Του Στέφανου Καβαλιεράκη*
Παρακολουθούμε πλέον τα βασικά επεισόδια του σχεδίου της κυβέρνησης Σύριζα, μιας δράκας δηλαδή παλιών στελεχών της ανανεωτικής Αριστεράς μάλλον μέτριων δυνατοτήτων που συμμάχησε με την ομάδα που ανδρώθηκε πολιτικά μέσα από τις καταλήψεις των αρχών της δεκαετίας του ’90 —και έμεινε και κάπου εκεί—, με ένα ισχυρό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ και των ΑΝΕΛ, ένα εθνικολαϊκιστικό και ρατσιστικό μόρφωμα.
Το σχέδιο εκτυλίσσεται από το δημοψήφισμα και μετά με σχετική συνέπεια: πλήρης κατάλυση της θεσμικής διαδικασίας, κατάργηση όλων των ανεξάρτητων φορέων και ελεγκτικών μηχανισμών (ΕΕΤΤ, Επιτροπή Ανταγωνισμού, ΑΣΕΠ), κατάργηση των διαγωνιστικών διαδικασιών για τη διανομή δεκάδων εκατομμυρίων, κόψιμο των υφισταμένων χορήγηση νέων, περιορισμένων, τηλεοπτικών αδειών κλπ. Η συγκεκριμένη λίστα δεν τελειώνει ποτέ, αλλά μόνο προστίθενται καθημερινά αυθαιρεσίες και ασυδοσίες.
Από την άλλη μεριά, ορθώνεται ένα κομματικό κράτος άνευ προηγουμένου, ιδρύονται οργανισμοί, δημιουργούνται άχρηστες θέσεις (βλ. Σπίρτζης, ο οποίος επανέφερε τη θέση του προέδρου στους οργανισμούς του υπουργείου του), διορίζονται με μανία σύζυγοι, σύντροφοι, παιδιά στο όνομα δήθεν της «πολιτικής εμπιστοσύνης». H Τασία Χριστοδουλοπούλου, πρόεδρος της Θεσμών και Διαφάνειας, στη διάσκεψη των προέδρων το είπε ξεκάθαρα: «Με τις ανεξάρτητες αρχές το κράτος παραχώρησε αρμοδιότητες στους τομείς που δεν ήθελε να αναλάβει το πολιτικό κόστος. Αυτή είναι η αλήθεια και είναι αξίωμα. Αλλά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν φοβάται το πολιτικό κόστος και γι’ αυτό παίρνει την αρμοδιότητα στα χέρια της». Πλήρης και ευθεία κατάλυση του Συντάγματος που προβλέπει τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών…
Στην πραγματικότητα, όλο αυτό αποσκοπεί στη δημιουργία μιας Νεάντερταλ πολιτικής και θεσμικής κατάστασης, όπου η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα έχει το πολιτικό πλεονέκτημα και την πολιτική πρωτοβουλία.
Από πού αντλεί αυτή τη δύναμη και αυτή τη αυτοπεποίθηση; Μα από το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015: παρά τις αντίθετες και μάλλον ευσεβείς προθέσεις κάποιων ότι ο Τσίπρας ήθελε ένα οριακό αποτέλεσμα, η πραγματικότητα είναι ότι ήθελε μία μεγάλη νίκη — και την πέτυχε. Το 62% τού δίνει τη βεβαιότητα ή την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και να κυβερνά όπως θέλει γιατί απλώς οι δικοί του είναι περισσότεροι. Προφανώς κατανοεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να το εκφράσει μόνος του αυτό το ποσοστό, αλλά ελπίζει ότι ο κομματικός συσχετισμός θα τον ευνοεί για την παραμονή του στην εξουσία. Γι’ αυτό εξάλλου και το ξαφνικό ενδιαφέρον για την αναλογικοποίηση του εκλογικού νόμου. Ακόμα και δεύτερος αν βγει, τα κόμματα του 62% θα είναι ενδεχομένως περισσότερα και θα μπορούν αυτά να σχηματίσουν πλειοψηφίες στη Βουλή.
Στο βάθος όμως υποκρύπτεται και κάτι άλλο: η ανατροπή του ευρωπαϊκού κεκτημένου — ό,τι διαισθάνεται η αδηφάγα δράκα εξουσίας ότι την παρεμποδίζει, ή ό,τι, εκπορευόμενο από την Ευρώπη, θέτει φραγμούς στην εξουσία της, πρέπει να εξαφανιστεί. Η μεταφορά του πολιτικού παιγνίου στο πεδίο της άθλιας ρουσφετολογίας, της μικροπολιτικής, των κολλητών και των συγγενών δεν είναι μόνο ένα μέσον παραμονής την εξουσία αλλά στρατηγικός στόχος ώστε το παιγνίδι να κρίνεται αποκλειστικά στο εσωτερικό μέτωπο. Οι ξένοι είναι κακοί και θέλουν να εκμεταλλεύονται την Ελλάδα. Το μοτίβο είναι απλό και ξεκάθαρο.
Εξ ου και η πολιτική ανατροπή αυτού του πολιτικού εσμού, και λυπάμαι αν στενοχωρήσω κάποιους, δεν θα προέρθει απλώς από ένα «μέτωπο λογικής» αυξημένης ισχύος στα μέσα δικτύωσης, αλλά από μια ετερόκλητη συμμαχία που θα συσπειρωθεί απέναντι στην απόλυτη καταστροφή, στην άκρατη φτωχοποίηση και στην εργαλειοποίησή της ως μέσον πολιτικής κυριαρχίας, στην άρνηση της επιστροφής σε ένα Σημείο Μηδέν, που οι σημερινοί κυβερνώντες το βλέπουν ως το σημείο έναρξης της Αυτοκρατορίας τους.