότερο σκυθρωπή, πικρή και αιχμηρή («με πίσσα και με θειάφι γράφω», έλεγε). Εν τούτοις κάτω από την οργίλη σάτιρα κρύβεται πάντα μία τρυφερότητα και ελεγειακή λυρική διάθεση, όπως ήταν ακριβώς και ο ποιητής ως άνθρωπος. Όσοι τον γνώριζαν, τον περιγράφουν ως εξαιρετικά πράο και προσηνή.
Ο Άβλιχος ζούσε στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου και στο σπίτι του μπορούσε να δει κανείς δίπλα-δίπλα την εικόνα του Αγίου Ανδρέα και την προσωπογραφία του Μπακούνιν, για να υπενθυμίζει στον επισκέπτη ότι ο ένοικος του σπιτιού ήταν ένας σαρκαστής και άθεος. Σύμφωνα, όμως, με τους φίλους του δεν ήταν άθεος, αλλά πίστευε σε μία δεύτερη ζωή και σ’ ένα δικό του θεό. Χαρακτηριστικό είναι ότι λίγο προτού παραδώσει το πνεύμα στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, ψέλλισε στους θρηνούντες φίλους του: «Μην κλαίτε! Ο Μικέλης πάει στη ζωή!…»
Το πιο φιλόδοξο έργο του είναι το μακρόστιχο σατιρικό ποίημα «Η Πινακοθήκη της Κολάσεως», που έμεινε ημιτελές, Σ’ αυτό φαντάζεται τον εαυτό του ως ζωγράφο, που τον αγγάρεψε ο διάβολος να στολίσει την Κόλαση με εικόνες «ψυχών σατανικών». Κατόρθωσε έτσι να ζωγραφίσει τα πορτρέτα των πλέον μισητών του προσώπων και να προκαλέσει την οργή των συμπατριωτών του με τους καυστικούς στίχους του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Αργοστόλι. Συχνά επέστρεφε στην αγαπημένη γενέθλια πόλη του, με νοσταλγική διάθεση. «Το Ληξούρι είναι οι φίλοι μου», έλεγε, έστω κι αν οι φίλοι του ήταν πλέον λιγοστοί.
Ο Μικέλης Άβλιχος πέθανε στο Αργοστόλι στις 28 Νοεμβρίου του 1917, σε ηλικία 73 ετών. Η σορός του διακομίστηκε στο Ληξούρι, όπου και ετάφη. Το φέρετρό του υποβαστάζετο από νέους του Ληξουρίου, οι οποίοι τον έκλαψαν με πραγματική συγκίνηση, καθώς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στη νεολαία του Ληξουρίου.
Ο Άβλιχος, κατά τη διάρκεια της ζωής του, δημοσίευσε σκόρπια τα ποιήματά του σε περιοδικά ή χειρόγραφα γνωστά μόνο σε λίγους. Το 1920 έγινε το πρώτο μεγάλο λογοτεχνικό αφιέρωμα στο έργο του από το περιοδικό Νουμάς (τεύχος της 9ης Μαΐου), ενώ μόλις το 1959 κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά συγκεντρωμένα τα ποιήματά του από τον Χαράλαμπο Λιναρδάτο.
Πηγή: sansimera.gr